587
| Shutterstock/ CreativeProtagon

Σπίτι μου, σπιτάκι μου, ακριβοκαλυβάκι μου

|Shutterstock/ CreativeProtagon

Σπίτι μου, σπιτάκι μου, ακριβοκαλυβάκι μου

«Δεν με συμφέρει η τηλεργασία».

«Γιατί;» ρώτησα απορημένη τη φίλη, μιας και υποτίθεται ότι το να δουλεύεις από το σπίτι συμφέρει από πολλές απόψεις.

«Γλιτώνω τη μετακίνηση, αλλά με τέτοια ζέστη πρέπει να ανοίγω κλιματισμό. Στο γραφείο το έχω τζάμπα».

Η φίλη δεν είναι η μόνη που σκέφτεται έτσι. Εχω ακούσει πολλές παρόμοιες ιστορίες από τον ευρύτερο κύκλο. Κάποιος μου έλεγε κάποτε ότι ζητά υπερωρίες προκειμένου να κάθεται στο δροσερό το καλοκαίρι ή, αντίστοιχα, ζεστό γραφείο τον χειμώνα.

Ο λογαριασμός του ρεύματος πρωτοστατεί σε αυτές τις ιστορίες οικιακής οικονομίας, που ξεκινούν, ασφαλώς, μέσα από το σπίτι. Από μια καθημερινότητα γεμάτη πατέντες και περιορισμούς που θα μειώσουν κάπως τα έξοδα ή τουλάχιστον δεν θα τα φουσκώνουν παραπάνω, καθότι το φούσκωμα συμβαίνει πια στο πι και φι.

Ολα αυτά αντανακλούν ένα μεγάλο πρόβλημα των Ελλήνων: το σπίτι τους το πληρώνουν ακριβά. Τόσο, που δύσκολα πλέον το χαίρονται. Η Eurostat το επιβεβαίωσε με πρόσφατα στοιχεία, τα οποία αφορούν το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2024. Δεν μιλάμε μόνο για ενοίκια ή στεγαστικά δάνεια, αλλά για το σύνολο των λογαριασμών που συνδέονται με την κατοικία, δηλαδή νερό, ρεύμα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, όπως και φόρους.

Είναι απίστευτο το συμπέρασμα ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δαπανά το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγη, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, ενώ οι φτωχότεροι βρίσκονται σε ακόμα πιο δεινή θέση, καθώς ξοδεύουν σχεδόν τα 2/3 του εισοδήματός τους για την κάλυψη των αναγκών στέγασης.

Αυτό σημαίνει ότι κατακτούμε ακόμα μια δυσάρεστη πρωτιά. Πίσω μας βρίσκεται η Δανία, αλλά με μεγάλη απόσταση, σχεδόν δέκα ποσοστιαίων μονάδων (26,3%).

Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Το έφερε η κρίση από το 2010 και το 2014 το εκτίναξαν τα μνημόνια στο εξωφρενικό 42,5 %, ένα ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η αποκλιμάκωση που ήρθε μετά τα μνημόνια δεν κράτησε πολύ, καθώς από το 2022 και μετά το ποσοστό άρχισε πάλι να ανεβαίνει για να φτάσει στο 35,5% που είναι σήμερα.

Εδώ και μια δεκαπενταριά χρόνια δηλαδή ο Ελληνας δεν μπορεί να χαρεί το σπίτι του. Αντί να το νιώθει σαν μια φωλιά, το καταφύγιό του, το αισθάνεται σαν βάρος, μια τρύπα που ρουφάει χρήματα από τον τραπεζικό λογαριασμό του και τον αγχώνει. Είτε έχεις δικό σου σπίτι είτε μένεις στο ενοίκιο, η στέγαση έχει εξελιχθεί σε εφιάλτη. Και όσο περισσότερο μένεις μέσα, τόσο περισσότερα πληρώνεις.

Δεν είναι μόνο η πρώτη κατοικία που δεν χαίρεται ο Ελληνας. Είναι και τα εξοχικά του, που δεν μπορεί να τα απολαύσει πια. Για να καλύψει τα έξοδά τους, τα νοικιάζει. Και εκείνος κάθεται στα μετόπισθεν, περιμένοντας τις πέντε μέρες που το εξοχικό θα είναι διαθέσιμο για εκείνον, να πάει να κάνει κάνα μπάνιο.

«Δεν πηγαίνω καθόλου στο εξοχικό μου. Δεν έχω πια κέφι να πάω. Εχουμε βγάλει τα δικά μας πράγματα, έχουμε αφήσει μόνο τα απαραίτητα για τους επισκέπτες. Για να πάμε εμείς κουβαλάω μέχρι και σεντόνια. Ασε που μετά πρέπει να συμμαζεύουμε το σπίτι από την αρχή. Ταλαιπωρία!». Τάδε έφη κυρία με εξοχικό στο Σούνιο, αλλά υποθέτω ότι το λένε και άλλοι.

Χαζεύοντας βίντεο στο διαδίκτυο, πέφτω πολλές φορές πάνω σε ανθρώπους που συνειδητά πούλησαν τα σπίτια τους και μένουν σε τροχόσπιτα ή άλλα κινητά οχήματα. Κάποιοι το κάνουν γιατί θέλουν να ταξιδεύουν, αλλά αρκετοί το είδαν ως μια οικονομικότερη λύση έναντι της στέγασης σε ακίνητο.

Το φαινόμενο ανθεί στην Αμερική, όπου το κόστος στέγασης είναι μεγάλο αγκάθι για τους πολίτες, ειδικά τους οικονομικά ασθενέστερους. Αν το πρόβλημα δεν αντιμετωπιστεί, πολύ φοβάμαι ότι και το τροχόσπιτο-σπίτι θα κάνει την εμφάνισή του και εδώ. Γιατί το να φεύγει ο μισός μισθός στους τέσσερις τοίχους είναι απλώς αδιανόητο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...