Κλιντ Ιστγουντ: Σκληρός ο χαρακτήρας, δύσκολο το θέμα
Κλιντ Ιστγουντ: Σκληρός ο χαρακτήρας, δύσκολο το θέμα
Το να διαβάσεις την ιστορία του 95χρονου Κλιντ Ιστγουντ, όπως την αποκαλύπτει ο κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας Σον Λέβι στην ολοκληρωμένη βιογραφία του με τίτλο «Clint: The Man and the Movies», που κυκλοφόρησε την 1η Ιουλίου, σημαίνει ότι κατανοείς σχεδόν έναν αιώνα αμερικανικής κουλτούρας. Γιατί καμία φυσιογνωμία του Χόλιγουντ δεν έχει υπάρξει τόσο ολοκληρωμένα και σύνθετα μέσα στο μεταβαλλόμενο κλίμα των ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εχοντας βιώσει έναν ταραχώδη αιώνα, ο θρυλικός αμερικανός σταρ και σκηνοθέτης κατάφερε να ενσαρκώσει στις ταινίες του μεγάλο μέρος της εποχής του και πολλές από τις αντιφάσεις της.
Το όνομά του, Κλιντ, αυτή η μοναδική σύντομη, κοφτερή συλλαβή, αποτελεί έμβλημα της αμερικανικής ανδρικής φύσης και ηθικής, καθώς και της καθαρής, αιματοβαμμένης θέλησης, τόσο στην οθόνη όσο και εκτός αυτής, για περισσότερα από εξήντα χρόνια. Είτε αντιμετωπίζει κακούς σε έναν δρόμο της Δύσης (της Παλιάς Δύσης ή της Νέας, ανεξάρτητα από το τι σημαίνει αυτό), είτε κοιτάζει μέσα από τον φακό μιας κάμερας, είτε παραλαμβάνει ένα από τα 13 Οσκαρ με τα οποία τιμήθηκε (μεταξύ των οποίων δύο Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας), ο Κλιντ Ιστγουντ είναι τόσο απότομος, κοφτός και στιβαρός όσο και το όνομά του. Ενας σταρ παλιάς σχολής και ένας από τους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες της εποχής του, ένας άνδρας-σύμβολο βράχου, σιδήρου και ωμής βίας.
Οπως γράφει στην εφημερίδα The Washington Post ο Τζόναθαν Ράσελ Κλαρκ, παρουσιάζοντας το βιβλίο, στην εισαγωγή του ο Σον Λέβι επιχειρεί να το διαφοροποιήσει από προηγούμενες βιογραφίες του Ιστγουντ. Η πρώτη στην οποία αναφέρεται, «Clint Eastwood: A Biography» (1996) του Ρίτσαρντ Σίκελ, είναι σύμφωνα με τον Λέβι «μια ευγενής, ακόμη και κολακευτική αφήγηση», που μπορεί να γίνεται «αμήχανα απορριπτική και επιεικής» για τις πιο απεχθείς συμπεριφορές του Ιστγουντ.
Και η δεύτερη, «Clint: The Life and Legend» (1999), του Πάτρικ ΜακΓκίλιγκαν, είναι «υπερβολικά σκληρή», καθώς «καταγράφει διεξοδικά κάθε λάθος βήμα και ελάττωμα» στην εργασία και στην ιδιωτική ζωή του σταρ. Αντίθετα, ο Λέβι γράφει ότι ο ίδιος στοχεύει σε μια «μέση λύση» αποφεύγοντας να εδραιώσει το έργο του «είτε σε συναίνεση είτε σε δυσφήμιση».
Υποστηρίζει ότι η ιδανική βιογραφία παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς υπερβολική ηθικολογία. Πιστεύει ότι « είναι δυνατό ένα βιβλίο να τιμήσει τον άνθρωπο, το έργο και τις πράξεις του, αναγνωρίζοντας παράλληλα τα ελαττώματα –και άλλα, ακόμα χειρότερα– του εαυτού του, των επιλογών του και, ναι, των ταινιών του».
Αυτό που φαίνεται ως ένα είδος πνευματικού ξεκαθαρίσματος λειτουργεί και σαν έξυπνο όριο: Ο 95χρονος Ιστγουντ δεν είναι ένας άνθρωπος εύκολος να βιογραφηθεί. Τα πολλά πράγματα που συνθέτουν τη συναρπαστική του προσωπικότητα –οι πολυάριθμοι εμβληματικοί ρόλοι του, η τεράστια παραγωγή του, η δεξιά πολιτική του, οι σεξουαλικές αταξίες του, η φερόμενη σκληρότητά του, η οξυδέρκειά του στον τομέα των ακινήτων, η μακροζωία του– τον καθιστούν ένα πλούσιο και επικίνδυνο θέμα.
Μεγαλωμένος σε μια οικογένεια μεσαίας τάξης στην Καλιφόρνια, εργάστηκε επιμελώς, άρπαξε μερικές καλές ευκαιρίες και μπήκε στη βιομηχανία του κινηματογράφου, από την οποία δεν έφυγε ποτέ, κάνοντας ταινίες για περισσότερα από 60 χρόνια.
Ο Λέβι γράφει με έξυπνο τρόπο για την πανταχού παρουσία των γουέστερν στη μεταπολεμική Αμερική και είναι ιδιαίτερα επιδέξιος όταν παρακολουθεί τη δημιουργική πορεία του Ιστγουντ, επισημαίνοντας τη σημασία λιγότερο γνωστών ταινιών του, όπως «Το δίκιο σου το παίρνεις με αίμα» («Coogan’s Bluff», 1968) –«ο πρώτος χαρακτήρας που δείχνει ξεκάθαρα την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε σύντομα η καριέρα του Κλιντ»–, «Σε τεντωμένο σχοινί» («Tightrope», 1984) –« η εικόνα του Κλιντ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είναι τέτοια ώστε είναι δυνατό να δεχτούμε πως μπορεί να είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος, σεξουαλικά ορμώμενος με τρόπο που κανένας άλλος μεγάλος σταρ του box office δεν θα μπορούσε να πετύχει»– και ο «Ανίκητος» («Invictus», 2008), «στην οποία άρχιζε να τρέχει λίγο, και αυτό φαίνεται».
Οι περισσότερες από 60 κινηματογραφικές εμφανίσεις του Κλιντ Ιστγουντ είναι χωρισμένες σε ενότητες που ακολουθούν όλες την ίδια δομή: σύντομες αναφορές στην κυκλοφορία μιας ταινίας, ανασκόπηση της υποδοχής της από τους κριτικούς και στη συνέχεια οι αξιολογήσεις του συγγραφέα, οι οποίες είναι συνήθως διορατικές. Ο Σον Λέβι εντοπίζει τις ρίζες της κινηματογραφικής φιλοσοφίας του Ιστγουντ στην εμπειρία του ως πρωταγωνιστή στην τηλεοπτική γουέστερν σειρά των οκτώ σεζόν «Rawhide» (1959), την οποία χρησιμοποίησε «ως κινηματογραφική σχολή του».
Ο Λέβι περιγράφει την περίπλοκη επιτυχία του «Επιθεωρητή Κάλαχαν» («Dirty Harry», 1971) ως εξής: «Το “Dirty Harry” είναι πολλά πράγματα, αλλά πάνω απ’ όλα, ακόμη και οι πιο ένθερμοι επικριτές του παραδέχονται ότι είναι αποτελεσματικό. Αν είναι προπαγάνδα, είναι ψυχαγωγική προπαγάνδα. Αν είναι σαδισμός, είναι ζαχαρωμένος σαδισμός».
Ο νεοϋορκέζος κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας βιογραφιών αποτυπώνει επίσης τη βαθιά αποτελεσματικότητα του «αριστουργήματος» του Ιστγουντ «Οι ασυγχώρητοι» («Unforgiven», 1992): «Είναι μια τέλεια ταινία; Ισως όχι. Αλλά οι ατέλειές της οφείλονται σε επιλογές, όχι σε κενά, και ως εκ τούτου είναι θέματα γούστου, όχι ικανότητας. Είναι σχολαστική, ισχυρή, πραγματική και αληθινή», γράφει.
Αλλά ο Ιστγουντ είναι επίσης συναρπαστικός για τις λιγότερο δημόσιες πτυχές της προσωπικότητάς του, και η εστίαση του βιβλίου στις ταινίες –οι οποίες μπορεί να είναι οξυδερκείς– είναι μάλλον άβολη δίπλα σε προσωπικά περιστατικά έντονης βίας, αχαλίνωτης απιστίας, μικροπρεπούς εκδικητικότητας, ακόμη και αναγκαστικής στείρωσης, παρατηρεί ο Τζόναθαν Ράσελ Κλαρκ στην Washington Post.
Ο Ιστγουντ είναι το είδος του άνδρα που απαιτεί ένα «ότι γνώριζε» όταν αναφέρεται στα οκτώ παιδιά που απέκτησε με έξι γυναίκες, που θα έθετε υποψηφιότητα για δήμαρχος της υιοθετημένης του πατρίδας, Κάρμελ-μπάι-δε-Σι στην Καλιφόρνια, και θα κέρδιζε επειδή το διοικητικό συμβούλιο απέρριψε μια πρόταση επέκτασης των γραφείων του, και που θα απέλυε (σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ράσελ Κλαρκ) τέσσερις διαφορετικούς σκηνοθέτες (μεταξύ των οποίων και ο Μπλέικ Εντουαρντς!) από ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε (κάποιες φορές για να τους αντικαταστήσει με τον εαυτό του).
Ακόμη, είναι το είδος του άνδρα που θα αντιμετώπιζε δύο φορές χωρισμούς από τις συντρόφους του, με τις οποίες συζούσε, αλλάζοντας κλειδαριές, και που θα χτυπούσε με το φορτηγό του ένα σεντάν παρκαρισμένο στη «σαφώς σηματοδοτημένη προσωπική του θέση στάθμευσης», ένα περιστατικό που περιγράφεται σε μία και μόνη παράγραφο και με μια προσπάθεια για χιούμορ (με μισή καρδιά) του Λέβι, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Ιστγουντ έκανε απλά «ό,τι θα έκανε ο καθένας»… (Ας γελάσουμε εδώ)
Σύμφωνα με τη μακροχρόνια σύντροφό του Σόντρα Λοκ, ο Ιστγουντ την έπεισε να υποβληθεί σε απολίνωση των σαλπίγγων, παρ’ όλο που η αμερικανίδα ηθοποιός ήθελε να κάνει παιδιά, μόνο και μόνο για να αποκτήσει στη συνέχεια ο ίδιος πολλά παιδιά με διαφορετικές γυναίκες. (Στο σημείο αυτό ο Λέβι γράφει ακόμη ότι ο Ιστγουντ «αρνήθηκε κατηγορηματικά πως είχε οποιαδήποτε επιρροή στις αναπαραγωγικές επιλογές της».)
Ο Σον Λέβι παραθέτει αυτά τα γεγονότα χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στη σπουδαιότητά τους. Δεν κάνει προσπάθεια να συμβιβάσει τις πιο ανησυχητικές πτυχές του θέματός του, παρότι αναγνωρίζει ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και πως όλοι οι άνθρωποι είναι πολύπλοκοι.
Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις στο είδος της βιογραφίας, αλλά η τυπική μορφή, που αποτελεί υπόδειγμα για το βιβλίου του Λέβι, εξακολουθεί να επιχειρεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, γράφει στην Washington Post ο Τζόναθαν Ράσελ Κλαρκ, προσθέτοντας ότι το είδος χρειάστηκε ίσως μια υπαρξιακή αναμέτρηση. Καθώς οι δύσκολες ιδιοφυΐες και οι προβληματικοί καλλιτέχνες συνεχίζουν στις μέρες μας να μυθοποιούνται λιγότερο και να θεωρούνται όλο και πιο υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, τα έργα που παρουσιάζουν την προσωπική τους ζωή πρέπει με κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσουν αυτές τις πτυχές πιο παραγωγικά και στοχευμένα από ό,τι ένα απλό ρεπορτάζ.
Ισως θα έπρεπε να παραμεριστεί το τυπικό μοντέλο, να αντικατασταθεί από μικρότερα κομμάτια της ζωής, ξεχωριστά βιβλία που θα προσεγγίζουν τις επιρροές, την προσωπική ζωή ή την ψυχολογία ενός ανθρώπου, προτείνει ο βιβλιοκριτικός της Washington Post. Εξάλλου, ίσως κανένας από εμάς δεν μπορεί να συλλάβει και να μεταφέρει ολόκληρη την ύπαρξη ενός άλλου ατόμου. Οπότε ίσως θα έπρεπε να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι μπορούμε, σχολιάζει, τέλος, ο Τζόναθαν Ράσελ Κλαρκ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
