Λαλιώτη διαβάσατε;
Λαλιώτη διαβάσατε;
Λαλιώτη διαβάσατε; Για εκείνο το μακρόσυρτο κείμενο για την ιστορία, τους ιστορικούς συμβολισμούς, το DNA και την προοπτική του ΠΑΣΟΚ λέω, που ο Κώστας έγραψε για τα 51α γενέθλια του πάλαι ποτέ κραταιού Κινήματος.
Εγώ, ναι, το διάβασα, 3η του Σεπτέμβρη γαρ, τέτοιες ημερομηνίες η Ιστορία σού χτυπά την πόρτα θες δεν θες. Διάβασα ότι το άρθρο είναι παρέμβαση στην πολιτική συγκυρία, υπενθύμιση στον Ανδρουλάκη, προειδοποίηση για τον Τσίπρα και άλλα παρόμοια.
Μπορεί. Εμένα πάντως χτύπησε κάποια άλλη χορδή μου. Κι όσο οι λέξεις του παρέλαυναν μπροστά στα πρεσβυωπικά γυαλιά μου, ένιωθα ένα ζουζούνι να κάνει βόλτες στα σωθικά μου.
Σαν να μ’ έπιασε και να με ταρακούνησε εκείνη η μυρωδιά από υγρό χαρτί μεταπολιτευτικής εφημερίδας και απ’ το μελάνι της που μου έβαφε τα ακροδάχτυλα. Που τη διάβαζα στα είκοσι και στα τριάντα μου, με το τσιγάρο στο τασάκι και το μέλλον να απλώνεται μπροστά μου σαν μεγάλη λεωφόρος με φώτα.
Μόνο που τώρα, διανύοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής μου, η λεωφόρος αυτή έγινε χωματόδρομος. Οχι επειδή έπαψε να υπάρχει ο δρόμος, αλλά γιατί εγώ δεν έχω πια καύσιμα. Κάποτε πιστεύαμε πως αλλάζουμε τον κόσμο. Οχι σελίδα προς σελίδα, αλλά κεφάλαιο προς κεφάλαιο, μονομιάς. Με τις ιδέες μας να δρασκελίζουν τους καιρούς.
Νιώθαμε τότε πως πλάθαμε την Ιστορία. Είχαμε την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Πως εμείς είμαστε η γενιά που θα τελειώσει με τα παλιά. Και πως τα καινούργια που θα φέρναμε, επ’ ουδενί λόγω θα ήταν χειρότερα από αυτά που θα καταργούσαμε.
Κούνια που μας κούναγε…
Τώρα, τι πω; Διαβάζω Λαλιώτη κι αισθάνομαι σαν εκείνον τον μεθυσμένο θείο στον γάμο, που βγαίνει να μιλήσει και όλοι κάνουν πως τον ακούν, μα στην ουσία κοιτάνε αλλού. Σαν να έμεινε μόνος του να θυμίζει εποχές που σβήστηκαν, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Δεν θυμώνω. Ούτε γελάω. Μονάχα μια κόπωση αισθάνομαι. Ξέρεις, εκείνη την κόπωση που δεν είναι στο κορμί, αλλά στο μυαλό. Που σε κάνει να λες «άσ’ το να πάει στον διάολο». Γιατί, πόσο να παλέψεις με το ανύπαρκτο;
Οσοι τότε μιλούσαν για όραμα, σήμερα πουλάνε μνήμες. Κι εμείς, οι κάποτε νεαροί με τη γροθιά υψωμένη, είμαστε τώρα κουρασμένοι, με τα χάπια στο κομοδίνο και τα παιδιά να μας κοιτούν σαν παλιούς χάρτες. Χρήσιμους μόνο για διακόσμηση.
Λαλιώτη διαβάσατε; Εγώ διάβασα. Και ήταν σαν να διάβαζα εμένα. Την τότε βεβαιότητά μου, την ελπίδα μου, τον ενθουσιασμό μου. Διαβάζεις και καταλαβαίνεις ότι δεν υπήρξε ποτέ μεγάλη πορεία προς τα εμπρός, μόνο κύκλοι. Και δεν έχεις πια κουράγιο να θυμώσεις. Μα και αν πασχίσεις να περηφανευτείς για πράγματα που μόνο εσύ αντιλαμβάνεσαι, πάλι κάτι λειψό απομένει ως κατακάθι.
Μόνο να χαμογελάς μισά μπορείς πια. Σαν άνθρωπος που –στο αποκαλόκαιρο της ζωής του– αντιλήφθηκε πόσο δίκιο είχε ο Γκάτσος όταν έγραφε «καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
