Μια εκταφή οστών
Μια εκταφή οστών
Μάλλον, τώρα που το φέρνω στη μνήμη, η γιαγιά μου θα πίστευε ότι ένα μικρό παιδί δεν καταλαβαίνει. Το «δεν καταλαβαίνει» ως μια γενικότητα. Δεν καταγράφει τίποτα. Κάπως σαν να είναι κενού περιεχομένου; Μάλλον. Γιατί δεν έχει εξήγηση το πώς με άφησε να παρακολουθήσω κοντά της εκείνο το θέαμα. Με είχε πάει στο νεκροταφείο. Λογικά θα είχε πάει να ανάψει κάποιο καντήλι, αν και δεν συνήθιζε κάτι τέτοια. Λίγους τάφους πιο πέρα ήταν μια ομάδα γυναικών που κάτι έκαναν ενεργώντας σαν μελίσσι…
Η γιαγιά με έσπρωξε να τις πλησιάσουμε. Επιαναν στα χέρια τους οστά ανθρώπου. Η μία, με μεγάλη επιμέλεια, τα έπλενε ένα-ένα με πράσινο σαπούνι σε μια τσίγκινη λεκάνη και μετά τα έδινε στην άλλη, που τα περνούσε με κολόνια, πιθανολογώ λεμόνι, που μου άρεσε, με ένα βαμβάκι. Ακόμα και το κρανίο – μου είχαν κάνει εντύπωση οι τρύπες των ματιών.
Οι υπόλοιπες κάτι έλεγαν μιλώντας με άνεση, με ελαφράδα αναντίστοιχη του θεάματος. Μπήκε και η γιαγιά στην κουβέντα. Ηταν μια τόσο σουρεάλ κατάσταση, μια «χορογραφία» περίεργη, που δεν καταγράφηκε μέσα μου τραυματικά, αλλά ως κάτι ενδιαφέρον, παράξενο. Εκταφή, μου την είπε. Από τον τάφο τα οστά θα έμπαιναν σε κουτί.
Πολλά πολλά χρόνια μετά, μεγάλη πια, το θυμάμαι, ήμουν είκοσι ετών. «Ηρθε η ώρα για την εκταφή του», μου είπαν. Επρεπε να βγει από τον προσωρινό τάφο και να τον μεταφέρουν σε αυτόν που είχαμε αγοράσει στο μεταξύ. Αυτόματα το μυαλό ξέβρασε την καταχωνιασμένη μνήμη. Του είχα αδυναμία. Με πλήγωνε ο θάνατός του.
Ηταν ένας άτιμος, ενδιάμεσος χρόνος. Που ακόμα εξακολουθούσα να γυρίζω το κεφάλι στον ήχο αυτοκινήτων σαν το δικό του και αυτόματα τραμπαλιζόμουν ακύρωση. «Βρε, έχει πεθάνει». Με μαστίγωνε η μυρωδιά της κολόνιας του και θύμωνα ότι τη φορούσε και άλλος άνθρωπος. Ολα ήταν νωπά. Στο άκουσμα της εκταφής, η ψυχή μου φτερούγισε μια ευκαιρία. Ηθελα να τον δω. Σκελετό. Να δω την «τελεία». Πίστευα, αφελώς, ότι θα ημέρευε η ψυχή μου. Να δω το τέλος-τέλος, κάπως έτσι το τοποθετούσα.
Εκείνη την ημέρα έτυχε να πρέπει όλο αυτό να το εκτελέσω μόνη, χωρίς κανέναν συγγενή κοντά μου. Μόνο εκείνο το παλικάρι είπε ότι θα ερχόταν μαζί μου. Δεν ήταν θέαμα αυτό για έναν τόσο σύντομης γνωριμίας νεαρό! Μα το είπε τόσο αποφασιστικά που δεν το κουβέντιασα παραπάνω. Ηρθε ένας παπάς, ήρθε και ένας μαρμαράς, ήρθαν και άλλοι δυο για να κάνουν τα πρέποντα. Ανυπομονούσε η ψυχή μου να δω το «τέλος» του, με ορθάνοιχτα μάτια. Ανυπομονούσα, σίγουρη ότι αυτό θα με ησύχαζε διαπαντός. Θα σταματούσε την… πώς να το πω; Την αιμορραγούσα μνήμη.
Ο νεαρός, λες και κατάλαβε την ιερότητα της στιγμής, στεκόταν πίσω μου, κάπως σαν φρουρός αλλά και σε μια απόσταση που την ήθελα, τη χρειαζόμουν, χωρίς να το συνεννοηθούμε. Είδα. Είδα. Σε διαστολή τα μάτια. Και; Και; Ε, και; Ετσι λες τελειώνουν οι άνθρωποι μέσα μας; Ηταν το πιο ουσιαστικά ανούσιο πράγμα που έχω κάνει.
Ο χρόνος κύλησε, κύλησε, κύλησε. Ο πόνος άλλαξε χροιά. Τον ένιωθα άγγελό μου στον ουρανό. Του ανέθετα και «δουλίτσες». Πλάκα είχε και έχει η τόση σιγουριά μου ότι υπάρχει εκεί ψηλά και με νοιαζόταν και με νοιάζεται. Ωστόσο η όψη του άρχισε να θαμπώνει. Αυτό πονάει. Καλά που υπάρχουν οι φωτογραφίες… Τι άδικο να τον θυμάμαι από φωτογραφίες. Εχασα τον ήχο της φωνής του διαπαντός. Και αυτό επίσης πονάει. Να μπορούσα να τον άκουγα για λίγο! Πάντως δεν είναι στη ζωή μου τακτικά.
Εδωσα και το όνομά του στον μικρό μας γιο. Οταν προφέρω το όνομα, τον γιο πια σκέφτομαι. Βέβαια, κατά καιρούς, εκεί που ούτε το φαντάζεσαι… τσακ! Βουρκώνουν τα μάτια μου από κάτι παράταιρο. Απορώ κι εγώ ακόμα πού τρυπώνει, σε ποια σκηνή, τι σόι σύνδεση κάνει η καρδιά μου. Μου γεμίζει όλη την ύπαρξη αυτή η στιγμή. Πάντα υπάρχει, λέω.
Τόσα που προσδοκούσα από εκείνη την εκταφή… Το πιο ουσιαστικό ανούσιο που έχω κάνει. Ετσι λες να χάνονται οι άνθρωποι από μέσα μας;
ΥΓ.: Ο νεαρός παραμένει δίπλα μου, στη σωστή απόσταση, χωρίς ποτέ να τη συνεννοηθούμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
