«Μην ακούτε τις φήμες για τον Λουτσιάνο Παβαρότι»
«Μην ακούτε τις φήμες για τον Λουτσιάνο Παβαρότι»
Ηταν 32 χρόνια πριν, το 1993, στη Μόντενα της Ιταλίας, όταν η 23χρονη τότε φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, Νικολέτα Μαντοβάνι, μπήκε σε λάθος αίθουσα και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον θρυλικό τενόρο Λουτσιάνο Παβαρότι. Τότε ο 58χρονος καλλιτέχνης ετοίμαζε το ετήσιο διεθνές τουρνουά ιππασίας στη γενέτειρά του, Μόντενα, και η απρόσμενη αυτή συνάντηση έμελλε να αλλάξει τη ζωή και των δύο.
«Φοβήθηκα γιατί ήμουν στο λάθος μέρος με τον λάθος άνθρωπο», θυμάται σήμερα η Μαντοβάνι, που μίλησε στον δημοσιογράφο Κρις Χάρβεϊ της βρετανικής Telegraph. «Εκλεισα την πόρτα, αλλά εκείνος επέμεινε να την αφήσω ανοιχτή και να του μιλήσω».
Οπως θα μάθαινε αργότερα, αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για τον Παβαρότι: ο διάσημος τενόρος είχε την τάση να μιλάει σε όλους με την ίδια απλότητα. «Δεν συνάντησα τον ήρωά μου», τονίζει η Μαντοβάνι. Παρότι ο Παβαρότι είχε γίνει παγκόσμιο σύμβολο μετά τη θρυλική συναυλία των «Τριών Τενόρων», δίπλα στον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον Χοσέ Καρρέρας, το 1990, εκείνη παραδέχεται πως η όπερα δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα. «Ημουν πιο πολύ του ροκ και του σόφτμπολ· η όπερα δεν ήταν ακριβώς το στυλ μου», λέει γελώντας.
Οσους πιστεύουν ότι την τράβηξε ο πλούτος ή η φήμη του Παβαρότι, η ίδια τους διαψεύδει κατηγορηματικά: «Πολλοί νομίζουν ότι το έκανα για τα χρήματα, αλλά δεν είναι έτσι. Είχα μια πολύ καλή και εύπορη οικογένεια· δεν μου έλειπε τίποτα».

Η Νικολέτα Μαντοβάνι θυμάται ακόμη τη μαγεία που εξέπεμπε ο Λουτσιάνο Παβαρότι. «Είχε κάτι το μαγικό πάνω του», λέει με νοσταλγία. «Ο μόνος άλλος άνθρωπος που γνώρισα και είχε εκείνο το ιδιαίτερο φως ήταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα» Ο διάσημος τενόρος διατηρούσε στενή φιλία με την Νταϊάνα και ο θάνατός της τον Αύγουστο του 1997 τον συγκλόνισε βαθιά. «Ηταν απαρηγόρητος. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει στον δρόμο για μια συναυλία στη Μόσχα. Για εκείνον ήταν μια τεράστια απώλεια», θυμάται η Μαντοβάνι.
Την εποχή που γνωρίστηκαν ο Παβαρότι ήταν παντρεμένος με τον παιδικά του έρωτα, την Αντουα Βερόνι. Μαζί είχαν τρεις κόρες –την Τζουλιάνα, τη Λορέντσα και τη Χριστίνα–, όλες μεγαλύτερης ηλικίας από τη Νικολέτα. Οταν ο τενόρος έπρεπε να ταξιδέψει για επαγγελματικές υποχρεώσεις, της ζήτησε να τον συνοδεύσει. «Είχαμε δώσει ένα φιλί, κάτι τέτοιο, και μου είπε “έλα μαζί μου”. Κι εγώ του απάντησα “με τίποτα, είμαι αρραβωνιασμένη και… εσύ είσαι παντρεμένος”».
Ωστόσο συμφώνησε να τον αποχαιρετήσει στο αεροδρόμιο. Και απλώς δεν γύρισε ποτέ σπίτι. Η νεαρή φοιτήτρια επιβιβάστηκε σε ένα ιδιωτικό τζετ και ξεκίνησε μια νέα ζωή στο πλευρό του διάσημου τενόρου – όχι όμως ως βοηθός του, όπως επιμένει να ξεκαθαρίσει. «Ποτέ δεν ήμουν η “γραμματέας” του αφότου αποφάσισα να ζήσω μαζί του», λέει με έμφαση.
Η διάκριση αυτή δεν είναι τυχαία. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, η πρώτη σύζυγος του Παβαρότι, Αντουα, είχε αναλάβει και χρέη μάνατζερ. Καθώς όμως ο τενόρος κατακτούσε τα μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου, οι δρόμοι τους άρχισαν να απομακρύνονται. Οι φήμες για «γραμματείς» και «προστατευόμενές του» που έκρυβαν ερωτικές σχέσεις φούντωναν.
Φήμες και αλήθειες
Η ιστορία του Λουτσιάνο Παβαρότι δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς τις μυθικές φήμες που τον συνόδευαν – ιστορίες για «γραμματείς», ερωμένες και κρυφές σχέσεις. Η μουσικοκριτικός Αν Μίντζετ, συγγραφέας του αποκαλυπτικού βιβλίου «The King and I», μαζί με τον αείμνηστο μάνατζερ και εκπρόσωπο Τύπου του Παβαρότι, Χέρμπερτ Μπρέσλιν, είχε μεταφέρει πολλά από τα παρασκήνια εκείνης της εποχής.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Μπρέσλιν, μετά τη Μάντλιν Ρενέ τη θέση της «γραμματέως» φέρεται να πήρε η ουγγαρέζα τραγουδίστρια Τζούντι Κόβακς – επίσης, όπως λεγόταν, σύντροφός του για κάποια χρόνια. Η Μίντζετ όμως επιμένει πως αυτές οι «επαγγελματικές σχέσεις» είχαν στην πραγματικότητα έναν πιο ανθρώπινο πυρήνα. «Ηταν ιστορίες αγάπης ως επί το πλείστον», λέει. «Και επιπλέον του άρεσε να τον προστατεύουν από άλλες γυναίκες. Οταν φτάνεις σε αυτό το επίπεδο φήμης, οι γυναίκες κυριολεκτικά πέφτουν πάνω σου».
Η ίδια είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις της ότι η κοινή γνώμη υπήρξε υπερβολικά αυστηρή απέναντι στον Παβαρότι. «Ολοι σοκάρονται όταν κλασικοί μουσικοί συμπεριφέρονται σαν ροκ σταρ – το περιμένουμε από τους Rolling Stones, αλλά όχι από έναν τενόρο», σχολιάζει. «Και όμως, νομίζω πως ο Λουτσιάνο ήταν πολύ πιο συντηρητικός απ’ όσο πίστευαν οι περισσότεροι».
Η Νικόλετα Μαντοβάνι συμφωνεί: η εικόνα του Παβαρότι ως άνδρα με αμέτρητες σχέσεις είναι, κατά την άποψή της, εντελώς παραπλανητική. «Είναι ανακριβές», απαντά κατηγορηματικά. «Αυτό δεν ήταν ποτέ μέρος της ζωής του Λουτσιάνο».
Στο βιβλίο του ο Μπρέσλιν υποστήριζε ακόμη ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Παβαρότι «ελεγχόταν» από τη νεότερη σύντροφό του. Η Μαντοβάνι γελάει με αυτή την άποψη. «Αυτό είναι παράξενο», λέει. «Λέγονται τόσα πολλά… αλλά ο Μπρέσλιν γνώριζε πολύ καλά τον Λουτσιάνο. Και αν πράγματι τον ήξερε, θα έπρεπε να γνωρίζει πως κανείς, ποτέ, δεν μπορούσε να ελέγξει τον Λουτσιάνο Παβαρότι.»
Το τίμημα της αυθεντικότητας
Ο Λουτσιάνο Παβαρότι δεν επιδίωξε ποτέ να γίνει αρεστός στους βασιλικούς κύκλους και στην «καλή κοινωνία». Η Νικόλετα Μαντοβάνι το θυμάται με ένα χαμόγελο: «Ποτέ δεν ντυνόταν όπως “έπρεπε” όταν επρόκειτο να υποδεχτεί κάποιον βασιλιά. Ελεγε απλώς: “Αυτός είμαι εγώ”». Αυτή η ανυπόκριτη στάση, που για πολλούς έμοιαζε αλαζονική, ήταν για εκείνον απλώς ειλικρίνεια.
Η Μαντοβάνι βρίσκει το αποκαλυπτικό βιβλίο του Μπρέσλιν «πραγματικά κακεντρεχές». Ο Παβαρότι, όμως, δεν κρατούσε κακία. «Μου είπε: “Αυτό είναι δικό του πρόβλημα, όχι δικό μου”», αναφέρει. Μέχρι τότε, άλλωστε, οι επαγγελματικοί δρόμοι των δύο ανδρών είχαν χωρίσει, ύστερα από δεκαετίες συνεργασίας.
Η δημοσιογράφος Αν Μίντζετ, που συνυπέγραψε το βιβλίο με τον Μπρέσλιν, περιγράφει τη σχέση τους ως την «ιστορία δύο δύσκολων ανθρώπων». Θεωρεί πως η τάση εξιδανίκευσης του Παβαρότι αλλοιώνει την πραγματικότητα: «Η επιθυμία να τα γλυκαίνουμε όλα κάνει την αλήθεια να χάνεται. Και όμως, η αλήθεια είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα».
Η καριέρα του τενόρου τη δεκαετία του ’90 φανερώνει έναν καλλιτέχνη με έντονη ιδιοσυγκρασία. Οι συχνές ακυρώσεις παραστάσεων την τελευταία στιγμή σε εμβληματικές σκηνές όπως της Σκάλας του Μιλάνου και της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης φούντωσαν τις φήμες ότι επρόκειτο για έναν ιδιοφυή αλλά απρόβλεπτο ερμηνευτή.
Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Παβαρότι είχε καθιερωθεί στην κορυφή του λυρικού κόσμου. Το 1972, στη Μητροπολιτική Οπερα, ερμηνεύοντας την άρια «Ah! mes amis» από το «Κορίτσι του Συντάγματος» (La fille du Régiment) του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, πέτυχε το ακατόρθωτο: εννέα διαδοχικά ψηλά ντο και 17 παρατεταμένες επευφημίες από το κοινό. Ηταν η στιγμή που σφράγισε οριστικά τη μετάβασή του από σπουδαίο τενόρο σε παγκόσμιο φαινόμενο.
Σε μια συνέντευξή του το 1976, στην εκπομπή «Desert Island Discs», ο Παβαρότι είχε θυμηθεί ότι παλαιότερα η άρια τραγουδιόταν σε χαμηλότερο τόνο, σε σι ύφεση. «Πολύ πιο εύκολο», παραδέχτηκε, «αλλά λιγότερο συναρπαστικό». Τότε ο μαέστρος του τού είχε προσφέρει αυτή την «εύκολη» λύση, εκείνος όμως αρνήθηκε. Από εκείνη τη στιγμή ο Παβαρότι δεν ήταν απλώς ένας τενόρος· ήταν ο καλλιτέχνης που μπορούσε να γεμίζει αίθουσες, όπως η Μαρία Κάλλας πριν από αυτόν.
H ώριμη εποχή και μια στιγμή αποδοκιμασίας
Στη δεκαετία του ’90 ο Λουτσιάνο Παβαρότι είχε πλέον ξεπεράσει τα όρια της όπερας. Αφιέρωνε περισσότερο χρόνο σε σόλο συναυλίες, στις περίφημες εμφανίσεις με τους «Τρεις Τενόρους», αλλά και σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις υπό τον τίτλο «Pavarotti & Friends», όπου συνεργάστηκε με καλλιτέχνες της ποπ και της ροκ σκηνής που η Νικόλετα Μαντοβάνι λάτρευε – από τους U2 μέχρι τον Ελτον Τζον.
«Τους έβλεπε ίσους με εκείνον, κάποιες φορές και καλύτερους», θυμάται η Μαντοβάνι. «Γιατί μπορούσαν να γράφουν μουσική. Θυμάμαι μια φορά που ήταν με τον Ελτον Τζον και εκείνος συνέθετε. Ο Λουτσιάνο γύρισε και μου είπε: “Το βλέπεις; Είναι σαν να βλέπεις τον Πουτσίνι να δουλεύει. Απίστευτο”». Ο Παβαρότι, λέει, είχε βαθύ σεβασμό για όλους – «για τους συναδέλφους του, για κάθε καλλιτέχνη».
Ομως η δεκαετία δεν περιλάμβανε μόνο δόξα. Το 1992, στη Σκάλα του Μιλάνου, ο Παβαρότι γνώρισε το αδιανόητο: αποδοκιμασίες από το κοινό, όταν η φωνή του έσπασε σε ένα ψηλό σι, σε ένα σημείο της όπερας «Δον Κάρλος» του Τζουζέπε Βέρντι. Ηταν 56 ετών. Ο ίδιος είχε παραδεχθεί στην αυτοβιογραφία του πως «οι τενόροι αρχίζουν να χάνουν τη φωνή τους στα πενήντα».
Για τη Μαντοβάνι, ωστόσο, εκείνη η στιγμή δεν μειώνει σε τίποτα το μεγαλείο του. «Οταν κάποιος μου το αναφέρει, του λέω πάντα: πήγαινε να ακούσεις την ηχογράφηση και πες μου αν υπάρχει άλλος που μπορεί να το τραγουδήσει καλύτερα. Είναι πρόκληση – κάν’ το και μετά απάντησέ μου».
Η ίδια απορρίπτει και τη θεωρία ότι η φωνή του επιδεινώθηκε με τα χρόνια: «Δεν είναι αλήθεια ότι η φωνή χειροτερεύει. Η φωνή γεμίζει με ό,τι κουβαλάς – τη χαρά σου, τα δάκρυά σου, όλη σου τη ζωή. Είναι μια διαφορετική φωνή, πιο ώριμη αλλά όμορφη. Ο Λουτσιάνο έφυγε από αυτόν τον κόσμο έχοντας ακόμα μια υπέροχη φωνή».
Η σχέση τους έγινε δημόσια το 1996, όταν φωτογραφήθηκαν μαζί στη θάλασσα των Μπαρμπάντος. «Οσο ο κόσμος δεν ήξερε, ήταν εύκολο», λέει η Μαντοβάνι. «Αλλά δεν προσπαθήσαμε ποτέ να το κρύψουμε. Οταν βγήκε στη δημοσιότητα… τότε ήρθαν τα προβλήματα. Ολοι μάς κατέκριναν. Η κόρη μου, που είναι εδώ μαζί μου, ακόμη σοκάρεται όταν το σκέφτεται. Σήμερα δεν θα ήταν είδηση· τότε, όμως, υπήρξε πραγματική επίθεση. Είπαν τα πάντα για μένα – αλλά ο Λουτσιάνο ήταν στο πλευρό μου».
Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 2003. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε η κόρη τους, Αλις (προφέρεται Αλίτσε). Ο Παβαρότι έφυγε από τη ζωή όταν εκείνη ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Σήμερα είναι 22 και ακολουθεί τα δικά της βήματα: «Είναι δημοσιογράφος», λέει η Μαντοβάνι με ένα μειδίαμα. «Πέρασα όλη μου τη ζωή αποφεύγοντας τους δημοσιογράφους και τώρα έχω μία στο σπίτι. Αλλά το λατρεύω. Πώς το λένε; Ο κύκλος της ζωής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
