738
|

Αλέξανδρος Χέρτσεν: λησμονημένος επαναστάτης

Αλέξανδρος Χέρτσεν: λησμονημένος επαναστάτης

Η ιστορία δεν ακολουθεί «συνταγές»∙ δεν προτείνει λύσεις. Κάποτε καταργεί με πάταγο, διεκτραγωδώντας την ανθρώπινη οίηση, την οποία πνίγει στην πιο αδηφάγα «κινούμενη άμμο». Στο ενδιάμεσο του πριν και του μετά αγωνίζονται οι οραματιστές.

Είναι οι «ήρωες της μεταβατικότητας».

«Περιπλανηθήκαμε αρκετά θαυμάζοντας τη βαθιά αφηρημένη σοφία της φύσης, της ιστορίας. Έχει έλθει η ώρα να συνειδητοποιήσουμε, ότι φύση και ιστορία είναι γεμάτες από το συγκυριακό και το αδιόρατο, από θολούρες και κακοτεχνίες».

Λόγια ενός διαφωνούντος αριστοκράτη, ενός καυστικού και ιδιοφυούς συγγραφέα, εκείνου του φλογερού επαναστάτη, του οποίου οι απόψεις και τα έργα άλλαξαν την κατεύθυνση της πολιτικής και της σκέψης στην πατρίδα του. Είναι παράξενο, αλλά ένα τέτοιο οξύ και ευμετάβλητο πνεύμα, μια τέτοια ανατρεπτική και ποιητική ιδιοσυγκρασία, μια από τις πιο τιμημένες μορφές της Ευρώπης στην εποχή του, ο φίλος που θαύμαζαν οι Μαντσίνι, Γκαριμπάλντι και Ουγκώ, ο από χρόνια αγιοποιημένος διανοούμενος και επαναστάτης, σήμερα αποτελεί ένα λησμονημένο όνομα. Δύο ήσαν οι δυνάμεις, που δέσποζαν στη Ρωσία των μέσων του 19ου αιώνα: ο Αλέξανδρος ΙΙ –Τσάρος πασών των Ρωσιών και ο Αλέξανδρος Χέρτσεν, το όνομα του οποίου δε μπορούσε να αναφερθεί ούτε καν γραπτώς…

Ο Χέρτσεν γεννήθηκε το 1812 στην αριστοκρατική Arbat της Μόσχας, τη χρονιά που η «Μεγάλη Στρατιά» εισέβαλε στη Ρωσία. 

Θα έγραφε αργότερα: «Οι ιστορίες για τη φωτιά της Μόσχας, τη μάχη του Μποροντίνο, την κατάληψη των Παρισίων, αυτά ήσαν τα νανουρίσματά μου, αυτά τα παιδικά τραγούδια, η Ιλιάδα και η Οδύσσειά μου».

Κατάγονταν από την παλιά αριστοκρατική οικογένεια Γιάκοβλεφ, αλλά ο πατέρας του, ο οποίος δεν παντρεύτηκεποτέ τη γερμανίδα μητέρα του, του έδωσε το επώνυμο «Χέρτσεν», λες και ήθελε να τονίσει, ότι αυτός ήταν ο καρπός μιας παράνομης σχέσης, μιας σχέσης της καρδιάς…

Η ζωή του σημαδεύτηκε από τη συντριβή της εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 1825 και τον μετέπειτα απαγχονισμό του ανθού της μορφωμένης αριστοκρατίας, των φίλων του Πούσκιν, των αναγνωστών του Βολταίρου. Ορκίστηκε να εκδικηθεί. Από την κορυφή της αυστηρά δομημένης παραδοσιακής κοινωνίας ο Χέρτσεν αμφισβήτησε και απέρριψε τις βάσεις του οικοδομήματος. Έκτοτε το προσωπικό συνδέθηκε με το πολιτικό. Θα ακολουθήσουν εξορίες και απαγορεύσεις. Ανάμεσα σε κάποια από αυτές, επιστρέφοντας στη Μόσχα, βρίσκει την πόλη σε πνευματική φρενίτιδα. Οι Ρώσοι μόλις είχαν ανακαλύψει ενθουσιασμένοι τον Χέγκελ. Ο Μπακούνιν μάθαινε γερμανικά μελετώντας Καντ και Φίχτε, και μετά βυθιζόταν μανιωδώς στην επεξεργασία της χεγκελιανής μεθοδολογίας.  Ήταν τότε, στον απόηχο της παρουσίας του Ναπολέοντος, που ο Χέγκελ είχε παρουσιάσει μια φιλοσοφία της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα συνέβαλε με τη διάνοιά της στην εξέλιξη του «Παγκόσμιου Πνεύματος». 

Ο Χέρτσεν κυριεύτηκε από έξαρση, βασανίστηκε: Η πατρίδα του αλυσοδεμένη με τη δουλοπαροικία, την τυραννία, την καθημερινή βία∙ η πατρίδα του είχε μείνει εκτός.

Τον απασχολούσε η καταπίεση του ατόμου, η ταπείνωση και η υποβάθμιση της ανθρώπινης αξίας∙ ο ζυγός της κοινωνικής συγκατάβασης, ο σκοταδισμός της άγνοιας, η άγρια, αυθαίρετη κακοδιαχείριση, η οποία ακρωτηριάζει και καταστρέφει το ανθρώπινο, μέσα στη βαρβαρική και απεχθή έκφραση του κρατισμού…

Το 1847 πεθαίνει ο πατέρας του και κληρονομεί μια τεράστια περιουσία. Αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Ευρώπη. Λίγο αργότερα ξεσπούν οι επαναστάσεις του 1848. Έμπλεος ενθουσιασμού σπεύδει στην «πρωτεύουσα των επαναστάσεων». Εκεί μαζί με τους Μπακούνιν και Προυντόν καταλαμβάνουν το αριστερό άκρο του επαναστατικού σοσιαλισμού. Σύντομα η απογοήτευση της συντριβής του επαναστατικού ρεύματος θα πληγώσει ανεπανόρθωτα τον Χέρτσεν. Ως επακόλουθο της δράσης του η ρωσική κυβέρνηση δημεύει την περιουσία του. Για καλή του τύχη επεμβαίνει ο φίλος του Ρότσιλντ, ο οποίος καταφέρνει να ανατρέψει την απόφαση, καθιστώντας έτσι τον «βαρώνο επαναστάτη» ως τον πλουσιότερο σοσιαλιστή της Ευρώπης.  Αυτός με τη σειρά του και πάντα πιστός στις αρχές του συνδράμει ριζοσπάστες εμιγκρέδες, αλλά και εντείνει το συγγραφικό του έργο. 

Εκδίδει τα εξαίρετα περιοδικά «Σήμαντρο» και «Πολικός Αστήρ». Αποτελούν αποκάλυψη. Περιέχουν φιλοσοφικά δοκίμια, κλασικά έργα, τα οποία είχαν απαγορευτεί στη Ρωσία. Στις σελίδες τους συνταιριάζονται πολιτική αρθρογραφία και επικαιρότητα, κυρίως όμως το πνεύμα ελεύθερων ανθρώπων, οι οποίοι δε ζάρωναν μπροστά στη λογοκρισία και οι οποίοι εξέφραζαν σταράτα την απαίτηση για κατάργηση της δουλοπαροικίας. 

Το αριστούργημά του όμως ήταν τα απομνημονεύματά του: «Το παρελθόν και οι σκέψεις μου». Από αυτό έμαθε ο Μαρξ ρωσικά, αυτό ήταν το αγαπημένο βιβλίο πολλών γενιών Ρώσων. Όπως είπε ο Τουργκένιεφ: «Εμπεριέχει μια αρρενωπή, δίχως καμία επιτήδευση αλήθεια». Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο αντάξιο των δημιουργημάτων των Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκογκόλ.

Στο «Από την άλλη ακτή», το αφιερωμένο στον γιο του, τον συμβουλεύει:

«Δεν κτίζουμε, καταστρέφουμε∙ δε διακηρύττουμε μια νέα αλήθεια, καταργούμε ένα παλιό ψέμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος απλά κτίζει γέφυρες∙ ένας άλλος άγνωστος άνθρωπος του μέλλοντος θα περάσει στην άλλη μεριά. Εσύ ίσως το προλάβεις. Σε ικετεύω: Μην παραμείνεις στην από δω μεριά…»

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News