ΣΥΡΙΖΑ: Από τη ρωγμή στη ραγδαία πτώση
ΣΥΡΙΖΑ: Από τη ρωγμή στη ραγδαία πτώση
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία πάνω στο αντιμνημονιακό κύμα που σάρωσε τη χώρα το 2015, με σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας να έχει απωλέσει την εμπιστοσύνη της έναντι του παλαιού δικομματισμού. Εξίσου ραγδαία ήταν και η πτώση του, με ενδιάμεσο σταθμό τις εκλογές του 2019 όταν και- προς έκπληξη πολλών- ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα έλαβε 31,5%. Μετά την αποχώρηση του φυσικού ηγέτη του και μια σειρά επώδυνων διασπάσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητεί απλώς στίγμα και ταυτότητα. Παλεύει για την πολιτική του επιβίωση, με τους οιωνούς συνολικότερα για το χώρο της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη να μην είναι ευνοϊκοί.
Η περίοδος της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν παραπάνω από σκληρή. Σημαδεύτηκε από την ατέρμονη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς», την προσφυγή σε ένα δημοψήφισμα με έωλο ερώτημα, την ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας και εν τέλει την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Η φορολογική επιδρομή στα μεσαία στρώματα ήταν, ίσως, η επιλογή που στοίχισε περισσότερο από τις υπόλοιπες στον ΣΥΡΙΖΑ. Παραλλήλως, η διαρκής αναφορά σε ένα επίπλαστο «ηθικό πλεονέκτημα», κληροδότημα της ιδεολογικής ηγεμονίας της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, αποδομήθηκε παταγωδώς με τη διαχείριση μιας σειράς δημόσιων υποθέσεων. Από τον περιβόητο νόμο Παπά για τον περιορισμό της αγοράς ΜΜΕ, που κατέληξε με την ομόφωνη καταδίκη του πρώην υπουργού για παράβαση καθήκοντος επί του διαγωνισμού των τηλεοπτικών αδειών, έως την περίφημη υπόθεση Novartis και τη διαπόμπευση 10 πολιτικών προσώπων- ή αλλιώς πολιτικών αντιπάλων της παράταξης. Ενδιαμέσως κυριάρχησε η καλλιέργεια ενός βαθιά συγκρουσιακού κλίματος σε όλα τα επίπεδα, με μπροστάρη τον «αψύ Κρητικό» Παύλο Πολάκη, μετέπειτα διεκδικητή της ηγεσίας του κόμματος. Παρόλα αυτά και ειδικά αν κανείς συνυπολογίσει το ποσοστό του Μέρα25, το κόμμα ουσιαστικά διατήρησε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 τη δύναμη του 2015. Αντιθέτως, τέσσερα χρόνια μετά ο ΣΥΡΙΖΑ κατρακύλησε πρώτα τον Μάιο του 2023 στο 20% κι έναν μήνα μετά στο 17,8%.
Η πραγματικότητα είναι ότι στα τέσσερα χρόνια που έμειναν στην αξιωματική αντιπολίτευση τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και ο Αλέξης Τσίπρας, δεν προσπάθησαν να μετεξελιχθούν ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών. Περίμεναν, μάλλον, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πέσει με τη λογική του «ώριμου φρούτου». Η Όλγα Γεροβασίλη, υπουργός της κυβέρνησης από το 2015 έως το 2019 και σήμερα αντιπρόεδρος της Βουλής υποστηρίζει ότι η απλή αναλογική, διαχρονική προγραμματική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίες της ήττας στις εκλογές του 2023.
«Επιμείναμε ως το τέλος στη στρατηγική της κυβέρνησης συνεργασίας με την απλή αναλογική, ενώ εισπράτταμε μόνο άρνηση από τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις. Ειδικά σε μια περίοδο διεθνών κρίσεων, καταλαβαίνουμε ότι η προοπτικής της κυβερνητικής σταθερότητας έπαιξε καθοριστικό ρόλο», λέει στο protagon. «Από εκεί και πέρα, όσα αρνητικά συνέβησαν μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα είναι γνωστά», προσθέτει.
Η Σία Αναγνωστοπούλου, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επίσης υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα βουλευτής της Νέας Αριστεράς, θεωρεί ότι το κόμμα διατήρησε τις δυνάμεις του το 2019 διότι στήριξε τα πλέον ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Αυτούς που είχαν πληγεί περισσότερο από τις μνημονιακές επιταγές. «Μετά το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την ταυτότητά του. Από ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς προσανατόλιζε την πυξίδα του σε ένα θολό Κέντρο», μας λέει σήμερα. «Αντί λοιπόν να αναζητά με πειστικό τρόπο το αφήγημα της νέας εποχής του, ένα αφήγημα μεγάλων θεσμικών τομών με επίκεντρο το δημόσιο συμφέρον και τα λαϊκά στρώματα, ένα αφήγημα της μεταμνημονιακής εποχής που ο ίδιος σφράγισε, αναζητούσε την τύχη του προς το Κέντρο με αναφορά στα “μεσαία στρώματα”». Η κ. Αναγνωστοπούλου θεωρεί λανθασμένη την επιλογή της ηγεσίας να εγκαταλείψει τις αμιγώς αριστερές καταβολές του. «Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο Τσίπρας “αναζήτησαν την τύχη τους” στην ανασυγκρότηση ενός ιδεατού “κεντροαριστερού παρελθόντος”, ενώ το παρόν βοούσε για ένα ριζοσπαστικό αφήγημα ρήξης με αυτό το παρελθόν».
Ο Διονύσης Τεμπονέρας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ από το 2013, εντοπίζει τις ρίζες της φθοράς στον «επώδυνο συμβιβασμό του 2015», ενώ εκτιμά ότι το 2019 ο ελληνικός λαός έδωσε στο κόμμα μια δεύτερη ευκαιρία ώστε να παρουσιάσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. «Το γεγονός ότι σαν αξιωματική αντιπολίτευση και εν μέσω πανδημίας, αυτοπαρουσιάζεται απλά ως καλύτερος υποψήφιος διαχειριστής δίχως ολοκληρωμένη εναλλακτική ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα εξουσίας σε συνδυασμό με την πάγια αδυναμία του να συνδεθεί με το μαζικό χώρο και να μετεξελιχθεί σε ένα μεγάλο λαϊκό μαζικό κόμμα της Αριστεράς, οδηγεί στην πολιτική συρρίκνωση του σήμερα», λέει στο protagon. Πέραν αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ- όπως αποδείχθηκε κατά της περίοδο της κυριαρχίας του- είχε σοβαρό έλλειμμα στελεχών, τόσο σε πολιτικό, όσο κυρίως και σε τεχνοκρατικό επίπεδο, γεγονός που τον καθιστούσε αδύναμο να εκπονήσει μια σοβαρή κυβερνητική και εν συνεχεία αντιπολιτευτική γραμμή επί των μείζονων θεμάτων που απασχολούν την ελληνική κοινωνία.
To «φάντασμα» των μνημονίων και η περίοδος της διακυβέρνησης
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε, σε μεγάλο βαθμό δικαίως, ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του 2015 (η «ατζέντα της Θεσσαλονίκης») ήταν ανεδαφικό, με έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, η ηγεσία του δεν είχε επίγνωση των τότε διεθνών συσχετισμών. Στο απόγειο της οικονομικής κρίσης ο Τσίπρας έλεγε αυτά που ήθελαν να ακούσουν εκατομμύρια Έλληνες: «κατάργηση των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο», «επαναφορά μισθών και συντάξεων», «τέλος της επιτροπείας», «αξιοπρέπεια». Αρκετοί από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ γνώριζαν ότι πολλά εξ αυτών είναι αδύνατο να εφαρμοστούν- ακόμα τότε αυτό δεν αποτελούσε πρωτεύον κριτήριο πολιτικής επιλογής για σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης.
Εξαιρετικά ατυχής κατάληξη των παραπάνω ήταν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, ενώ παρ’ ολίγο μοιραίες ήταν οι μέρες που ακολούθησαν, με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να προωθεί σχέδιο εξόδου της χώρας από το ευρώ. Ένα σχέδιο, όμως, το οποίο αν υλοποιείτο δεν θα το χρεωνόταν ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, αλλά ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και το στενό επιτελείο του. «Ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε την τύχη της χώρας στα ζάρια», ήταν η φράση που ακουγόταν όλο και περισσότερο όσο απομακρυνόμασταν από τη συναισθηματική έκρηξη εκείνου του καλοκαιριού.
Παρόλα αυτά, τα κινηματικά χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου φαίνεται ότι συγκινούν ακόμα τον ΣΥΡΙΖΑ. «Οι “πλατείες” διατυπώνουν το αίτημα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης και παντρεύουν το “εθνικό” με το “κοινωνικό» ζήτημα”», εκτιμά ο κ. Τεμπονέρας και προσθέτει: «Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015 εκφράζει αυτήν ακριβώς την ανάγκη, που όμως μένει ανεκπλήρωτη μετά τον συμβιβασμό του καλοκαιριού. Ο ΣΥΡΙΖΑ δίχως να έχει μελετήσει την συγκυρία, απροετοίμαστος και με άγνοια του διεθνούς συσχετισμού επιχειρεί μια “έφοδο στον ουρανό” που όμως προσκρούει στην σκληρή, τιμωρητική στάση της νεοσυντηρητικής, ευρωπαϊκής τεχνοδομής». Δέκα χρόνια μετά η αγνότητα που ενδεχομένως να υποκρύπτεται στα λόγια των πρωταγωνιστών έχει αρχίσει να εξαερώνεται.
Η ανάπτυξη του αντιμνημονιακού λόγου, που έμοιαζε περισσότερο με ευχολόγιο πάνω στα συντρίμμια της οικονομικής κρίσης, έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. «Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια κοινωνία φτωχοποιημένη και σε μια οικονομία χρεοκοπημένη. Παράλληλα, υπήρχε ένα κλίμα οργής για το παλιό πολιτικό σύστημα, που είχε οδηγήσει τη χώρα στη χρεοκοπία», επισημαίνει η κ. Γεροβασίλη. Ο αντίλογος τότε από την απερχόμενη κυβέρνηση Σαμαρά και εν συνεχεία από τη Νέα Δημοκρατία ως αξιωματική αντιπολίτευση ήταν ότι η χώρα βρισκόταν ένα βήμα πριν από την έξοδο από τα μνημόνια και πως οι χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ φόρτωσαν τους Έλληνες με δεκάδες ακόμα δισεκατομμύρια δανείων- άρα και χρέους.
«Πράγματι τα μνημόνια, που δεν ήταν “φάντασμα” αλλά ένα οδυνηρό χαστούκι στη χρεοκοπημένη χώρα, έστρεψαν την κοινωνία σε μια πολιτική δύναμη που δεν είχε καμιά σχέση με την χρεοκοπία της. Κάλυψε λοιπόν δύο μείζονα αιτήματα: πολιτικά, την ανάγκη για μια “νέα” πολιτική δύναμη, ριζοσπαστική καταρχάς και καταρχήν σε σχέση με το προηγούμενο πολιτικό σύστημα της χρεοκοπίας. Κοινωνικά, την ανάγκη αποκατάστασης της κοινωνικής συνοχής, αυτού δηλαδή του μίνιμουμ συμβολαίου που επέτρεπε την ύπαρξη κοινωνικής συνοχής», υποστηρίζει η Σία Αναγνωστοπούλου.
Πέρα από την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε μαζικά για κάτι, τόσο από αριστερά όσο και από το κέντρο αλλά και δεξιά, που δεν ήταν άλλο από τη συγκυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου- ένα ευκαιριακό λαϊκιστικό κόμμα, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ο κοινός αντιμνημονιακός παρονομαστής του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ έμοιαζε και μοιάζει ανορθόγραφος. Καθώς έως σήμερα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει γίνει η απαραίτητη αυτοκριτική, είναι δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι η εν λόγω σύμπραξη έγινε στη βάση ενός είδους έκτακτης ανάγκης- τα δύο κόμματα στηρίχθηκαν από κοινού στον πολύπλευρο λαϊκισμό που χαρακτήριζε σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης τους. Η κ. Γεροβασίλη, αλλά και η κ. Αναγνωστοπούλου ισχυρίζονται ότι η ανέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 λειτούργησε αποτρεπτικά έναντι μιας πιθανής ανεξέλεγκτης ανόδου της ακροδεξιάς. «Η μαζική λαϊκή δυσαρέσκεια της περιόδου διοχετεύθηκε πλειοψηφικά σε αριστερή κατεύθυνση και όχι στην ακροδεξιά, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα σε όλο και περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου», τονίζει η αντιπρόεδρος της Βουλής. «Χωρίς καμιά υπερβολή, ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο απέτρεψε τη βίαιη, ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση ενός μέρους της κοινωνίας», προσθέτει η κ. Αναγνωστοπούλου.
Όσο, δε, για τις δύο πολιτικές της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που αναδεικνύουν οι συνομιλήτριες μας, είναι αυτές που δέχθηκαν την περισσότερη κριτική της αντιπολίτευσης, αποτελώντας, με βάση τα ποιοτικά στοιχεία, αιτίες της ήττας του 2019: οικονομία και Συμφωνία των Πρεσπών. «Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θωράκισε τη χώρα, την κοινωνία και την οικονομία. Με την έξοδο από τα μνημόνια, τη ρύθμιση του χρέους και το αποθεματικό στα δημόσια ταμεία, η χώρα στάθηκε όρθια στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Επίσης, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η χώρα έλυσε ένα κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής σε μια περίοδο γεωπολιτικών αναταραχών στη γειτονιά μας», λέει η κ. Γεροβασίλη. Όπως, βέβαια, σημειώθηκε και παραπάνω και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τότε αντιπολίτευσης, αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών, η έξοδος από τα μνημόνια θα είχε πραγματοποιηθεί πολύ νωρίτερα, ελλείψει φυσικά και της υπογραφής του τρίτου- «αχρείαστου» όπως αποκλήθηκε κατά κόρον.
Το δύσβατο μέλλον
«Ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται από πολύ μακριά και θα πάει πολύ μακριά. Θα δούμε κάποια στιγμή πώς είναι η σκορδαλιά χωρίς σκόρδο». Αυτή ήταν η- σχετικά αντιφατική- απάντηση του Τσίπρα τον Μάιο του 2023 στο ερώτημα τι θα γίνει αν ηττηθεί με μεγάλη διαφορά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τελικά, ο Τσίπρας έφυγε ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να μην πάει πολύ μακριά. Μάλλον η σκορδαλιά χωρίς το σκόρδο δεν τρώγεται εύκολα. Είναι, όμως, αμιγώς θέμα Τσίπρα- ή της αποχώρησής του- η ραγδαία πτώση; Ή μήπως έφταιξε ο Κασσελάκης για τον πλήρη εκτροχιασμό;
Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως των προσώπων, θα περίμενε κανείς ότι την εποχή που αυξάνεται η ανασφάλεια- ειδικά των νέων- για το μέλλον, που πλήττεται το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, που η εργασία υπο- αμείβεται όλο και περισσότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα φάνταζε πιο γοητευτικός στα μάτια των ψηφοφόρων. Συμβαίνει, όμως, το εντελώς αντίθετο, όπως έγινε και το 2015, όταν ο Τσίπρας εκτιμούσε λανθασμένα ότι η Ευρώπη ριζοσπαστικοποιείται προς τα αριστερά: τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωσης στρίβουν δεξιότερα, καθώς εν μέσω του ρευστού γεωπολιτικού τοπίου η ατζέντα της ασφάλειας, της μετανάστευσης και της διπλωματικής ισχύος καθίσταται ξανά κυρίαρχη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
