Σκορσέζε – Αρμάνι: Μια αληθινή φιλία σαράντα ετών
Σκορσέζε – Αρμάνι: Μια αληθινή φιλία σαράντα ετών
«Ο Τζόρτζιο και εγώ πρώτη φορά συναντηθήκαμε το 1983 στο Μιλάνο. Μερικές φορές χρειάζεται χρόνος για να γνωριστούν δυο άνθρωποι, αλλά ενίοτε βρίσκουν αμέσως κοινό έδαφος. Αυτό συνέβη με εμάς. Εγώ λάτρευα τη μόδα, εκείνος λάτρευε τον κινηματογράφο, και έτσι άρχισαν όλα», θυμάται σήμερα ο Μάρτιν Σκορσέζε, συνομιλώντας με τον Εμανουέλ Φαρνέτι και τη Σερένα Τιμπάλντι της Repubblica.
Η συνεργασία μεταξύ του κορυφαίου ιταλού μόδιστρου και του κορυφαίου αμερικανού κινηματογραφιστή «καθόρισε την ιστορία του κοστουμιού», όπως γράφουν οι δημοσιογράφοι της ιταλικής εφημερίδας, έχοντας κατά νου τα κοστούμια που σχεδίασε ο Αρμάνι για τον Ρόμπερτ ντε Νίρο στο «Καζίνο», για τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στον «Λύκο της Γουόλ Στριτ», αλλά και για τον Ρέι Λιότα και τον Τζο Πέσι στα «Καλά Παιδιά».
Ενδεικτική, όμως, της στενής σχέσης μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία εξελίχθηκε σε φιλία ζωής, δεν είναι μια ταινία, αλλά ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που γύρισε ο σκηνοθέτης το 1990 με τίτλο «Made in Milan». Ακολουθώντας επί μέρες τον Αρμάνι κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών για μια επίδειξη, και συζητώντας μαζί του, ο Σκορσέζε συνέβαλε στην εδραίωση του θρύλου του ιταλού μετρ της μόδας, συνθέτοντας ένα πρωτότυπο κινηματογραφικό αφήγημα, καταρχήν για τη δουλειά του, αλλά και για τη ζωή του, καθώς και για την αγαπημένη του πόλη, το Μιλάνο.
Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ο Mάρτιν Σκορσέζε δεν κατάφερε να παραστεί την περασμένη Κυριακή στην επίδειξη για τα πενήντα χρόνια του οίκου Armani (στην οποία παρουσιάστηκε η τελευταία κολεξιόν που επιμελήθηκε ο ίδιος ο μόδιστρος, προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια στις 4 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 91 ετών). Αποδέχτηκε, όμως, αμέσως να μιλήσει για τον εκλιπόντα φίλο του, απαντώντας στις ερωτήσεις της Repubblica.
Ο Αρμάνι φημιζόταν για την ευγένειά του, αλλά ήταν επίσης διάσημος για την εξαιρετική διακριτικότητά του, η οποία, όποτε βρισκόταν με ανθρώπους που δεν γνώριζε καλά, μετατρεπόταν σε επιφυλακτικότητα. Πώς, λοιπόν, ο Μάρτιν Σκορσέζε κατάφερε να αναπτύξει μαζί του μια σχέση που ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της απλής συνεργασίας;
«Ο Τζόρτζιο ήταν επιφυλακτικός και συγκρατημένος επειδή έπρεπε να είναι. Το σωστό είναι να εκθέτεις μόνο ένα μικρό μέρος του εαυτού σου δημόσια. Πρέπει πάντα να προσπαθείς να προστατεύεις ό,τι είναι ιδιωτικό και πολύτιμο. Θα έλεγα ότι συμμεριζόμασταν αμφότεροι αυτή την ιδέα και, τελικά, μας ένωσε», απάντησε ο 82χρονος σκηνοθέτης.
Στην ερώτηση αν το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν ράφτης συνέβαλε στο να προσεγγίσει πιο εύκολα τον Αρμάνι και τον κόσμο του, ο Μάρτιν Σκορσέζε διόρθωσε ευγενικά τους ιταλούς συνομιλητές του, εξηγώντας πως «ο πατέρας μου εργαζόταν ως σιδερωτής στο Garment District, τη γειτονιά των ραφείων της Νέας Υόρκης. Αλλά το ντύσιμό του ήταν πάντα φροντισμένο. Πίστευε πως δεν ήταν σωστό να βγαίνει κανείς από το σπίτι “σαν αλήτης”, όπως έλεγε. Αλλωστε αυτός ήταν ο κανόνας εκείνη την εποχή: οι άνδρες φορούσαν κοστούμια, ή τουλάχιστον σακάκια και γραβάτες, και δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς καπέλο. Οι γυναίκες φορούσαν φορέματα. Ηταν ένας πολύ διαφορετικός κόσμος».
Κάποια στιγμή, όμως, «τα δεδομένα άλλαξαν, ο κόσμος άρχισε να προτιμά άνετα, ας πούμε ανεπίσημα, ρούχα. Αντιλαμβανόμουν τι συνέβαινε, ενώ ο Τζόρτζιο το κατάλαβε αμέσως. Αυτό που έκανε ήταν να βρει μια ισορροπία μεταξύ άνεσης και κομψότητας. Και ήταν πραγματικά αξιοσημείωτο το πώς τα κατάφερε. Δεν υπάρχει τίποτα το άκαμπτο ή το άβολο στα ρούχα του. Και δεν προορίζονται για να επιδεικνύονται: δεν είναι ρούχα που φοριούνται μία φορά για να τραβήξουν τα βλέμματα και μετά να καταλήξουν σε μια ντουλάπα. Κατάλαβα τι είχε στο μυαλό του και τον θαύμασα γι’ αυτό. Μπορώ να φανταστώ ότι και εκείνος, με τη σειρά του, εκτίμησε τις ταινίες μου. Αλλά γνωρίζω πως μεταξύ μας αναπτύχθηκε μια γνήσια φιλία».
Οσο για τον ρόλο της μόδας στον κινηματογράφο, ο Μάρτιν Σκορσέζε σημείωσε πως «δεν είναι τόσο θέμα μόδας όσο ρούχων. Είναι πάρα πολλά τα στοιχεία που αφηγούνται την ιστορία μιας ταινίας, και το ντύσιμο καθενός από τους πρωταγωνιστές είναι ένα από τα πιο σημαντικά. Κατά μία έννοια είναι σαν το μοντάζ: ο θεατής σχεδόν δεν πρέπει να το προσέχει. Θα πρέπει να φαίνεται σαν οι ηθοποιοί να φορούν τα δικά τους ρούχα. Τα ρούχα αφηγούνται την ιστορία των χαρακτήρων, του κόσμου τους, της εποχής που ζουν, των τόπων όπου κατοικούν. Τα ρούχα βρίσκονται στην καρδιά του κινηματογράφου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
