Διαζύγιο στα εξήντα; Γιατί όχι;
Διαζύγιο στα εξήντα; Γιατί όχι;
Η τελευταία περίπτωση που προκάλεσε ντόρο και συζητήθηκε ευρέως ήταν αυτή της Νικόλ Κίντμαν και του Κιθ Ερμπαν: η ηθοποιός και ο τραγουδοποιός, λίγo πριν από τα εξήντα και ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια γάμου, αποφάσισαν να χωρίσουν. Στην πραγματικότητα, όμως, τα αποκαλούμενα «γκρίζα διαζύγια», δηλαδή μεταξύ ανθρώπων ηλικίας από 50 έως 60 ετών ή και παραπάνω, τείνουν να καταστούν σύνηθες φαινόμενο των καιρών μας.
«Μια γκρίζα κοινωνική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη, με ανθρώπους στα τέλη της δεκαετίας των 50 και στα 60 τους να τερματίζουν ολοένα πιο συχνά τους γάμους τους, ακριβώς όταν θα έπρεπε να ήταν πιο σταθεροί», είχε γράψει o Guardian την άνοιξη του 2021, σχολιάζοντας την ανακοίνωση του διαζυγίου των Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς έπειτα από 27 χρόνια γάμου και τρία παιδιά, όταν εκείνος ήταν 65 ετών και η μέλλουσα πρώην σύζυγός του 56. Και, φυσικά, υπάρχουν και άλλα διάσημα παραδείγματα και μεγαλύτερης, μάλιστα, ηλικίας.
Οταν ανακοινώθηκε το διαζύγιο –μετά από 45 χρόνια κοινής ζωής– της Μέριλ Στριπ και του Ντον Γκάμερ τον Οκτώβριο του 2023, η κορυφαία ηθοποιός ήταν 74 ετών ενώ ο γλύπτης πρώην σύζυγός της 77 (αν και στην πραγματικότητα ζούσαν χωριστά από το 2017). Και ο Τζεφ Μπέζος ζήτησε διαζύγιο από τη Μακένζι Σκοτ λίγες εβδομάδες πριν γιορτάσει τα 55 γενέθλιά του (εκείνη ήταν 49 ετών) μετά από 25 χρόνια γάμου.
Αλλά τα «γκρίζα διαζύγια» δεν αφορούν μόνον τους ζάπλουτους και τους διάσημους αυτού του κόσμου και, όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ της η ιταλική Corriere della Sera, συνεχίζουν να αυξάνονται όχι μόνο στις ΗΠΑ και στη Βόρεια Ευρώπη, περιοχές όπου το διαζύγιο έχει πάψει εδώ και δεκαετίες να αποτελεί ταμπού, αλλά ακόμη και στην Ιταλία, όπου η διάλυση ενός γάμου εξακολουθεί να είναι «ζήτημα». Στο ιταλικό δημοσίευμα αναφέρεται ενδεικτικά πως από το 2014 έως το 2023 τα διαζύγια στις ηλικίες άνω των εξήντα ετών σχεδόν τριπλασιάστηκαν στη χώρα.
Πώς εξηγείται, όμως, το φαινόμενο; «Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά έχουν εγκαταλείψει πλέον την οικογενειακή εστία και ζευγάρια που ενδεχομένως να παρέμεναν μαζί για να τα μεγαλώσουν, μπορεί να αρχίσουν να αμφισβητούν τις σχέσεις τους», εξήγησε, μιλώντας στην Corriere, ο Ντούτσο Μπαρόνι ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής.
Σημείωσε επίσης πως «κατά το παρελθόν ήταν πιο συνηθισμένο οι μακροχρόνιοι γάμοι να τερματίζονται, επειδή ο άντρας έβρισκε μια νεότερη σύντροφο. Σήμερα συχνά είναι οι γυναίκες εκείνες που ζητούν διαζύγιο, λόγω της πολιτισμικής αλλαγής που έχει συντελεστεί και εξαιτίας, ενίοτε, διαδικασιών προσωπικής ανάπτυξης – αυτογνωσίας που τις ωθούν να δίνουν προτεραιότητα στην ευημερία τους και να μη συμβιβάζονται με μη ικανοποιητικές σχέσεις», πρόσθεσε ο ιταλός ειδικός.
Σημαντικός παράγοντας είναι και το γεγονός πως τα εξήντα είναι, πλέον, τα νέα πενήντα, τα οποία, με τη σειρά τους, καθίστανται τα νέα σαράντα. «Οι γυναίκες στα πενήντα τους σήμερα έχουν μέσο υπόλοιπο ζωής 36,5 χρόνια (οι άνδρες 33). Στα 60 τους έχουν κατά μέσο όρο ακόμη 27 χρόνια (και οι άνδρες 24) εκ των οποίων περίπου 20 χρόνια με καλή υγεία. Είναι προφανές ότι δεν θέλουν να τα περνούν σε σχέσεις στις οποίες δεν αισθάνονται πλέον άνετα», ανέφερε σχετικά στην Corriere η Λετίτσια Μενκαρίνι, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι του Μιλάνου με ειδίκευση στη δημογραφία.
«Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη γενιά των baby boomers, τα μέλη της οποίας, ηλικίας μεταξύ 60 και 65 ετών, αισθάνονται πως έχουν μια δεύτερη ευκαιρία», πρόσθεσε η ιταλίδα πανεπιστημιακός, θυμίζοντας πως η εν λόγω γενιά υπήρξε, μεταξύ άλλων, η γενιά της μαζικής εισόδου των γυναικών στον κόσμο της εργασίας και των κοινωνικών αλλαγών που συνέβαλαν στο να πάψει να θεωρείται ταμπού το διαζύγιο. Και εξακολουθεί να είναι μια «πλούσια» και με «καλή υγεία» γενιά. Εν ολίγοις οι άνθρωποι μπορούν και στα εξήντα να αρχίσουν μια νέα ζωή.
Φυσικά, το διαζύγιο είναι επώδυνο, ανεξαρτήτως ηλικίας. «Οι γυναίκες εξακολουθούν να ζημιώνονται οικονομικά», είπε η Μενκαρίνι. «Οι άνδρες ζημιώνονται από την άποψη της κοινωνικότητας. Οταν ένας γάμος τελειώνει, ακόμη και σε μεγαλύτερες ηλικίες και σε όλες τις χώρες, οι μητέρες παραμένουν σε πολύ στενότερη επαφή με τα παιδιά τους από τους πατέρες. Εξακολουθούν να είναι ο συναισθηματικός πυρήνας των οικογενειών».
«Οταν χωρίζουν οι άνδρες, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο απομόνωσης και σοβαρής κατάθλιψης», επιβεβαίωσε ο ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής Μπαρόνι. «Είναι σαφές ότι εάν η κατάσταση είναι άσχημη, είναι καλό να χωρίζουν οι άνθρωποι. Αλλά δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι υπάρχει πάντα κάτι καλύτερο στη γωνία: οι σχέσεις απαιτούν φροντίδα και δέσμευση για να λειτουργούν», πρόσθεσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
