868
| Alexandros Michailidis / SOOC

Η έννοια και κατάχρηση του όρου φασισμός

Σταύρος Μπρεκουλάκης Σταύρος Μπρεκουλάκης 29 Φεβρουαρίου 2016, 09:55

Η έννοια και κατάχρηση του όρου φασισμός

Σταύρος Μπρεκουλάκης Σταύρος Μπρεκουλάκης 29 Φεβρουαρίου 2016, 09:55

Στο πλαίσιο των γαλλικών περιφερειακών εκλογών τον περασμένο Δεκέμβριο και με αφορμή την ανησυχητική άνοδο της Μαρίν Λεπέν και του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου έγινε κατά κόρον χρήση του όρου «φασισμός» και εκτεταμένη συζήτηση για την άνοδο του φασισμού στην Γαλλία και στην Ευρώπη γενικότερα.

Είναι, λοιπόν, χρήσιμο να ξαναδούμε (έστω στα περιορισμένα πλαίσια του σύντομου αυτού σχολίου) κατά πόσο είναι ακριβής η σύγχρονη χρήση του όρου φασισμός και ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν από την τυχόν στρέβλωσή του.

Mια από τις βασικές αρχές του φασισμού είναι η αποστροφή στις αρχές της αστικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Για τον φασισμό, ισχυρές κοινωνίες χρειάζονται ισχυρή και αποτελεσματική διακυβέρνηση. Η άσκηση της εξουσίας μέσω δημοκρατικά εκλεγμένων θεσμών και αρχών (κοινοβούλιο, αρχή δεδηλωμένης, κυβέρνηση που λογοδοτεί στο κοινοβούλιο και στν λαό) είναι κατά τον φασισμό, μια εξόχως αναποτελεσματική και χρονοβόρα μορφή διακυβέρνησης κατά την οποία η κυβέρνηση αντί να λαμβάνει γενναίες και γρήγορες αποφάσεις αναλίσκεται σε διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς.

Κατά συνέπεια, η κατάλυση της αστικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, του συντάγματος και του κράτους δικαίου, καθώς και η αντικατάστασή τους από μια ισχυρή, πλην όμως αντιδημοκρατική και αντιφιλελεύθερη εξουσία αποτελεί καταστατική θέση του φασισμού.

Οι ιστορικές και φιλοσοφικές ρίζες του φασισμού εντοπίζονται στο κίνημα του ρομαντισμού,  το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε στις  αρχές του 19ου αιώνα στην Γερμανία ως αντίδραση στον φιλελεύθερο ορθολογισμό και εμπειρισμό της γαλλικής επανάστασης.

Το κακό και επικίνδυνο είναι ότι με την ανακριβή και κυρίως κατά κόρον χρήση του όρου «φασισμος» δημιουργούνται συνθήκες αποδοχής και κανονικοποίησης (normalization) του στον σύγχρονο πολιτικό διάλογο και πολιτισμό

Σε αντίθεση με πολλούς γάλλους διαφωτιστές, όπως για παράδειγμα ο Βολτέρος που πίστευε ότι ο άνθρωπος γεννιέται εκ φύσεως καλός, σημαντικοί εκπρόσωποι του αντι-διαφωτισμού (πρόδρομοι του ρομαντισμού), όπως για παράδειγμα ο Γάλλος αντιδραστικός Ζοζέφ ντε Μεστρ, τον οποίον ο Αϊζάια Μπερλίν θεωρεί ως τον πνευματικό πατέρα του φασισμού, πίστευαν ότι ο άνθρωπος είναι ενδιάθετα κακός. Κατά συνέπεια, για να συνυπάρξουν αρμονικά οι άνθρωποι, που εκ φύσεως ρέπουν στο κακό, χρειάζονται ισχυροί και αποτελεσματικοί (πλήν όμως αντι-φιλελεύθεροι και αντιδημοκρατικοί) θεσμοί που μπορούν να επιβάλουν την πειθαρχία και να την υπακοή στους νόμους. Για τον ντε Μεστρ και πολλούς άλλους ρομαντιστές οι ισχυροί θεσμοί της εποχής ήταν όχι το κοινοβούλιο αλλά η μοναρχία και η Εκκλησία.

Επανερχόμενοι στη σύγχρονη γαλλική πολιτική σκηνή και στο Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, είναι αμφίβολο αν η Λεπέν στρέφεται κατά της γαλλικής Δημοκρατίας ως μια μορφή διακυβέρνησης που είναι συλλήβδην αναποτελεσματική. Ο σκοπός της δεν φαίνεται να είναι η ανατροπή της Δημοκρατίας, όπως για παράδειγμα ήταν του Μουσολίνι που ανέτρεψε την ιταλική Δημοκρατία και κατέλαβε την εξουσία με την διαβόητη πορεία των fascisti στη Ρώμη. Άλλωστε την Δημοκρατία και τους θεσμούς της χρησιμοποιεί η Λεπέν και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά, αν κρίνει κανείς από τα ανησυχητικά υψηλά ποσοστά του Γαλλικού Μετώπου στις γαλλικές εκλογές την τελευταία δεκαετία.

Αντιθέτως, η Λεπέν κατά βάση, στρέφεται κατά των ξένων μεταναστών, των ανοιχτών ευρωπαϊκών συνόρων και της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως μιας διακρατικής μορφής διακυβέρνησης που περιορίζει την γαλλική εθνική κυριαρχία.

Κατά συνέπεια, το Γαλλικό Μέτωπο και η Λεπέν είναι κατά βάση ριζοσπαστικοί (δηλαδή ακραίοι) εθνικιστές αφού πολλές από τις θέσεις τους βασίζονται στην διακριτική μεταχείριση των Γάλλων εις βάρος άλλων λαών. Πράγματι, ο φασισμός συνυπάρχει κατά κανόνα με τον εθνικισμό με τον οποίο άλλωστε έχει κοινές ιδεολογικές και ιστορικές ρίζες στο κίνημα του ρομαντισμού το οποίο αποθέωνε εθνικές αξίες (πχ γλώσσα, θρησκεία, εθνικές παραδόσεις και έθιμα) και αποστρέφονταν οικουμενικές αρχές και πολυπολιτισμικότητα.

Ομως ο ρατσισμός και ο αντι-σημιτισμός δεν ήταν συστατικές αρχές του φασισμού (Ο Ερικ Χομπσμπάουμ αναφέρει ότι δεν υπήρχαν καν ως στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας πριν το 1939 και την επιρροή του φασισμού από το Ναζισμό του Χίτλερ).

Προσδιορίζοντας το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο ως κόμμα ριζοσπαστικού εθνικισμού δεν είναι ένας λάιτ χαρακτηρισμός που εξωραΐζει τις θέσεις και τους σκοπούς του. Το αντίθετο. Ο εθνικισμός είναι επικίνδυνη ιδεολογία και επονείδιστη πολιτική θέση που εμπνέει την μισαλλοδοξία και το φόβο στο διαφορετικό πολιτισμό και σε ανθρώπους από διαφορετική εθνική καταγωγή. Αλλά θα πρέπει να διαχωρίζεται από τον άκρως επονείδιστο και άκρως επικίνδυνο φασισμό ως δύο αλληλένδετες μεν, διακριτές δε ιδεολογίες με διαφορετικές βασικές επιδιώξεις: o μεν φασισμός στοχεύει στην κατάλυση της αστικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ο δε εθνικισμός στην διακριτική μεταχείριση των ανθρώπων με βάση την εθνική καταγωγή.

Το κακό και επικίνδυνο είναι ότι με την ανακριβή και κυρίως κατά κόρον χρήση του όρου «φασισμος» δημιουργούνται συνθήκες αποδοχής και κανονικοποίησης (normalization) του στον σύγχρονο πολιτικό διάλογο και πολιτισμό.

Χρησιμοποιώντας τον όρο εκτός του ιστορικού και εννοιολογικού του πλαισίου, αυτός μετατρέπεται σε μια θολή και γενική αναφορά που εν τέλει δε σημαίνει τίποτα. Η χρήση του επεκτείνεται παντού και αποτελεί μέρος του πολιτικής αντιδικίας. Ομως ο φασισμός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από μια πολιτική αντιδικία. Είναι μια ιδεολογία που επιβουλεύεται και υποσκάπτει τη αστική κοινοβουλευτική Δημοκρατία και κατά συνέπεια αν κάποιο κόμμα ή κάποιοι πολιτικοί ή ομάδες πολιτών εμφορούνται από τις αρχές και τις θέσεις του φασισμού θα πρέπει να τίθενται εκτός πολιτικού συστήματος και να καθίστανται παράνομοι.

Διαφορετικά κινδυνεύει να γίνει ο φασισμός μια οικεία και εν δυνάμει ακίνδυνη ιδεολογία, της οποίας οι αντιφιλελεύθερες και αντιδημοκρατικές θέσεις θα εμφιλοχωρούν στην καθημερινότητα της πολιτικής μας ζωής χωρίς να μπορούμε να τις διακρίνουμε και να τις στιγματίσουμε ως άκρως επικίνδυνες, αντιδημοκρατικές και άρα παράνομες  («να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», για παράδειγμα).

* Ο Σταύρος Μπρεκουλάκης είναι τακτικός καθηγητής του Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Queen Mary University of London.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...