Είναι ανάλγητες οι ελληνίδες εκπαιδευτικοί;
Είναι ανάλγητες οι ελληνίδες εκπαιδευτικοί;
Σε άρθρο της «Καθημερινής» (Απ. Λακασάς, 13.09.25) αναδείχθηκε για ακόμη μία φορά η χρόνια αδυναμία του υπουργείου Παιδείας να στελεχώνει εγκαίρως τα σχολεία με την έναρξη των μαθημάτων. Η υπουργός Σοφία Ζαχαράκη απέδωσε το πρόβλημα σε «δομικά» χαρακτηριστικά του συστήματος –έντονος συγκεντρωτισμός, ιδιαιτερότητες της ελληνικής γεωγραφίας–, αλλά και στον υπερβολικό αριθμό αδειών των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, όπως ανάγλυφα απεικόνιζαν οι επισυναπτόμενοι στο κείμενο πίνακες. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι «εδώ και 20 χρόνια το θέμα των αδειών λίγο μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς προβληματίζει τους εκάστοτε υπουργούς», χωρίς μέχρι σήμερα να έχει βρεθεί τρόπος επίλυσής του.
Εφόσον, λοιπόν, ο «συγκεντρωτισμός» και η γεωγραφία θεωρούνται από το υπουργείο ως συνθήκες αμετάβλητες, ο «μουτζούρης» για την μη έγκαιρη στελέχωση των σχολείων μένει στα χέρια των εκπαιδευτικών και ιδιαίτερα στις γυναίκες. Αυτές ευθύνονται για τις χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες κάθε χρόνο, τα Ωρολόγια Προγράμματα των σχολείων που δεν «κλείνουν» ακόμα και μέχρι τα Χριστούγεννα, την ταλαιπωρία των οικογενειών από τη δυσλειτουργία των σχολείων. Επειδή κάνουν χρήση των προβλεπόμενων (ξανά: προβλεπόμενων) αδειών μητρότητας και ανατροφής που τους παρέχει η νομοθεσία «ξαφνικά», τη χειρότερη στιγμή που αυτό μπορούσε να γίνει. Επιδεικνύουν, με άλλα λόγια κι ας μη δηλώνεται στο κείμενο, επαγγελματική ανευθυνότητα έναντι της Πολιτείας και παιδαγωγική αναλγησία έναντι των μαθητών, όπως εύκολα οδηγείται να συμπεράνει ο αναγνώστης.
Αντιδράσεις και όροι εργασίας των εκπαιδευτικών
Το άρθρο προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, έντονες αντιδράσεις αναπαράγοντας τα γνωστά στερεότυπα. Για άλλη μια φορά οι εκπαιδευτικοί παρουσιάστηκαν ως βολεμένοι, «προνομιούχοι» δημόσιοι υπάλληλοι, απαιτήθηκε από κάποιους να τους «σφίξουν τα λουριά» και άλλοι έφτασαν να ζητούν κατάργηση της μονιμότητάς τους και πρόσληψή τους με όρους «ελεύθερης αγοράς». Αφού, για την ώρα τουλάχιστον, η εκπαιδευτική εργασία βρίσκεται εν επαρκεία και η Πολιτεία δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα εξεύρεσης εκπαιδευτικών, αντίθετα με ό,τι συμβαίνουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες λόγω χαμηλών αμοιβών και ανύπαρκτου κοινωνικού κύρους.
Οι συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού επαγγέλματος στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά προνομιακές είναι. Ο αρχικός μισθός τους κυμαίνεται στα 780 € – 800 € καθαρά και έπειτα από 20 χρόνια, μετά βίας φτάνει τα 1.150 €, συν επιδόματα παιδιών και γάμου. Παράλληλα, τα εξωδιδακτικά καθήκοντα τους έχουν πολλαπλασιαστεί, οι συνθήκες διδασκαλίας και επιτήρησης των μαθητών δυσκολεύουν συνεχώς, η γραμματειακή υποστήριξη στα σχολεία αποτελεί ανέκδοτο, οι ελλείψεις σε αναλώσιμα είναι τραγικές και συχνά τσοντάρουν οι ίδιοι από την τσέπη τους, οι προοπτικές υπηρεσιακής εξέλιξης και συνεπώς οικονομικής βελτίωσης των αποδοχών τους είναι ελάχιστες (1/20 θα αναδειχθεί σε στελεχική θέση) και το κοινωνικό κύρος τους φθίνει σταθερά. Μάλιστα, σε σχετική έρευνα ανιχνεύονται υψηλά ποσοστά επαγγελματικής τους εξουθένωσης (καθηγητές 60%).
Η «θηλυκή» διάσταση του προβλήματος
Η δημόσια συζήτηση για το «έλλειμμα» επαγγελματικής συνέπειας των εκπαιδευτικών εστιάζει ιδιαίτερα στις γυναίκες. Αυτές αιτούνται το 80% του συνόλου των αδειών, που είναι βέβαια τοκετού-ανατροφής τέκνων μετά τον διορισμό τους ως δημόσιοι υπάλληλοι. Υπονοήθηκε λοιπόν, σαφώς, χωρίς να ειπωθεί βέβαια, ότι οι γυναίκες εκπαιδευτικοί δεν είναι «προσηλωμένες» στην εργασία τους, σε αντίθεση προφανώς με τους άνδρες συναδέλφους. Αιτούνται και αυτοί οι νεοδιόριστοι άδειες, αλλά λιγότερες, κυρίως λόγω οικονομικής δυσπραγίας να αντεπεξέλθουν στο κόστος ζωής στον τόπο πρώτου διορισμού τους, αλλά αυτό αποτελεί «λεπτομέρεια».
Με δεδομένο, όμως, το γεγονός ότι το εκπαιδευτικό επάγγελμα είναι ήδη «γυναικοκρατούμενο» και στη χώρα μας (70% γυναίκες) και όλες οι εκτιμήσεις καταλήγουν ότι η τάση αυτή θα ενισχυθεί στο μέλλον –τάση που ακολουθεί αυτές της πτώσης του κοινωνικού κύρους του και του ύψους των αμοιβών του– είναι προφανές ότι το υπουργείο Παιδείας θεωρεί «αναπόφευκτη» τη διαιώνιση του προβλήματος, ένα είδος «φυσικού φαινόμενου» όπως ο συγκεντρωτισμός της διοίκησης και η γεωγραφίας της χώρας. Αλλωστε, η κυρία υπουργός δήλωσε ότι το θέμα των αδειών αμέσως μετά τον διορισμό προβληματίζει τους υπουργούς «εδώ και είκοσι χρόνια» χωρίς να έχει βρεθεί λύση.
Τι αποσιωπά το υπουργείο
Για να γίνει κατανοητό πόσο «άλυτο» είναι το πρόβλημα, ας ρίξουμε αρχικά μια ματιά στην ιδιωτική εκπαίδευση. Εκεί τα σχολεία είναι στελεχωμένα από την αρχή του σχολικού έτους, προφανώς γιατί έχει γίνει έγκαιρη επιλογή και τοποθέτηση προσωπικού. Μάλιστα, τα όποια προβλήματα ξαφνικής παραίτησης εκπαιδευτικών τους εμφανίζονται, σχετίζονται με το γεγονός των καθυστερημένων προσλήψεων αναπληρωτών από το Δημόσιο, που «τραβά» προσωπικό των ιδιωτικών. Και αυτό επειδή οι μισθοί δημόσιων – ιδιωτικών εκπαιδευτικών είναι εξισωμένοι και τα ιδιωτικά αρνούνται να αντισταθμίσουν την ελκυστική δύναμη του Δημοσίου με αντικίνητρα παραμονής.
Προφανώς, λοιπόν, το πρώτο μέτρο για την εξάλειψη του φαινομένου της μη έγκαιρης στελέχωσης των σχολείων του δημοσίου σχολείου δεν είναι άλλο από τον έγκαιρο διορισμό των εκπαιδευτικών και στο δημόσιο σχολείο. Ενα δεκαπενθήμερο πριν από την αρχή του σχολικού έτους (01.09) αρκεί ώστε να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος καταγραφής των κενών, ακόμα και από ένα υδροκέφαλο διοικητικό σύστημα σαν το δικό μας, και να αντικατασταθούν με αναπληρωτές οι αδειούχοι εκπαιδευτικοί. Προφανώς, όμως, όταν πρόκειται για την Εκπαίδευση, βγάζουμε «από τη μύγα ξύγκι». Δεν θέλουμε να επιβαρυνθεί στο ελάχιστο ο προϋπολογισμός της, ο χαμηλότερος των χωρών ΟΟΣΑ.
Το μέτρο όμως της έγκαιρης πρόσληψης δεν αρκεί. Κινδυνεύει και αυτό να το καταπιούν η γραφειοκρατία και ανικανότητα, αν δεν παύσει η διοίκηση του υπουργείου Παιδείας να συμπεριφέρεται σαν να μην γνωρίζει ότι:
– Οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα γυναίκες γύρω στα 30.
– Η μέση ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού στην Ελλάδα είναι 30,4 έτη. Συνεπώς, είναι σφόδρα πιθανό πολλές από αυτές να εγκυμονούν και να ζητήσουν άδεια επαπειλούμενης, αφού διορίζονται σε δυσπρόσιτες – απομονωμένες περιοχές, χωρίς στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη, κάτι που ελάχιστοι γυναικολόγοι θα τους αρνηθούν. Η εγκυμοσύνη, βέβαια, δεν είναι ασθένεια, αλλά το περιβάλλον του σχολείου είναι υψηλού ρίσκου. Ποια έγκυος και ποιος γυναικολόγος θα το αναλάβουν;
– Ο μόνιμος διορισμός έρχεται συνήθως 7-9 χρόνια μετά το πτυχίο. Συνεπώς, μεγάλος αριθμός όσων έχουν εργαστεί ήδη ως αναπληρώτριες κατά μέσο όρο οκτώ χρόνια, είναι πιθανόν να είναι μητέρες. Αρα, αμέσως μετά τον διορισμό τους δικαιούνται 5 ½ μήνες συμπληρωματική άδεια ανατροφής τέκνου, δηλαδή τη διαφορά άδειας ιδιωτικού – δημοσίου, εφόσον το παιδί τους είναι μικρότερο των οκτώ ετών και συνηθέστατα αυτό είναι.
Παρ’ όλα αυτά το υπουργείο Παιδείας δεν έχει φροντίσει μέχρι σήμερα δύο απλά πράγματα.
Πρώτον, στην ψηφιακή αίτηση διορισμού, που τα στοιχεία του διοριζόμενου μπορεί να επιβεβαιώνονται λίγες μέρες πριν από τον διορισμό του, να υπάρχουν σχετικά πλαίσια δήλωσης π.χ. «μητέρα με υπόλοιπο αδείας / ερωτήσεις», ώστε το σύστημα να γνωρίζει πριν από τον διορισμό πόσες αναπληρώσεις αναμένεται να χρειαστούν στην επικράτεια και ανά διεύθυνση εκπαίδευσης.
Δεύτερον, να απαλλάξει επιτελούς τους νεοδιόριστούς από την υποχρέωση αυτοπρόσωπης παρουσίας κατά την ορκωμοσία τους στο pic της τουριστικής περιόδου, απαίτηση που επιβαρύνει δραματικά τα περιορισμένα οικονομικά τους. Η εκ του μακρόθεν ορκωμοσία τους σε συνδυασμό με την ψηφιακή κατάθεση αδείας εκ του μακρόθεν, μέσω φόρμας με ταυτοποίηση Taxisnet, θα μειώσει θεαματικά το χρόνο αντίδρασης της υπηρεσίας και αναπλήρωσής τους ως την 01.09. Επιπλέον, δεν θα είναι αναγκαίο νεοδιόριστοι διαμένοντες για παράδειγμα στη Λάρισα να μεταβαίνουν στη Ρόδο ή τη Σύρο και να ορκιστούν και εν συνεχεία στο απομακρυσμένο νησί τοποθέτησής τους, ξοδεύοντας χρόνο και χρήμα. Τους αρκούν οι δυσκολίες ανεύρεσης στέγης στις τουριστικές περιοχές και οι υπόλοιπες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε αυτές (π.χ. τρομακτική ακρίβεια, ανυπαρξία υποδομών υγείας και συγκοινωνιών).
Η απάντηση στα προηγούμενα δεν μπορεί να η συνήθης: «αυτά δεν προβλέπονται από τον νόμο». Αν μη τι άλλο η χώρα έκανε σημαντικά βήματα ψηφιακού εκσυγχρονισμού και ας προβλεφθούν η εξ αποστάσεως, ψηφιακές διοικητικές πράξεις επιτέλους.
Κάνουμε χάρη στις μητέρες εκπαιδευτικούς;
Κατηγορηματικά όχι. Οι νεοδιόριστοι στα κατά μέσο όρο 8 σχολικά έτη (κατά μ.ο εργασίας τους ως αναπληρωτές), αν και καλύπτουν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του δημοσίου σχολείου (οργανικά κενά) προσλαμβάνονται κάθε χρόνο στην καλύτερη περίπτωση για 10 μήνες εργασίας (συχνά μόνο για το μισό ωράριο). Δηλαδή, η Πολιτεία έχει «κερδίσει» από την εκμετάλλευση της εργασίας τους ήδη κατ’ ελάχιστον 16 μισθούς από καθένα τους. Οπότε, οι όποιες άδειες μητρότητας λαμβάνουν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί δεν αντισταθμίζουν καν το υποχρεωτικό «δώρο» που έχουν κάνει ήδη στην Πολιτεία.
Εξάλλου, μόνο ανάλγητοι και εθνικά αυτοκτονικοί θα αντιλαμβάνονται τις άδειες μητρότητας ως χάρη· είναι στοιχειώδες δικαίωμα για τις εργαζόμενες και υποχρέωση της Πολιτείας, πόσο μάλλον για χώρα με τρομακτική υπογεννητικότητα. Επιπλέον, αυτή η γενιά γυναικών εκπαιδευτικών θα εργαστεί κατ’ ελάχιστον 40 έτη. Αν «χαθούν» κάποιοι μήνες (μάξιμουμ 16) και κάθε παιδί που θα φέρνουν στον κόσμο ακόμα κι πλέον σκληροπυρηνικός new liberal οικονομολόγος θα μας πει ότι αυτό ως «επένδυση» είναι απείρως πιο συμφέρουσα από την επιχορήγηση αγοράς ακριβών ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Αντιθέτως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, με πολλά επιχειρήματα υπέρ του, ότι ανάλγητη είναι η διάκριση των εργαζομένων γυναικών δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, όσο αφορά τουλάχιστον τα δικαιώματά τους στο να φέρουν ένα παιδί στον κόσμο. Μια διάκριση που τόσο η Ελληνική Πολιτεία όσο και η ΕΕ οφείλουν τάχιστα να εξαλείψουν.
Συμπέρασμα
Ούτε η «γεωγραφία» ούτε η αναλγησία των ελληνίδων εκπαιδευτικών ευθύνονται για τη μη έγκαιρη στελέχωση των σχολείων και την ταχύτατη αναπλήρωση των κενών που προκύπτουν από τις άδεις που λαμβάνουν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί αμέσως μετά το διορισμό τους. Η πραγματική αιτία του προβλήματος είναι για άλλη μια φορά η αδράνεια ή ανικανότητα της διοίκησης να αξιοποιήσει τις όποιες κατακτήσεις μας ως χώρα (π.χ. ψηφιοποίηση) και να σκεφτεί λίγο έξω από τα «πατροπαράδοτα» ώστε να βελτιώσει τις υπηρεσίες που προσφέρει και τη ζωή των πολιτών και των υπαλλήλων της Ελληνικής Πολιτείας. Αντ’ αυτού προσθέτει στην ήδη τεράστια χάρτινη γραφειοκρατία και την ψηφιακή. Και η ανικανότητα της «συγκεντρωτικής» ενισχύεται από την χρόνια τσιγκουνιά του ελληνικού κράτους, όταν τουλάχιστον πρόκειται να ξοδευτούν κάποιες δεκάρες για την Εκπαίδευση.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
