755
| CreativeProtagon

«Παιδί, πιάσε έναν φρέντο. Και σβέλτα»

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 13 Αυγούστου 2023, 21:00
|CreativeProtagon

«Παιδί, πιάσε έναν φρέντο. Και σβέλτα»

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 13 Αυγούστου 2023, 21:00

Εδώ που διακοπάρω υπάρχει ένα πολύ όμορφο μπαράκι, μικρό, παλιακό, με μια βεράντα που η θέα της σε κάνει να θες να βάλεις τα κλάματα από την ομορφιά. Ως άνθρωπος που ξυπνάει νωρίς, ανεβαίνω εκεί κάθε πρωί, πολύ πριν αρχίσει να σερβίρει, κάθομαι σε μια καρέκλα, αγναντεύω και διαβάζω. Σήμερα το πρωί, ανέβηκε ένας άνθρωπος, με βλέπει με το βιβλίο μου, βλέπει το μπαρ άδειο, και μου λέει ψιλογκαρίζοντας: «Εναν φρέντο θέλω, μέτριο, μαύρη».

Ετσι ξερά, έναν φρέντο, μέτριο, μαύρη. Ούτε καλημέρα, ούτε μήπως εργάζεστε εδώ, τίποτε… Η φάση ήταν «ήρθα και σήκω να μου φτιάξεις καφέ».

Δεν χρειάζεται να σκεφτώ πολύ για τα όσα τραβάνε οι εργαζόμενοι στην εστίαση. Πρώτον έχω κάνει μικρότερη -όπως αρκετοί από μας- ατελείωτες «σεζόν» στα τουριστονήσια, δεύτερον τους βλέπω όλο το καλοκαίρι (πελάτες και εργαζόμενους), τρίτον εργάζεται η κόρη μου στην εστίαση τα τρία τελευταία καλοκαίρια. Το πρώτο καλοκαίρι ήρθε μια μέρα έτοιμη να βάλει τα κλαματα. Ενας πελάτης νόμιζε ότι ο λογαριασμός ήταν λάθος (δεν ήταν, όπως αποδείχθηκε) και της είπε «δεν ξέρεις να μετράς; Αλβανίδα είσαι;»…

Στο κοριτσάκι το είπε αυτό, που λιώνει τα πόδια του πάνω κάτω στην άμμο και το λιοπύρι για να του πάει τον φρέντο μέτριο, μαύρη… Τώρα, μετά από ατελείωτα τέτοια και άλλα πιο φρικαλέα, έχει κάνει κρούστα, δεν την περνάει τίποτε, μόνο μετράει τα τιπς στο τέλος της μέρας και πόσα πράγματα θα κάνει στην Αθήνα με αυτά. «Ηταν φριχτός ο κόσμος», μου λέει συχνά όταν τη ρωτάω πώς πήγε το προηγούμενο βράδυ στη δουλειά. Δεν τη νοιάζει που λιώνει μέσα έξω στις κουζίνες ή τις παραλίες, δεν τη νοιάζει η ζέστη, η πίεση, η κούραση, ο κόσμος είναι πάντα το θέμα.

Είμαστε πολύ αγενείς οι Ελληνες με τους εργαζόμενους. Οχι, λάθος, παραμένουμε πολύ αγενείς με τους εργαζόμενους, αυτό είναι το σωστό. Θα πίστευε κανείς ότι όσο περνάνε τα χρόνια, όσο αλλάζουν οι γενιές, εξευρωπαϊζόμαστε, εκπολιτιζόμαστε, κ.λπ., θα γινόμασταν καλύτεροι. Δεν γινόμαστε όμως, όχι αξιοσημείωτα τουλάχιστον. Μην ακουστώ λάθος: Υπάρχουν και γαϊδούρια ξένοι, αλλά είναι πολύ λίγοι σε σχέση με μας. Σε γενικές γραμμές είναι υπομονετικότεροι, με μεγαλύτερη ανοχή στα λάθη, κυρίως όμως -όπως το βλέπω εγώ- με πιο ισότιμη αντιμετώπιση του ανθρώπου που τους εξυπηρετεί.

Να το πω κάπως αλλιώς, είναι πιο «επαγγελματίες» ως πελάτες. Και άρα αντιμετωπίζουν πιο επαγγελματικά τους εργαζόμενους. Εμείς κατά κανόνα τους αντιμετωπίζουμε σαν υπηρέτες μας.

Γενικά προσπαθώ να έχω κατανόηση προς τους ανθρώπους. Τον καταλαβαίνω τον Ελληνα: Κουρασμένος, φρικαρισμένος, ταλαιπωρημένος, του ‘χει φύγει η πίστη για να πάει 5 μέρες διακοπές, ξεσπάει νεύρα και καταπίεση και άγχος όπου βρει. Πιο πολύ ίσως να ξεσπάει αυτό που ο ίδιος νοιώθει τα τελευταία χρόνια: Υποδεέστερος, δούλος των αναγκών και των συνθηκών, ο τελευταίος τροχός μιας άμαξας που τσουλάει χωρίς ο ίδιος να έχει κανέναν λόγο πάνω στην πορεία της. Και να, βρίσκει για λίγο κάποιον που είναι «χαμηλότερα» κι από τον ίδιον. Κάποιον που είναι εκεί για να τον «υπηρετήσει». Και θα του βγάλει εκείνος την πίστη τώρα.

Να μην ακούτε τις μπούρδες που λέγονται και γράφονται: Ελάχιστοι από τους εργαζόμενους στην εστίαση βγάζουν καλά χρήματα.

Τα παιδιά μας (διότι τα παιδιά μας είναι κατά κύριο λόγο που κρατάνε όρθια αυτή τη βιομηχανία), δουλεύουν για 3,5 και 4 ευρώ την ώρα, άμα πέσεις στο σούπερ αφεντικό για 5 ή 6. Στην Καλαμάτα, μου έλεγαν τις προάλλες, υπάρχουν μαγαζιά που δίνουν 2,5 ευρώ την ώρα. Δουλεύουν χωρίς ρεπό για 50 και 60 μέρες, σε ένα σισύφειο πάνω κάτω, στους 40 και 50 βαθμούς, στη χόβολη της παραλίας, συχνά για τιπς που δεν υπερβαίνουν τα λίγα σεντς ανά παραγγελία. Ή και χωρίς τιπς. Δουλεύουν αγόγγυστα, πολύ πιο αγόγγυστα από μας τους μεγάλους, που συνήθως γκρινιάζουμε για τις δουλειές μας νον-στοπ, σου λένε «έτσι είναι τα πράγματα» και μαζεύουν στο πορτοφολάκι τους τσίγκινα κέρματα και τσαλακωμένα χαρτονομίσματα για να πάνε στα σπίτια τους το χειμώνα και να είναι λίγο πιο ανεξάρτητα, λίγο πιο ελεύθερα.

Χωμένο κάτω από το μαξιλάρι το -ταλαιπωρημένο από το άνοιξε/κλείσε/μέτρα και ξαναμέτρα- πορτοφολάκι, κρύβει μέσα πολλά όνειρα και προσδοκίες, αλλά και μια κρυφή περηφάνεια· δεν θα ζητήσω από τη μαμά, τα κέρδισα μόνη/ος μου.

Παρότι έχω υπάρξει στη θέση τους και δεν θα έπρεπε να με εκπλήσσουν, δεν παύω να τα θαυμάζω αυτά τα παιδιά. Ψημένα πρόωρα από τον ήλιο αλλά και από την ευθύνη του πόστου τους, την ευθύνη του εαυτού τους τελικά Αγέρωχα όμως.

Σκέψου τα λίγο όλα αυτά την επόμενη φορά που θααργήσει ο φρέντο σου. Αντί για τσαμπουκά, σκάστου ένα χαμόγελο. Πες ένα «δεν πειράζει». Πες μια «καλημέρα». Κι άσε και λίγα τιπς να τα πιει το βράδυ στην υγειά σου.

Εσένα δεν θα σου λείψουν, εκείνου όμως θα του κάνουν όλη τη διαφορά.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...