1576
O εικονογράφος του The Atlantic επέλεξε αυτούς τους πέντε από τους έξι συναλλασσόμενους με τον Τραμπ και το Protagon επέλεξε τον έκτο, τον Ερντογάν: Κιμ, Σαλμάν, Πούτιν, ο γείτονας, Μέι, Τζόνσον | The Atlantic/CP

Για να έχεις τον Τραμπ φίλο κάνε του ένα ντιλ

Χρήστος Μιχαηλίδης Χρήστος Μιχαηλίδης 29 Αυγούστου 2020, 22:10
O εικονογράφος του The Atlantic επέλεξε αυτούς τους πέντε από τους έξι συναλλασσόμενους με τον Τραμπ και το Protagon επέλεξε τον έκτο, τον Ερντογάν: Κιμ, Σαλμάν, Πούτιν, ο γείτονας, Μέι, Τζόνσον
|The Atlantic/CP

Για να έχεις τον Τραμπ φίλο κάνε του ένα ντιλ

Χρήστος Μιχαηλίδης Χρήστος Μιχαηλίδης 29 Αυγούστου 2020, 22:10

Τώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί, ας πούμε, να φέρει τον Ντόναλντ Τραμπ στα δικά μας νερά όσον αφορά τα Ελληνοτουρκικά, το κλασικό επιχείρημα των διαχρονικών σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ, και η προσήλωση των δύο μας χωρών «στα δημοκρατικά ιδεώδη» και στο «διεθνές δίκαιο», μάλλον δεν πιάνει τόπο. Ο λόγος, σύμφωνα με μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα του The Atlantic, είναι απλός: Ο αμερικανός Πρόεδρος δεν καταλαβαίνει από τέτοια, μάλλον τον απωθούν κιόλας. Εκτός των άλλων επίσης, είναι ανιστόρητος. Κυρίως όμως, έχει άλλους κώδικες, δικούς του. Άλλους τρόπους σκέψης. Και με αυτούς πρέπει να ευθυγραμμιστείς, εάν θέλεις κάτι να κερδίσεις από αυτόν.

Το μυαλό του λειτουργεί επιχειρηματικά. Τη συμφωνία δεν τη λέει agreement, αλλά deal. Που πάει να πει «για να σου δώσω, πες μου τι θα κερδίσω εγώ». Ξέρουμε, εκ των πραγμάτων, ότι τις συμφωνίες (σε θεσμικό, πολιτικό επίπεδο) τις απεχθάνεται, τις απορρίπτει και δεν τις τηρεί. Έφυγε από τη Συμφωνία του Παρισιού για την μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων. Κατήργησε την συμφωνία Ομπάμα και επανέφερε αυστηρό εμπάργκο κατά του Ιράν. Και πρόσφατα, μέσα σε μια νύχτα, πέταξε στα άχρηστα την συμφωνία υπαγωγής των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, θεωρώντας ότι απέκρυψε την πανδημία γρίπης όταν πρωτο-ξέσπασε στην Κίνα, και είπε «εμείς φεύγουμε, γεια σας».

Τα ντιλ, αντίθετα, τα λατρεύει. Όσοι πολιτικοί ηγέτες άλλων χωρών το έχουν καταλάβει αυτό, έχουν βρει το κόλπο να «κερδίσουν» τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, και να πάρουν κάτι από αυτόν. Οι Σαουδάραβες. είναι ίσως οι πρώτοι και καλύτεροι. «Έχουν πιάσει όσο λίγοι το νόημα για να φέρουν τον Τραμπ με τα νερά τους», γράφει το έγκυρο αμερικανικό περιοδικό. Ενδεικτικά, με γνωριμίες δυνατές, και με προσέγγιση επιχειρηματικής διαπραγμάτευσης έκλεισαν «καλές συμφωνίες μαζί του», κι ας αποφάνθηκε η CIA ότι ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ενέχεται στην δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, έγκριτου δημοσιογράφου της αμερικανικής Washington Post.

Κατά έναν παράξενο τρόπο, που όμως ταιριάζει απολύτως με την δική του ιδιοσυγκρασία, πίσω από πολιτικούς ηγέτες που για πολλούς είναι αυταρχικοί, αντιδημοκρατικοί, ίσως και διεφθαρμένοι, όπως ο Κινέζος Σι Τζινπίνγκ, ο Ρώσος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Τούρκος Ταγίπ Ερντογάν, ο Τραμπ βλέπει «killer business guys like me», δηλαδή «αδίστακτους επιχειρηματίες σαν και μένα». Τούτη τη φράση χρησιμοποίησε πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου που μίλησε στο Atlantic, και έχει «διαβάσει καλά» τον τωρινό ένοικό του. Το «killer guys», δηλαδή «τύποι που καθαρίζουν», είναι προσφιλής του έκφραση.

Όλοι θυμούνται – και το περιοδικό με αυτό ξεκινά το ρεπορτάζ του – την πρώτη επίσημη επίσκεψη ξένου ηγέτη στην Ουάσιγκτον με πρόεδρο τον Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2017. Δέχτηκε με πολλή θέρμη την πρωθυπουργό της Βρετανίας Τερέζα Μέι, που λίγους μήνες πριν είχε κληρονομήσει το «όχι» των Βρετανών στην ΕΕ, και είχε αναλάβει το δύσκολο έργο να το φέρει εις πέρας. Ο Τραμπ, ήταν μαζί της. «Μη φοβάσαι τίποτα», της είπε όταν συζήτησαν κατ’ ιδίαν. «Εδώ είμαι εγώ, για σένα και για την Βρετανία».

Έπειτα όμως από την κατ΄ιδίαν συνάντηση των δύο, ήρθε η συνέντευξη Τύπου, «και κάτι στράβωσε», γράφει το The Atlantic. Ο Τραμπ είπε στην Μέι να επιλέξει εκείνη δημοσιογράφο που θα κάνει την πρώτη ερώτηση, και η πρωθυπουργός έδειξε την Λόρα Κούνσμπεργκ του BBC. Αυτή, θυμήθηκε και θύμισε στον Τραμπ ό,τι αρνητικό είχε μαζέψει για αυτόν. «Έχετε πει ότι τα βασανιστήρια καμιά φορά είναι αποτελεσματικά. Υμνείτε την Ρωσία. Θέλετε να απαγορεύσετε στους Μουσουλμάνους να έρχονται στην Αμερική. Θέλετε να ποινικοποιήσετε τις αμβλώσεις. Στη Βρετανία, αυτές οι απόψεις φέρνουν αναστάτωση. Τι θα πείτε σε όσους μας βλέπουν τώρα και ίσως ανησυχήσουν με αυτά που λέει ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου;».

Λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής, ο Τραμπ κοιτά τη Μέι και της λέει: «Δική σου επιλογή ήταν αυτή;» (εννοώντας τη δημοσιογράφο). Αυθόρμητα γέλια. Και, έπειτα, η επιτυχημένη ατάκα από τον πρόεδρο: «πάει πια η παραδοσιακή μας σχέση…»

Είχε χιούμορ, αλλά έβγαζε και κακία η φράση του. Ήταν έξυπνη, σχολίασαν οι δημοσιογράφοι, αλλά έκρυβε και μιαν αλήθεια που τότε πολύ λίγοι διαισθάνθηκαν.

Από την «καλημέρα» βεβαιώθηκαν όλοι ότι ετούτος ο πρόεδρος δεν είναι εύκολη υπόθεση, και όσοι ασχολούνται με το πολιτικό/διπλωματικό ρεπορτάζ ξέρουν ότι κάθε ηγέτης άλλης χώρας που επισκεπτόταν την Ουάσιγκτον, έλεγε στον εαυτό του ή και στους συνεργάτες του: «πώς να τον χειριστώ τώρα αυτόν;».

«Για τη Βρετανία, με τις ειδικές σχέσεις που ανέκαθεν είχε με τις ΗΠΑ, με την δεδομένη υποστήριξη του Τραμπ στο Brexit, και τούς ιδιαίτερους δεσμούς με την Σκωτία λόγω της μητέρας του, (που γεννήθηκε εκεί, σε ένα μικρό χωριό που το λένε Τονγκ), όλα έμοιαζαν ρόδινα. Κι όμως, για το Ηνωμένο Βασίλειο η ιστορία της προεδρίας Τραμπ σημαδεύεται από πλήρη διπλωματική αποτυχία. Όπου μπορεί να χρειάστηκε αμερικανική υποστήριξη, όπως στο εμπόριο, στο Ιράν, στο κλιματικό, στη Ρωσία, δεν κέρδισε απολύτως τίποτα».

Από την επίσκεψη Μέι και μετά, η επιρροή της Βρετανίας στην Ουάσιγκτον έχει καταπέσει, σημειώνει το The Atlantic, επισημαίνοντας αντίθετα ότι αρκετές άλλες χώρες που δεν είχαν ποτέ αυτούς τους παραδοσιακούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, επωφελήθηκαν τα μέγιστα από συμφωνίες (συγγνώμη, deals) που πέτυχαν επί προεδρίας Τραμπ: Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Ινδία και Βόρεια Κορέα, είναι μερικές.

Για να κατανοήσει λοιπόν καλύτερα αυτό το παράδοξο, το The Atlantic μίλησε με δεκάδες νυν και πρώην διπλωμάτες και αξιωματούχους στην Αμερική και στο εξωτερικό – κάποιοι εν ενεργεία, κάποιοι όχι. Πολλοί από αυτούς έχουν συνεργαστεί απευθείας με τον Τραμπ και μέλη της κυβέρνησής του. Οι περισσότεροι ζήτησαν να τηρηθεί ανωνυμία, προκειμένου να μιλήσουν πιο ανοικτά και ελεύθερα. Επίσης, μίλησε με πολιτικούς αναλυτές, πολιτικούς και συμβούλους των τωρινού καθεστώτος στην Ουάσιγκτον.

Το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτή τη δημοσιογραφική έρευνα, είναι ότι για να περάσεις τις θέσεις σου στον Τραμπ και να κερδίσεις κάτι από την Ουάσιγκτον, είτε είσαι ηγέτης κράτους, είτε σε διπλωματική υπηρεσία του, «πρέπει να έχεις κάτι να πουλήσεις, αλλά και τις διασυνδέσεις για να το πουλήσεις».

Για παράδειγμα: Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, κατάφερε να έχει απευθείας γραμμή επικοινωνίας με τον Τραμπ, και να την χρησιμοποιεί όποτε ήθελε. Έτσι πχ, τον έπεισε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα της χώρας στην Ιερουσαλήμ – μέγας θρίαμβος για τον Νετανιάχου, αλλά έδρεψε καρπούς και ο Τραμπ· ίσως τούς δούμε και στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.

Θυμάμαι: Μιλώντας στη Κύπρο εκείνον τον καιρό με ισραηλινή πηγή, το μήνυμα που πέρασε τότε η ισραηλινή κυβέρνηση στον Τραμπ ήταν: «κάνε αυτό που σου ζητάμε, και θα γευθείς έμπρακτα την ευγνωμοσύνη των Ισραηλινών». Αυτό, στη γλώσσα του αμερικανού επιχειρηματία-προέδρου λέγεται ντιλ, και είναι κάτι που τον ενθουσιάζει.

Για τους Σαουδάραβες, τα είπαμε. Αυτοί κατάφεραν να σφυρηλατήσουν ισχυρούς δεσμούς με την οικογένεια του προέδρου μέσω του γαμπρού του, Τζάρεντ Κούσνερ, που είναι επενδυτής, «ντιβέλοπερ», εκδότης και σύμβουλος του πεθερού. Μιλάνε, δηλαδή, την ιδια γλώσσα…

Η Ινδία, επίσης, γράφει το The Atlantic, έχει αποδειχθεί «μέγας παίκτης» στην διπλωματική στρατηγική της απέναντι στην Ουάσιγκτον. Επενδύθηκε πολύς κόπος στον προγραμματισμό της πρώτης επίσκεψης του ινδού προέδρου Ναρέντα Μόντρι πέρυσι στο Τέξας, και του Τραμπ τον περασμένο Φεβρουάριο στο Δελχί. Ο Ινδός του μίλησε ευθέως, κολακεύοντας τον τρόπο, λέει, που ασκεί πολιτική με επιχειρηματικά ένστικτα. Συζήτησαν για αμοιβαία συμφέροντα, και τα βρήκαν γρήγορα. Ο Τραμπ τον λάτρεψε.

Ο Ερντογάν, πάλι, ταιριάζει πιο πολύ με την bullying πλευρά του Τραμπ. Λέγεται, από δημοσιεύματα τον Μάιο του 2017, πως άρεσε στον αμερικανό πρόεδρο η εξήγηση που του έδωσε ο τούρκος πρόεδρος για την επέμβαση καταστολής από δικούς τους άνδρες ασφαλείας εναντίον αντιφρονούντων κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, ρωτώντας τον: «δεν θα ‘κανες και εσύ το ίδιο;». Παρόλο που, επισήμως, οι ΗΠΑ καταδίκασαν τις επιθέσεις των μπράβων του Ερντογάν, ο Τραμπ δεν αναφέρθηκε καθόλου σε αυτές.

Από την σχέση αυτή, έχοντας μιλήσει με αρκετούς διπλωμάτες, το The Atlantic πιστεύει πως ο Ερντογάν αποκόμισε από τον Τραμπ σημαντικά γεωπολιτικά κέρδη στη Συρία.

Το περιοδικό συμπεραίνει ακόμη από τα λεγόμενα ανθρώπων που έχουν δουλέψει με τον Τραμπ πολύ στενά, πως το πρόβλημα για τους παλιούς, παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, ακόμα και η Αυστραλία ή και άλλες χώρες που πάντα είχαν ένα αποκούμπι την Ουάσιγκτον, είναι ότι «ο πρόεδρος αντιμετωπίζει τις διεθνείς σχέσεις σαν μια αλληλουχία επιχειρηματικών συμφωνιών (deals), από τις οποίες υπάρχουν πάντα κερδισμένοι και χαμένοι».

Στον δικό του κόσμο δε, «οι στρατηγικές, οι συμμαχίες, και οι αξίες δεν λένε απολύτως τίποτα».

Ενας πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, είπε στο The Atlantic ότι το μειονέκτημα του Τραμπ είναι ότι το μόνο εργαλείο μέτρησης που έχει είναι το χρήμα. Και ο βασικός λόγος για αυτό είναι ότι δεν έχει ιδέα από Ιστορία.

Ο ασυγκράτητος πρόεδρος των ΗΠΑ, κατηγορείται από το σύστημα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, ότι έχει σαρώσει κυριολεκτικά ό,τι το κρατάει και ό,τι το καθορίζει, χρόνια τώρα. Στην θέση της παραδοσιακής διπλωματίας, έχει αναβαθμίσει άλλους παράγοντες, όπως είναι η προσωπικότητα κάποιου, οι οικογενειακοί δεσμοί, οι πολιτικές διασυνδέσεις και, βεβαίως, το χρήμα. Επομένως, εάν κάποιος θέλει να συζητήσει πολιτική με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, πρέπει να εμπίπτει σε αυτούς τους «παράγοντες», και να μιλήσει απευθείας, σε αυτή τη βάση, με αυτόν που κατέχει τώρα το αξίωμα, τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Βίκτορ Τσα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τζόρτζταουν και πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου, είπε στο περιοδικό ότι μερικά κράτη έχουν πράγματι επωφεληθεί από αυτό το «περιβάλλον», και άλλα έχουν υποφέρει.

Εκείνα που ανήκουν στη πρώτη κατηγορία, των «ξύπνιων κρατών» θα πει κανείς, έχουν τα εξής χαρακτηριστικά, λέει ο καθηγητής Τσα: διαθέτουν αυταρχικό ηγέτη, έχουν κάποια καλή διασύνδεση/γνωριμία με μέλος της οικογένειας Τραμπ, ή μπορούν να του πουλήσουν μια συμφωνία (deal, είπαμε), που θα του επιτρέψει να παρουσιάσει ως προσωπικό του θρίαμβο.

Σε αυτά τα πλαίσια λοιπόν, το Ισραήλ δεν μπορεί να πει κάποιος ότι κυβερνάται αυταρχικά, αλλά πληροί τα άλλα δύο κριτήρια: οικογενειακές διασυνδέσεις (ο Νετανιάχου έχει παλιούς δεσμούς με την οικογένεια Κούσνερ που λέγαμε πριν), και ικανότητα να συνάπτει επιχειρηματικά deal πολιτικής ωφέλειας.

Τόσο απροκάλυπτα, τόσο απλά, αλλά και τόσο αποτελεσματικά…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...