979
| Shutterstock / CreativeProtagon

Τι Ενοπλες Δυνάμεις χρειαζόμαστε;  

|Shutterstock / CreativeProtagon

Τι Ενοπλες Δυνάμεις χρειαζόμαστε;  

Το πρώτο βασικό δεδομένο είναι ότι ο Δυτικός κόσμος βρίσκεται σε διαδικασία βίαιης μετάβασης και τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας έχουν καταστεί ξανά προτεραιότητα για τα εθνικά κράτη. Η εμφανής, δε, διάθεση της νέας αμερικανικής διοίκησης να διαταράξει το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας, τουλάχιστον όπως το γνωρίζαμε τα τελευταία 80 χρόνια, αναδεικνύει με ακόμα μεγαλύτερη δυναμική την ανάγκη των περιφερειακών –μικρών και μεγαλύτερων– δυνάμεων να φροντίσουν κατά μόνας, αλλά και στο πλαίσιο των υπερεθνικών οργανισμών στους οποίους μετέχουν, την επάρκεια των Ενόπλων Δυνάμεών τους.

Το δεύτερο βασικό δεδομένο είναι ότι το ελληνικό στράτευμα, ανεξάρτητα από το αναγνωρισμένο επίπεδο της αποτρεπτικής ικανότητας του, σχεδόν αδυνατεί να ακολουθήσει τις απαιτήσεις της νέας εποχής – κάτι όχι σπάνιο για την Ελλάδα γενικότερα: ανέκαθεν, στα 200+5 χρόνια της ύπαρξής του, το ελληνικό κράτος, υποκινούμενο συνήθως αργά από τις διεθνείς εξελίξεις, επιχειρούσε ασθμαίνοντας να προλάβει τους ανταγωνιστές αλλά και τους συναγωνιστές του.

Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι αν, και κυρίως με ποιον τρόπο, θα μπορούσαν οι Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας να αντιμετωπίσουν τις ευρύτερες προκλήσεις της σύγχρονης συγκυρίας, αλλά και να εξασφαλίσουν σε βάθος χρόνου την εθνική κυριαρχία έναντι ενός αναθεωρητικού γείτονα, πολλώ δε μάλλον σε ένα κομβικό σημείο του γεωπολιτικού χάρτη.

Αυτό είναι το ερώτημα που καλείται να απαντήσει η κυβέρνηση, αλλά και γενικότερα το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με μια πρώτη εικόνα να αποτυπώνεται στη μακρά συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή. Ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το πλαίσιο της «Ατζέντας 2030», ένα σχέδιο φιλόδοξο και προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά και σε αρκετές από τις πτυχές του δύσκολα εφαρμόσιμο και αμφίβολης επιτυχίας, κυρίως εξαιτίας του δομικού προβλήματος που προαναφέρθηκε: όπως το κράτος, έτσι και το στράτευμα αργεί να κινητοποιηθεί. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί το εξής: την ώρα που η Τουρκία ναυπηγεί αυτή τη στιγμή ταυτοχρόνως τρία πολεμικά πλοία και πουλάει drones σε όλον τον κόσμο, η Ελλάδα σχεδόν αδυνατεί να συναρμολογήσει δικά της μη επανδρωμένα μέσα.

Το μείζον ζήτημα που προκύπτει είναι ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν έλλειμμα τεχνογνωσίας, άρα είναι ανεπαρκείς τεχνολογικά, τόσο στα ζητήματα παραγωγής συμβατικών όπλων –έστω τμημάτων τους– όσο και (ακόμη περισσότερο) στην Τεχνητή Νοημοσύνη, καθώς και στους τομείς της κυβερνοασφάλειας και του υβριδικού πολέμου. Την ώρα δηλαδή που τα δεδομένα στα πεδία των μαχών εξελίσσονται ραγδαία και εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το γνωστικό επίπεδο των στελεχών κάθε στρατεύματος, η Ελλάδα βρίσκεται στο πρώιμο στάδιο αναζήτησης συνεργασιών με ιδιωτικές εταιρείες, κυρίως ξένες, για να καλύψει τις σχετικές ανάγκες της.

Το Ελληνικό Κέντρο Καινοτομίας είναι μια αξιόλογη αρχή, αλλά θα αργήσει να παραδώσει χειροπιαστά αποτελέσματα. Πώς όμως θα μπορούσε το στράτευμα να προσελκύσει στις τάξεις του αξιωματικούς και υπαξιωματικούς εξειδικευμένους και καταρτισμένους, με ανώτατο επίπεδο τεχνολογικής εκπαίδευσης; Πράγματι, ακούγεται σχεδόν απίθανο σε έναν νέο άνθρωπο να αφήσει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα εντός ή εκτός Ελλάδας και να επιλέξει τη Σχολή Ευελπίδων. Δεν είναι μόνο θέμα μισθού. Είναι ζήτημα ευρύτερης προοπτικής.

Εξίσου απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι οι αντίστοιχοι κληρωτοί, αυτοί δηλαδή που καλούνται να υπηρετήσουν τη θητεία τους, δεν προσφέρουν το παραμικρό στο στράτευμα – απλώς μετρούν τις μέρες για να απολυθούν. Μια ματιά για το πώς εντάσσει το Ισραήλ τους αντίστοιχους στρατιώτες στη λογική και την πρακτική των δικών του Ενόπλων Δυνάμεων αρκεί. Από τη στιγμή, όμως, που η θητεία στην Ελλάδα παραμένει ανέγγιχτο ταμπού, κανένα παράδειγμα δεν είναι ικανό να κινητοποιήσει κανέναν. Οσο, λοιπόν, η τεχνογνωσία συνεχίζει να είναι εισαγόμενη και δαπανηρή, τόσο η Ελλάδα θα μένει στάσιμη, απλώς ακολουθώντας τα διεθνή τεκταινόμενα.

Το δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με την αδυναμία της χώρας να παράγει αμυντικό υλικό. Είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι η Ελλάδα, που από το 1974 και μετά έχει δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς, εν έτει 2025 είναι απλώς σε θέση να συμμετέχει στην αναβάθμιση των F-16 σε Viper υπό την αιγίδα της Lockheed-Martin και να σχεδιάζει δύο αντι-drone συστήματα («Κένταυρος» και «Υπερίων»). Εως εκεί.

«Σήμερα πρέπει να μιλάμε για ελληνική προστιθέμενη αξία. Για τη συμμετοχή, δηλαδή, της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε όλα τα προγράμματα τα οποία το υπουργείο Εθνικής Αμυνας θα δρομολογήσει τα επόμενα χρόνια» είπε στη Βουλή ο Πρωθυπουργός. Ακόμα και αν συμβεί, όπως διακινείται για παράδειγμα με το σενάριο ναυπήγησης φρεγατών Belharra στην Ελευσίνα, είναι πραγματικά απογοητευτικό το γεγονός ότι την ώρα που η Ευρώπη στρέφεται σε τρίτες χώρες –μεταξύ των οποίων και η Τουρκία– για αγορά όπλων, η Ελλάδα προσπαθεί με δυσκολίες να κάνει τα πρώτα της βήματα στον συγκεκριμένο χώρο.

«Αν θέλουμε να πάμε να αγοράσουμε νέα συστήματα Patriot, θα χρειαστούμε τέσσερα με πέντε χρόνια γιατί δεν υπάρχει η παραγωγική δυνατότητα. Αν, όμως, τα συστήματα αυτά κατασκευάζονται και στην Ελλάδα, αυτό μας δίνει άλλες δυνατότητες, να μπορούν οι ελληνικές εταιρείες να διεκδικήσουν τέτοιου είδους προμήθειες και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες» ήταν η ακριβής αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πόσο κοντά, όμως, είμαστε σε κάτι τέτοιο;

Για όποιον θέλει να μπει στη λογική της σύγκρισης με την Τουρκία, η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι το στράτευμα σε όγκο, και κυρίως οι αμυντικές και παραγωγικές δυνατότητες της Αγκυρας, απέχουν παρασάγγας από αυτές της Ελλάδας. Αυτό, όμως, δεν είναι απλώς και μόνο αποτέλεσμα της διαφορετικής οικονομικής και δημογραφικής δυναμικής των δύο χωρών. Είναι αποτέλεσμα διαφορετικής νοοτροπίας και στρατηγικής. Διότι, για παράδειγμα, είναι αντιφατικό η ελληνική Πολεμική Αεροπορία και οι πιλότοι της να είναι από τους κορυφαίους παγκοσμίως και την ίδια στιγμή η Ελλάδα να υπολείπεται δραματικά στις νέες τεχνολογίες.

Εξίσου αντιφατικό είναι το γεγονός ότι εντός του 2025 θα φθάσει στην Ελλάδα η πρώτη Belharra, αλλά την ίδια ώρα η φυγή στελεχών από το –επίσης αξιόπιστο και αξιόμαχο– Πολεμικό Ναυτικό συνεχίζεται. Θα αλλάξει αυτή η συνθήκη με τη σημαντική αύξηση των μισθών στους πλωτάρχες, αυτούς δηλαδή που κυβερνούν τις φρεγάτες;

Οι άνθρωποι και οι δυνατότητες είναι φανερό ότι υπάρχουν. Αυτά που πρέπει να προστεθούν είναι ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και η συγκεκριμένη στοχοθεσία. Που είναι φανερό ότι ξεπερνούν τον βίο της παρούσας κυβέρνησης. Αν η χώρα συνεχίσει να ομφαλοσκοπεί και να αντιπαρατίθεται για το αν το φρόνημα των Ενόπλων Δυνάμεων εξαρτάται από ανιστόρητα συνθήματα στις παρελάσεις, τότε σε δέκα χρόνια πάλι εδώ θα είμαστε και τα ίδια θα συζητάμε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...