851
| Ρέα Βιτάλη

Σεϋχέλλες δυο βήματα από Oμόνοια

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 26 Μαΐου 2016, 07:41

Σεϋχέλλες δυο βήματα από Oμόνοια

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 26 Μαΐου 2016, 07:41

Το κορίτσι ήταν κορίτσι ήταν αγόρι. Μάλλον ήταν κάτι από κορίτσι, μα πιο πολύ από αγόρι. Φωτορυθμικό έπαιζαν τα φύλα πάνω του/της. Ό,τι και να ήταν, ήταν ένα πανέμορφο, γλυκύτατο τυπάκι. Το αγοροκορίτσι καθόταν στο διπλανό μας τραπέζι δίπλα σε ένα κορίτσι κορίτσι. «Μου έλειψες πολύ» της είπε με λαχτάρα που χύθηκε και σε μας. Και μετά φίλησε το κορίτσι εύθραυστα! Και η διπλανή μου με σκούντηξε για να δω, αλλά εγώ, πέραν ότι είχα δει, θύμωσα με το μάτι της διπλανής μου ενώ με σκούνταγε. Γιατί ένοιωθα, ότι εμείς οι δυο, κοιτάζαμε την ίδια σκηνή με άλλα μάτια.

Κάποτε ταξίδευα πολύ. Ταξίδευα μακριά. Για να γνωρίσω τον κόσμο. Τώρα μετράω αλλιώς βήματα ταξιδιού. Να! 4 ώρες καραβίσια βήματα και φτάνω Τήνο. Η Τήνος είναι ο δικός μου Αμαζόνιος. Να! 20 λεπτά και φτάνω «Σεϋχέλλες». Στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο. Όλη η περιοχή, είναι χώρα. Είναι παρελθοντομελλοντική χώρα. Μ΄αρέσει να πηγαίνω και να ξαναπηγαίνω. Είναι κι εκείνη η πολυκατοικία. Το πίσω μέρος της βλέπω. Όλη θεόκλειστη, παρατημένη στη φθορά του χρόνου αλλά έχει δυο φώτα. Είναι αναμμένα μαζί.

«Φυσικό είναι» μου λέει εκείνος «Αφού είναι το ίδιο διαμέρισμα. Δυο φώτα, δυο δωμάτια του ίδιου διαμερίσματος». Ας λέει! Εμένα μ΄αρέσει να τα υπολογίζω σαν δυο ξεχωριστά διαμερίσματα, δίπλα δίπλα, που οι ένοικοί τους, έτσι με κάποια δική τους α-συνεννόηση συνεννόηση ανάβουν και σβήνουν τα φώτα τους την ίδια ώρα. Επί της οδού Κεραμεικού, περιοχή Μεταξουργείου, υπάρχουν τρία ενδιαφέροντα μαγαζιά στη σειρά. Βγάζουν και τραπέζια στην πλατεία και όλο το περιβάλλον σε τραβάει προς τα πίσω, κάπου που δεν ξέρεις πού, πάντως πίσω. Και νοιώθεις τα βράδια… Πώς να σας το πω; Σαν όπως όταν μυρίζεις άνθη από πορτοκαλιές ενώ περπατάς βιαστικά και αλλάζεις ρυθμό στο βήμα και χαμογελάς αλλά πικρά και κάπως φτερουγίζεις… Καταλάβατε; Χρόνος άχρονος. Οπως ο έρωτας. Να, για παράδειγμα, εκεί που τρώγαμε ήρθε ένα κοριτσάκι από το πουθενά που έπαιζε κρυφτό με ένα άλλο και χαμήλωσε στα πόδια μας και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι μας και έβαλε το δακτυλάκι της στα χείλη και μου έκανε «σσσσσου» για να μην την προδώσω. Και με έκοψε γλυκά η σκηνή και με πέταξε… Πού; Σαν εκεί που όταν μυρίζεις άνθη πορτοκαλιάς στο δρόμο.

Στις «Σεϋχέλλες» καθίσαμε για φαγητό. Ενα σύγχρονης αντίληψης εστιατόριο, που στεγάζεται σε ένα κτίριο του 19ο αιώνα που στέγαζε τους στάβλους του Οθωνα. Το καλοκαίρι βγάζει τραπέζια και στην πλατεία. Ολα εκεί σου φτιάχνουν μια ωραία διάθεση. Φροντίζει γι΄αυτό η Αννα Ρεπούση που άνοιξε την επιχείρηση το 2013 μαζί με τον βασικό της συνεργάτη, τον σεφ Φώτη Φωτεινόγλου. Και ήρθε τόσο ανέλπιστα- αυτόματα η επιτυχία και η κοσμοσυρροή, που τους αναγκάζει να ασχοληθούν ξανά με τη διαρρύθμιση της κουζίνας ώστε ν΄ανταποκρίνονται καλύτερα στην εξυπηρέτηση τόσου κόσμου. Παρόλα αυτά εμείς συναντήσαμε ευγενικούς σερβιτόρους που έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Ωραία παστά, εξαιρετικά κρέατα, γλώσσα μοσχαρίσια ψητή, πατατούλες πατατένιες τηγανιτές, καλοδιαλεγμένα τυριά, χόρτα θαύμα. Απλές γεύσεις, σπιτίσιες από καλοδιαλεγμένα υλικά.

Στις «Σεϋχέλλες» καθίσαμε για φαγητό. Ενα σύγχρονης αντίληψης εστιατόριο, που στεγάζεται σε ένα κτίριο του 19ο αιώνα που στέγαζε τους στάβλους του Οθωνα. Το καλοκαίρι βγάζει τραπέζια και στην πλατεία

Δίπλα τώρα στις «Σεϋχέλλες» είναι ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο το TAMARIND. Λατρεύω τη διακόσμησή του. Εκείνο το δέντρο, ταμάρινδος, με ένα σωρό χαρτάκια ευχές να κρέμονται από τα κλαδιά του! Θες να τις πιάσεις όλες! Ολες οι ευχές να σκάσουν πάνω σου! Επίσης λατρεύω το χρώμα των τοίχων του! Ολη Η ατμόσφαιρα αυτού του μαγαζιού μ΄αρέσει επίσης. Και το αξιοπρεπέστατΟ  φαγητό του.

Αν έκανε σε κάτι καλό η κρίση, πέραν των χαμηλών τιμών, είναι που επιτέλους τα μαγαζιά έχουν στυλ και άποψη και όχι σφραγίδα διακοσμητών που παίρνουν εργολαβίες αισθητικής. Και δίπλα στο TAMARIND άλλη έκπληξη. Το μπαράκι LOST AND FOUND. Με ήχους rock and roll που τρέχουν κι έξω από το μαγαζί. Και στις «Σεϋχέλλες» φτάνουν. Και η πλατεία ζει rock and roll. Και συναντάς όμορφα πλάσματα να χορεύουν… Καιρό είχα να δω τόσο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες συγκεντρωμένες… Και είναι λες και γυρίζουν ταινία. Σαν να είναι όλο μια σκηνή από έργο. Αλλά δεν είναι. Οπως ίσως καταλαβαίνετε, μου δίνει μεγάλη χαρά να βλέπω ανθρώπους να χορεύουν. Τον φοβάται ο Ελληνας τον χορό. Ο,τι τον απελευθερώνει το φοβάται.

Στο Μεταξουργείο λοιπόν ανακάλυψα την πλατεία των θαυμάτων. Πλατεία Αυδή. Οπου βρίσκεται το παλιό κτίριο του εργοστασίου επεξεργασίας μεταξιού, από όπου πήρε την ονομασία της η περιοχή Μεταξουργείου. Ηταν μια νύχτα, ωραία νύχτα. Που σήκωσε κι ένα αεράκι πιο δροσερό από δροσερό ενώ τσουγκρίζαμε ρακή. Το κορίτσι κορίτσι του διπλανού τραπεζιού ανασήκωσε τους ώμους κι έδεσε τα χέρια της στο στήθος σαν να κρύωνε. Το αγόρι κορίτσι σηκώθηκε, έβγαλε το σακάκι και το ακούμπησε γλυκά στους ώμους της. Το κορίτσι κορίτσι κατέβασε πάλι τους ώμους και χαμογέλασε πιο γλυκά μέσα σε ένα σακάκι. Και με μιας θυμήθηκα τη σκηνή… Είχα χρόνια να τη δω. Ναι! Ηταν μια εποχή που οι γυναίκες τυλίγονταν με πλεκτές εσάρπες που ήταν όλο τρύπες και οι άνδρες έβγαζαν το σακάκι τους και τους το ακουμπούσαν στους ώμους. Εύθραυστα. Και εκείνες χαμογελούσαν έτσι. Σαν το κορίτσι κορίτσι στο αγόρικορίτσι. Το Μεταξουργείο και ο Κεραμεικός είναι χώρα. Παρελθοντομέλλοντος. Τα είδα μπροστά μου και τα δυο. Φεύγοντας τσεκάρισα τα δυο φώτα των δυο διαμερισμάτων. Αναμμένα. Και τα δυο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...