Γινόμαστε χειρότεροι άνθρωποι όταν είμαστε τουρίστες;
Γινόμαστε χειρότεροι άνθρωποι όταν είμαστε τουρίστες;
Συμπονώ τα μάλα την 69χρονη βρετανίδα τουρίστρια που εξανέστη για την ποιότητα του πρωινού της στο all-inclusive πακέτο της τον Μάιο στην Κέρκυρα. Οταν έρχεσαι από το Νιούκαστλ, κέντρο της Βιομηχανικής Επανάστασης τον 19o αιώνα, ενδεχομένως να θεωρείς ότι το μπέικον, το λουκάνικο και τα φασόλια με σάλτσα ντομάτας (από κονσέρβα) είναι part and parcel του καθημερινού διαιτολογίου του πολιτισμένου, σύγχρονου ανθρώπου. Και είναι σχεδόν επιβεβλημένο να θεωρείς π.χ. τη μοτσαρέλα και την κομμένη σε λεπτές φέτες ντομάτα μια ποταπή νοτιοευρωπαϊκή καρμιριά.
Ο δικαιωματισμός είναι ένα από τα πλέον βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου τουρίστα (ίσως πάντα να ήταν αλλά, ως γνωστόν, η κατάσταση έχει πλέον εκτραχυνθεί, οδηγώντας στον άκρατο κωλοπαιδισμό των τελευταίων ετών, με επισκέπτες να σκαλίζουν το όνομά τους πάνω στο Κολοσσαίο ή σε πετρογλυφικά 4.000 ετών, να τσιτσιδώνονται σε βουδιστικούς ναούς ή μνημεία των Ινκας κ.τ.λ.).
Μεταδοτικό το «σύνδρομο του τουρίστα»
Γινόμαστε χειρότεροι άνθρωποι όταν είμαστε τουρίστες; Πιθανότατα ναι. Το λεγόμενο «σύνδρομο του τουρίστα» υπάρχει και δεν κάνει διακρίσεις. Σταχτυολογώ μερικά ποσοστά από φετινή έρευνα του Radical Storage σε 1. 231 αμερικανούς τουρίστες: 4 στους 10 (40,6%) θεωρούν ότι δικαιολογημένα φέρονται γαϊδουρινά, γιατί οι «διακοπές είναι η εποχή που πρέπει να χαλαρώσεις», σχεδόν 9 στους 10 (85,7%) «σούφρωσαν» κάτι από το ξενοδοχείο, σχεδόν 1 στους 3 (32,5%) δηλώνει ότι πόζαρε στις διακοπές του σε ακατάλληλη πόζα δίπλα σε κάποιο άγαλμα, 4 στους 10 παρανόμησαν, και οι μισοί (49,7%) έπαιξαν το χαρτί «είμαι τουρίστας και δεν ήξερα».
Τον δικαιωματισμό επέτεινε, φυσικά, και η «revenge travel» κουλτούρα των τελευταίων ετών (η λογική, δηλαδή, «μετά από όλα αυτά τα χτυπήματα της μοίρας, τώρα θα του δώσω να καταλάβει»). Η οποία φυσικά πηγαίνει χέρι χέρι με την υπερεπένδυση (οικονομική και συναισθηματική) σε αυτό π.χ. το επταήμερο ταξίδι π.χ. στη Μάλτα, στο Τόκιο ή στη Λίμα. Αυτές τις επτά μέρες εσύ θα τις περάσεις καλά πάση θυσία, δεν πάνε οι ντόπιοι να κουρεύονται.
Τα πράγματα σοβαρεύουν, μάλιστα, τώρα που το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που μπορούν να κάνουν τουρισμό και σε αυτούς που δεν μπορούν, διαρκώς βαθαίνει.
Bάρα για να γίνεις viral
Ακολουθούν, βεβαίως, τα σόσιαλ, που εξιτάρουν τα πάθη του ξένου επισκέπτη. Και δεν μιλάω για το (συχνά δίκαιο και επoικοδομητικό) ψηφιακό ξεσπάθωμα που ευδοκιμεί τα τελευταία χρόνια (για το κακό σέρβις, τις ανεκδιήγητες τιμές, το παράθυρο του δωματίου που βλέπει στο χάος κ.ο.κ.).
Μιλάω για την καταπάτηση κάθε έννοιας σεβασμού στον τόπο που φιλοξενεί το ταπεινό σου σαρκίο για λίγες μόνο μέρες από την επίγεια ζωή σου (ενδεικτικό ότι έγινε viral προ μηνών o βρετανός τουρίστας που χαρακτήριζε την Ακρόπολη ένα απέραντο εργοτάξιο: «Είναι αυτή η Πόλη των Θεών ή το μέρος όπου θα ζούσε ο Μπομπ o μάστορας;»).
«Δεν είναι μόνο ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται χειρότερα» έλεγε προ καιρού στο BBC η Κρίστι Σέντζμαν από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και συγγραφέας του βιβλίου «Οn being unreasonable. «Είναι ότι συχνά, όταν κάποιος τους επισημαίνει αυτή τη συμπεριφορά, είναι πολύ πιο πιθανό να θυμώσουν. Αυτή η αίσθηση του “μη μου λες τι να κάνω” είναι πια πολύ έντονη».
Την κατάσταση επιδεινώνουν με την άθλια συμπεριφορά τους οι πολιτικοί και άλλα δημόσια πρόσωπα (με την ευκαιρία να θυμίσω ότι ο Τραμπ κλείνει επίσημα την είσοδο σε υπηκόους 12 χωρών).
Σύμφωνα με την Σέντζμαν υπάρχει ένα φαινόμενο γνωστό ως «window of permission» («παράθυρο επιτρεπτότητας»), δηλαδή ένα νοητό όριο που διευρύνεται ή περιορίζεται ανάλογα με την εξέλιξη των κοινωνικών αξιών και κανόνων. Καθώς όλο και περισσότερα δημόσια πρόσωπα «ξεφεύγουν», το παράθυρο αυτό διερύνεται, έτσι ώστε όλο και περισσότεροι απλοί άνθρωποι να πιστεύουν όχι μόνο ότι έχουν δικαίωμα να φέρονται και οι ίδιοι έτσι, αλλά ότι είναι και ηθικά σωστό.
Διακοπές αλλού ντ΄αλλού
Χαζεύω στην οδό Ηροδότου, στο Κολωνάκι, ένα μικρό μπαλκόνι. Τρεις νεαροί (το πιθανότερο Βορειοευρωπαίοι) κάθονται στο μικρό τραπέζι του Airbnb τους, κάποιος έχει απλώσει την πετσέτα του πάνω στο κάγκελο.
Τίποτα το μεμπτό, θα μου πείτε, πέραν του ότι είναι σκανδωλωδώς νέοι και σκανδαλωδώς ξένοι και δεν τους νοιάζει (ή δεν αντιλαμβάνονται) ποσώς τι έχει εναποθέσει πάνω στο κάγκελο το νταβραντισμένο αθηναϊκό περιστέρι. Ισως βέβαια και να θεωρούν ότι το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας είναι κάτι σαν στενοσόκακο στο γραφικό νησί, όπου απλώνεις περήφανα την μπουγάδα σου (στο TikTok κάμποσοι επισκέπτες της χώρας μας παραδέχονται ότι δεν είχαν ιδέα πως η Αθήνα δεν είναι κάτι σαν τη Μύκονο ή την Κρήτη).
Είναι αυτή η εγγενής αποστασιοποίηση του ξένου επισκέπτη. Διότι όσο και να νομίζεις ότι εμπλέκεσαι στην κουλτούρα της χώρας που επισκέπτεσαι, παραμένεις ένας μπλαζέ παρατηρητής. Που ουδέποτε θα καταλάβει τον άνθρωπο που ζει εκεί. Οσο και να προσπαθεί.
Οταν είσαι π.χ. στο Παρίσι, προσπαθείς επί ματαίω να παρατηρήσεις στους δρόμους ή στο μετρό τη «γαλλικότητα» πάνω στους ντόπιους που τρέχουν σαν παλαβοί στις καθημερινές τους υποχρεώσεις. Φαντάζομαι και οι ξένοι που πίνουν το φρέντο καπουτσίνο τους την ώρα που εγώ επιστρέφω μέσα στον καύσωνα ζαλωμένη τα ψώνια από τον Σκλαβενίτη, ενίοτε ψάχνουν πάνω μου (επί ματαίω και αυτοί) αντιπροσωπευτικά δείγματα «ελληνικότητας».
Welcome to Ukraine
Αποστασιοποίηση, λοιπόν, και let’s party. Υποθέτω ότι και αυτοί που ταξιδεύουν σήμερα στην Ουκρανία για να ποστάρουν φωτογραφίες από πληγέντα από ρωσικά drones κτίρια π.χ. στο Χάρκοβο, κάπως έτσι σκέφτονται. Καμιά δεκαριά ταξιδιωτικά γραφεία τo έχουν «πιάσει» το (μακάβριο) ψώνιο ορισμένων (που κουβαλιούνται, παρακαλώ, από τη Μαλαισία, την Αργεντινή, το Περού, το Χονγκ Κονγκ κ.α.) για να πάρουν μέρος σε διασκεδαστικότατα war tours ανά τη χώρα.
Αυτό μου θυμίζει εκείνους που λιάζονταν μετά τον σεισμό με τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στην Ινδονησία (Δεκέμβριος 2004). Επίσης, όποιος δεν την έχει δει, ας ψάξει τη φωτογραφία του αμερικανού φωτορεπόρτερ Φάρελ Γκρίχαν (1926-2008) της 21ης Απριλίου 1967 στην πισίνα του (αθηναϊκού) Χίλτον: τουρίστες λιάζονται αμέριμνοι στην ανοιξιάτικη πόλη ενώ απ’ έξω γίνεται το σώσε (δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Life τον Μάιο του 1967). Το μόνο που φανερώνει την αλήθεια είναι ένας στρατιώτης με το όπλο ανά χείρας στην ταράτσα του ξενοδοχείου.
Τελικά, επειδή κάνεις τουρισμό δεν σημαίνει ότι νομιμοποιείσαι να είσαι παρτάκιας, μπαχαλάκιας και τα συναφή. Εννοείται ότι και η χώρα την οποία επισκέπτεσαι ενίοτε σου θέτει μόνη της τα όριά της. Θυμάμαι π.χ. την ήρεμη απορία με την οποία με είχε κοιτάξει ένας κύριος μέσα σε τραμ της Βιέννης, που διάβαζε το βιβλίο του ενώ εγώ φλυαρούσα στη διαπασών.
Το ταξίδι σε μια άλλη χώρα μπορεί να μη μας βγάζει πάντα τον καλύτερο εαυτό μας. Ας βγάλει τουλάχιστον έναν άλλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
