Ο Αντι πίσω από τον Γουόρχολ
Ο Αντι πίσω από τον Γουόρχολ
«Αν θέλετε να μάθετε τα πάντα για τον Αντι Γουόρχολ, απλώς κοιτάξτε τους πίνακες και τις ταινίες μου κι εμένα, και να με. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από αυτά», είχε πει ο εμβληματικός καλλιτέχνης, διάσημος για τους πίνακές του με τα κουτιά σούπας Campbell, τα γλυπτά από κουτί Brillo και τις μεταξοτυπίες αστέρων του κινηματογράφου, στη δημοσιογράφο Γκρέτσεν Μπεργκ, το 1966.
Μια νέα έκθεση στο Δυτικό Σάσεξ του Ηνωμένου Βασιλείου, με τίτλο Andy Warhol: My True Story (Αντι Γουόρχολ: Η Πραγματική μου Ιστορία), έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Εκτεινόμενη σε 11 αίθουσες στην γκαλερί Newlands House στο Πέτγουορθ, η έκθεση αποκαλύπτει τα κρυμμένα βάθη αυτής της εμβληματικής μορφής της ποπ αρτ, του κινήματος που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960 και βασίστηκε στην ποπ κουλτούρα, τη διαφήμιση και τα ΜΜΕ.
«Η έκθεση», γράφει το BBC, «καταδεικνύει το χάσμα μεταξύ της δημόσιας εικόνας του καλλιτέχνη ως ποπ ειδώλου, και του πραγματικού Αντι, ενός βαθιά ντροπαλού και ευαίσθητου χαρακτήρα». Οικογενειακά αναμνηστικά, πρώιμα σκίτσα και προσωπικές φωτογραφίες που δεν έχουν εκτεθεί ποτέ στο παρελθόν, ρίχνουν μια νέα ματιά σε μια μορφή που όλοι θεωρούμε πολύ οικεία.
Την έκθεση επιμελείται η βρετανίδα ιστορικός τέχνης και συγγραφέας Τζιν Γουέινραϊτ, παγκόσμια ειδικός στον Γουόρχολ και μακροχρόνια φίλη της οικογένειας Γουόρχολα (ο Αντι, όταν άρχισε να γίνεται γνωστός, αφαίρεσε το τελικό «α»). Η έκθεση ενσωματώνει για πρώτη φορά την εκτεταμένη γνώση της Γουέινραϊτ για τον αινιγματικό καλλιτέχνη.
Μια δεκαετία μετά τον θάνατο του Γουόρχολ, το 1987, η Γουέινραϊτ –η οποία τότε έκανε το διδακτορικό της που είχε θέμα τα ηχητικά αρχεία του καλλιτέχνη– πήγε στην πόλη καταγωγής του, το Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, για να πάρει συνεντεύξεις από τον στενό κύκλο του και να εξετάσει τις περισσότερες από 2.000 ηχογραφήσεις που έκανε ο Γουόρχολ, τις συζητήσεις που είχε και τις προσωπικές σκέψεις του.

Το Ιδρυμα Αντι Γουόρχολ έχει επιβάλει εμπάργκο για τα ηχητικά αρχεία μέχρι να περάσουν 50 χρόνια από τον θάνατό του, σύμφωνα με το BBC, γεγονός που σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τα ακούσουν αλλά όχι να τα απομαγνητοφωνήσουν. Ετσι, κανείς δεν γνωρίζει το περιεχόμενό τους καλύτερα από την Γουέινραϊτ. «Μου δόθηκε πρόσβαση με έναν τρόπο που κανείς δεν είχε πριν», λέει η ίδια στο BBC. «Μέσω των ηχητικών αυτών απέκτησα μια πραγματική αίσθηση του ποιος ήταν ο Γουόρχολ ως άνθρωπος».
Ο κόσμος έχει μια πολύ στερεοτυπική εικόνα για τον Γουόρχολ: Ηταν ένα απόμακρο και αβίαστα άνετο μέλος της πρωτοποριακής καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης. Φορώντας μαύρα γυαλιά, δερμάτινο μπουφάν και ένα «επιθετικό» κούρεμα, ήταν, πιστεύουμε, ο άνθρωπος που προσκαλούσε διαρκώς τους διάσημους της εποχής σε ηδονιστικές συγκεντρώσεις στο στούντιό του, The Factory.
«Τον θεωρούμε party animal και το επίκεντρο της κοσμικής ζωής της Νέας Υόρκης», λέει η Γουέινραϊτ στο BBC, αλλά όσο η ίδια προχωρούσε σε βάθος στην έρευνά της, η δική της αντίληψη για τον Γουόρχολ άλλαζε. «Συνειδητοποίησα, μόλις άρχισα να ακούω τις κασέτες και να γνωρίζω την οικογένεια, ότι ήταν ένα εξαιρετικά πολύπλευρο άτομο», λέει, περιγράφοντας τον εαυτό της «σαν ντετέκτιβ που βάζει τα στοιχεία στη σειρά».
Η μεγαλύτερη παρανόηση για τον Γουόρχολ, υποστηρίζει η ερευνήτρια, είναι «ότι δεν τον ένοιαζε τίποτε και ότι τον αφορούσε μόνο με η επιφάνεια». Μια φωτογραφία του Γκέραρντ Μαλάνγκα, του 1971, με τίτλο «Ο Αντι Γουόρχολ σε μια Στοχαστική Στιγμή στο Factory», που εκτίθεται για πρώτη φορά, βοηθά στην κατάρριψη αυτού του μύθου. Τραβηγμένη την ημέρα που ο Γουρχολ έμαθε ότι η Βάλερι Σολάνας, η οποία τον πυροβόλησε το 1968, είχε αποφυλακιστεί, δείχνει έναν θλιμμένο Γουόρχολ με απόμακρο βλέμμα. Η επίθεση, όπως αποκαλύπτει η έκθεση, είχε βαθιές σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις στον καλλιτέχνη, ο οποίος χρειάστηκε να φοράει κορσέ για το υπόλοιπο της ζωής του. Εναν χρόνο αργότερα, θα πέθαινε από επιπλοκές μετά από χειρουργική επέμβαση.
«Στην πραγματικότητα, νοιαζόταν βαθιά», λέει η Γουέινραϊτ στο BBC. «Δημιούργησε αυτήν την περσόνα, με την περούκα και τα γυαλιά, αλλά από κάτω συνέβαιναν τόσα πολλά: αμφιβολία για τον εαυτό του, ανησυχία, νευρικότητα, ντροπαλότητα, άγχος». Στα ημερολόγιά του, για παράδειγμα, περιέγραψε ότι του έδωσαν ένα μικρόφωνο σε ένα πάρτι για την επέτειο του Studio 54, το 1978, και δεν μπορούσε να αρθρώσει καμία σκέψη σε ομιλία: «Απλώς έβγαζα ήχους και ο κόσμος γελούσε», έγραψε.
Στα εκθέματα ξεδιπλώνεται ο πραγματικός, ευαίσθητος Γουόρχολ. Στο ισόγειο, ένα σχέδιο του 1956 ενός ημίγυμνου, ξαπλωμένου άνδρα με μικροσκοπικές καρδιές να αναβλύζουν σαν πεταλούδες από το αριστερό του χέρι, υπαινίσσεται τη σεξουαλικότητα του καλλιτέχνη, η οποία δεν εκφράστηκε ποτέ ανοιχτά. Η αίσθηση του χιούμορ του γίνεται εμφανής σε μια άγνωστη φωτογραφία του Μπομπ Αντελμαν, από το 1965, που δείχνει έναν βρεγμένο Αντι να γελάει, καθώς αδειάζει το νερό από τη μπότα του. Λίγο νωρίτερα τον είχε σπρώξει σε μια πισίνα η ηθοποιός και στενή φίλη του, Εντι Σέντζγουικ.

Το πιο εκπληκτικό από όλα, αναφέρει το BBC, είναι ο κεντρικός ρόλος που έπαιζε η οικογένεια στη ζωή του Γουόρχολ, η οποία απεικονίζεται στην έκθεση μέσω ιδιωτικών αντικειμένων: καρτ ποστάλ που έγραφε στη μητέρα του από εξωτικές τοποθεσίες, καθεμία από τις οποίες ξεκινούσε με τη φράση «είμαι καλά» και μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις που αποκαλύπτουν ότι ήταν ένας στοργικός θείος που έκανε αστεία στα ανίψια του, όπως το να προσποιείται ότι μιλάει στο τηλέφωνο με κάποιον διάσημο. «Μας άρεσε πολύ να τον επισκεπτόμαστε στη Νέα Υόρκη», λέει η ανιψιά του, Μανταλέν Γουόρχολα, σε μια από τις κασέτες που παρουσιάζονται στην έκθεση. «Το σπίτι του ήταν σαν τη Neverland, με ρομπότ, καραμέλες, παιχνίδια και πολλές τσίχλες Bazooka».
Η ιδιωτική ζωή του Γουόρχολ ήταν επικεντρωμένη γύρω από την οικογένειά του. Η χήρα μητέρα του, Τζούλια, της οποίας η επίδραση στον καλλιτέχνη είναι εμφανής σε όλη την έκθεση, έζησε μαζί του από το 1952. Είχε μεταναστεύσει από την Τσεχοσλοβακία, οι δυο τους μιλούσαν τη μητρική της ρουθινική γλώσσα και πήγαιναν τακτικά σε μια καθολική εκκλησία. Ενα βίντεο του Γουόρχολ, από το 1966, που απεικονίζει την ίδια, προσφέρει μια σπάνια ματιά στο σπίτι τους: τα πιάτα που συσσωρεύονται δίπλα στον νεροχύτη της κουζίνας, τις διχτυωτές κουρτίνες και την ξεφλουδισμένη μπογιά στον τοίχο, σκηνές που, όπως γράφει το BBC, απέχουν πολύ από τον πολυτελή τρόπο ζωής που φανταζόμαστε ότι ζούσε ο καλλιτέχνης.
Λίγοι άνθρωποι γνώριζαν αυτήν την πλευρά του, λέει η Γουέινραϊτ, καθώς «έριχνε στάχτη στα μάτια του κόσμου», προβάλλοντας μια διαφορετική εικόνα. Μιλώντας στο BBC το 2019, ο Ερικ Σάινερ, πρώην διευθυντής του Μουσείου Αντι Γουόρχολ, στο Πίτσμπουργκ, περιγράφει τον Γουόρχολ ως «έναν σπουδαίο καλλιτεχνικό απατεώνα» που απολάμβανε να μοιράζεται παραπλανητικές πληροφορίες. «Του άρεσε πραγματικά να απομακρύνει τους ανθρώπους από την πραγματικότητα», λέει. «Οταν τον ρωτούσαν πού γεννήθηκε, άλλοτε έλεγε στο Κλίβελαντ, άλλοτε στο Μπάφαλο, άλλοτε στο Πίτσμπουργκ. Ολα αυτά ήταν μέρος μιας προσπάθειας να δημιουργήσει μια μυθολογία γύρω από τον εαυτό του, ώστε κανείς να μην γνωρίσει ποτέ πραγματικά τον πραγματικό Αντι Γουόρχολ».
Οι φωτογράφοι σχολίασαν αυτό το «παραπέτασμα καπνού». «Οταν τον φωτογράφιζα, ένιωθα σαν να προσπαθούσα να απαθανατίσω καπνό», έχει πει ο Ντέιβιντ Μπέιλι, του οποίου η σπάνια φωτογραφία του Γουόρχολ, Hallway (1973), παρουσιάζεται στην έκθεση. «Είναι ακριβώς μπροστά σου, μπορείς να τον δεις, αλλά όταν απλώσεις το χέρι για να τον πιάσεις, διαλύεται και εξαφανίζεται».
Οσο για την εντυπωσιακή του εμφάνιση, κι αυτή ήταν μέρος του παραπετάσματος. Οχι μόνο έκρυβε τις ανασφάλειές του (τα μαλλιά του αραίωναν, ενώ δυσκολευόταν και στην απευθείας οπτική επαφή), αλλά βοήθησε επίσης στη δημιουργία της ξεχωριστής του εικόνας. «Είχε μάθει πώς να κάνει τον εαυτό του αξιομνημόνευτο, βλέποντας ταινίες», λέει η Γουέινραϊτ, και έκανε τον εαυτό του «άμεσα αναγνωρίσιμο», όπως τα κουτάκια της σούπας.

Κρυβόταν επίσης πίσω από λιτές ατάκες, αλλά ακόμη και μερικές από αυτές, λέγεται ότι τις δανείστηκε από άλλους. Συχνά, επέτρεπε σκόπιμα σε άλλους να χτίσουν την εικόνα του για λογαριασμό του. «Είμαι τόσο άδειος σήμερα. Απλώς δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα», είπε σε έναν δημοσιογράφο, το 1966. «Γιατί δεν μου λες εσύ τις λέξεις και μετά αυτές να βγουν από το στόμα μου;» Την επόμενη χρονιά, προσέλαβε τον ηθοποιό Αλεν Μίτζετ για να τον υποδυθεί σε εκδηλώσεις: μια έξυπνη πράξη δημοσιότητας που διαχώρισε για άλλη μια φορά τον ήσυχο, ταπεινό Γουόρχολ από την άβολα διάσημη ταυτότητά του.
Η λαμπερή συνοδεία του ήταν ο ιδανικός τρόπος για να αποσπάσει την προσοχή από τον εαυτό του και να χτίσει τον μύθο του. Σε μια εμφάνιση σε μια τηλεοπτική εκπομπή του 1965, η Εντι Σέντγουικ έγινε το φερέφωνό του. «Ο Αντι δεν θα πει λέξη», προειδοποίησε τον παρουσιαστή. «Θα μου ψιθυρίζει τις απαντήσεις όταν θα του κάνεις μια ερώτηση». Ηταν, παρατηρεί το BBC, ένα τέχνασμα που αύξανε το μυστήριο του καλλιτέχνη, ενώ παράλληλα παρείχε μια βολική λύση για τη ντροπαλότητά του.
Οι άφθονες ηχογραφήσεις που έκανε στο μαγνητόφωνο, το οποίο είχε ονομάσει «σύζυγό» του, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη ζωή του. «Ηθελε να ακούει κάποιον άλλο να μιλάει για να μη χρειάζεται να μιλάει εκείνος για τον εαυτό του», είπε ο αδελφός του, Τζον Γουόρχολ, στην Γουέινραϊτ. «Τον θεωρούμε ποπ καλλιτέχνη, αλλά ήταν σχεδόν ανθρωπολόγος», εξηγεί εκείνη. «Πήγαινε στα πάρτι, αλλά ήταν το ήσυχο επίκεντρο όσο συνέβαιναν πράγματα γύρω του». Οπως της είπε ο φωτογράφος Μπίλι Νέιμ, το 2001: «Δεν ήταν τόσο ένας πολιτιστικός ήρωας όσο ένα πολιτιστικό κενό. Μπορούσες να περάσεις κατευθείαν από μέσα του».
Σε μια αίθουσα αφιερωμένη στην περίοδο του Γουόρχολ στο Silver Factory, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν ήταν επίσης μάνατζερ του συγκροτήματος The Velvet Underground, τον βλέπουμε να κοιτάζει την κάμερά του ή με αυτήν κρυμμένη κάτω από τη μασχάλη του. Ο «αρπακτικός» τρόπος με τον οποίο ο Γουόρχολ τρεφόταν από τους γύρω του, επισημάνθηκε από τον φωτογράφο του Factory, Νατ Φίλκενσταϊν, ο οποίος τον περιέγραψε ως «αράχνη μαύρη χήρα». «Κατανάλωνε τους ανθρώπους, όπως κατανάλωνε πίτσα», είπε στην Γουέινραϊτ, το 2002. «Ετρωγε το πάνω μέρος και πετούσε το υπόλοιπο».
Ομως, καταλήγει το BBC, σε αυτό το τμήμα της έκθεσης, μια φωτογραφία του Μπομπ Αντελμαν, από το 1965, είναι εκείνη που μένει περισσότερο στο μυαλό. Δείχνει τον Γουόρχολ στο προσκήνιο, λουσμένο στο φως. Το γυμνό του πρόσωπο, που δεν κρύβεται από γυαλιά ηλίου, έχει μια έκφραση ανησυχίας. Τον προβληματίζει η έκθεση και η «γύμνια»: Η φιγούρα του είναι ασήμαντη και σχεδόν αγνώριστη· χωρίς την συνοδεία και τα εξαρτήματά του είναι ο Αντι χωρίς τον Γουόρχολ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
