Χωρίς προηγούμενο το προεδρικό πλιάτσικο του Τραμπ
Χωρίς προηγούμενο το προεδρικό πλιάτσικο του Τραμπ
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας ο Ντόναλντ Τραμπ συγκέντρωσε εκατομμύρια δολάρια από χρήματα άλλων ανθρώπων. Χρέωσε τους φορολογούμενους σχεδόν 2 εκατ. δολάρια για την προστασία του κατά τη διάρκεια των εκατοντάδων επισκέψεών του στα διάφορα ριζόρτ και κλαμπ του. Ελαβε εκατομμύρια δολάρια από κεφάλαια που δώρισαν στην προεκλογική εκστρατεία του Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι που επεδίωκαν να κερδίσουν την εύνοιά του. Και οι επιχειρήσεις του έβαλαν στα ταμεία τους τουλάχιστον 13 εκατ. δολάρια από ξένες κυβερνήσεις.
Πλέον, όμως, φαίνεται ότι στην τετραετία που δεν κατείχε την εξουσία, ο αμερικανός πρόεδρος σκέφτηκε πως στην πρώτη του θητεία δεν είχε θέσει υψηλούς στόχους: «Εβγαλε αθέμιτα εκατομμύρια, τώρα επιδιώκει [να βγάλει] δισεκατομμύρια», γράφει ο Ντέιβιντ Φραμ του The Atlantic σε μακροσκελές δημοσίευμά του, αναφερόμενος ενδεικτικά σε μια επένδυση ύψους 2 δισ. δολαρίων από μια κρατική εταιρεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο χρηματιστήριο κρυπτονομισμάτων Binance μέσω της εταιρείας κρυπτονομισμάτων της οικογένειας Τραμπ.
Το Κατάρ, πέρα από το υπερπολυτελές Boeing που δώρισε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, επένδυσε άγνωστο αριθμό δισεκατομμυρίων σε ένα οικιστικό project της οικογένειας Τραμπ στο εμιράτο. Ο Ομιλος Τραμπ πρόκειται να κατασκευάσει επίσης ένα πολυτελές γκολφ κλαμπ στο Βιετνάμ (αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια συνομιλιών για τους δασμούς), ενώ την προηγούμενη εβδομάδα ο αμερικανός πρόεδρος «αντάμειψε» τους 220 κορυφαίους επενδυτές (οι περισσότεροι από τους οποίους εκτιμάται πως είναι αλλοδαποί) στο $TRUMP, το δικό του κρυπτονόμισμα, με ένα δείπνο παρουσία του, σε ένα άλλο δικό του γκολφ κλαμπ, στη Βιρτζίνια.
Το ιστορικό του αμερικανού προέδρου, τόσο στο real estate όσο και στις επιχειρήσεις, βρίθει αποτυχιών: ο αμερικανός δημοσιογράφος σημειώνει πως από το 1991 έως το 2009 οι εταιρείες του υπέβαλαν αίτηση πτώχευσης έξι φορές, ενώ όταν δεν κατείχε την εξουσία, ελάχιστοι, αν όχι κανένας, νόμιμοι επενδυτές τού εμπιστεύονταν τα χρήματά τους.
Ομως από τότε που επέστρεψε στον Λευκό Οίκο ο Τραμπ έχει κατακλυστεί με μετρητά από τα ζάπλουτα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και άγνωστες κινεζικές εταιρείες αγοράζουν ξαφνικά κρυπτονομίσματά του αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το ίδιο κάνουν ακόμη και αμερικανικές εταιρείες, ευελπιστώντας να αποκτήσουν έτσι πρόσβαση στον πρόεδρο.
«Τίποτε παρόμοιο δεν έχει επιχειρηθεί […] στην Ιστορία της αμερικανικής προεδρίας. Πετάξτε τα βιβλία Ιστορίας, απορρίψτε τις αδύναμες συγκρίσεις με σκάνδαλα του παρελθόντος. Δεν υπάρχει αναλογία με καμία προηγούμενη ενέργεια οποιουδήποτε προηγούμενου προέδρου. Το θράσος του αυτοπλουτισμού δεν μοιάζει με τίποτε προηγούμενο σε κανέναν Λευκό Οίκο. Πρόκειται για αμερικανική διαφθορά αντίστοιχη μιας μετασοβιετικής δημοκρατίας ή μιας μεταποικιακής αφρικανικής δικτατορίας», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Αναγνωρίζει, φυσικά, πως «δεν ήταν όλοι οι προηγούμενοι πρόεδροι [των ΗΠΑ] σπουδαίοι άνδρες. Πολλοί είχαν σοβαρά ελαττώματα. Αλλά ένα ελάττωμα είναι εντυπωσιακά σπάνιο μεταξύ των ανδρών που έφτασαν στην προεδρία, ακόμη μεταξύ των χειρότερων εξ αυτών. Ελάχιστοι, αν όχι κανένας, από τους προηγούμενους προέδρους μας χρησιμοποίησαν το αξίωμα για να πλουτίσουν αθέμιτα. Οι ενέργειές τους προκαλέσαν πολλά σκάνδαλα, αλλά σχεδόν κανένα από αυτά τα σκάνδαλα δεν προέκυψε πάνω σε προσπάθειες για αθέμιτο πλουτισμό του είδους που καταβάλλει ο Τραμπ από το 2016».
«Πταίσμα» το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ
Η πιο πολύκροτη υπόθεση διαφθοράς στις ΗΠΑ στην προ Τραμπ εποχή ήταν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που οδήγησε τον πρόεδρο Νίξον στην παραίτηση τον Αύγουστο του 1974. Δύο χρόνια νωρίτερα, διαρρήκτες που είχαν προσληφθεί από την επιτροπή επανεκλογής του Νίξον για να διαρρήξουν τα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω.
Για να μην αναγκαστούν να παραδεχτούν τη σύνδεσή τους με τον Νίξον, ο πρόεδρος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει κυβερνητικές υπηρεσίες για να εμποδίσει τις έρευνες και καταχράστηκε κεφάλαια της προεκλογικής εκστρατείας του για να εξαγοράσει τη σιωπή των διαρρηκτών. Αξιωματούχοι παρεμπόδισαν τη Δικαιοσύνη και διέπραξαν ψευδορκία για να προστατεύσουν τον πρόεδρο. Τελικά, περίπου 48 άτομα καταδικάστηκαν για διάφορα εγκλήματα σχετικά με το Γουότεργκεϊτ.
«Αλλά το Γουότεργκεϊτ ήταν ένα σκάνδαλο που προκλήθηκε από τον αγώνα για πολιτική εξουσία», εξηγεί ο δημοσιογράφος του Atlantic. «Ο Νίξον ήλπιζε ότι στα κεντρικά γραφεία των Δημοκρατικών θα υπήρχαν στοιχεία που θα συνέβαλλαν στην επανεκλογή του, και οι συνεργάτες του κανόνισαν τα κεφάλαια για να πληρώσουν τους δράστες που πιάστηκαν. Η εξουσία ήταν το έπαθλο· τα χρήματα ήταν μόνο ένα μέσο. Το Γουότεργκεϊτ αφορούσε τη διαφθορά με την έννοια της κατάχρησης εξουσίας, όχι με την έννοια της κερδοσκοπίας και της ιδιοτέλειας», συμπληρώνει.
Ο Νίξον σίγουρα δεν ήταν υπεράνω χρημάτων και κατά την παραμονή του στον Λευκό Οίκο αποκόμισε αθέμιτα κέρδη. Κατά τις έρευνες για το Γουοτεργκέιτ διαπιστώθηκε, για παράδειγμα, ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας του κράτησε στην τσέπη του 432.000 δολάρια τα οποία όφειλε να καταβάλει ως φόρο εισοδήματος. Αλλά τα χρήματα που καρπώθηκε δεν αποκτήθηκαν με δωροδοκία ή εκβιασμό, ενώ τα ποσά ήταν σχετικά ασήμαντα.
Οταν ο Νίξον παραιτήθηκε, βρέθηκε σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Αναγκάστηκε να πουλήσει την εξοχική κατοικία του στη Φλόριντα, αλλά και να δώσει μια σειρά από συνεντεύξεις διάρκειας άνω των 28 ωρών στον βρετανό δημοσιογράφο Ντέιβιντ Φροστ έναντι 600.000 δολαρίων. «Ανέκτησε την περιουσία του χάρη κυρίως στα εννέα βιβλία που έγραψε μετά την αποχώρησή του από την προεδρία, όχι από αθέμιτα αποκτηθέντα κέρδη που συσσώρευε κατά τη διάρκεια της θητείας του», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Προεδρικά σκάνδαλα λόγω… καλής πίστης
Υπήρξαν και οικονομικά σκάνδαλα. Αλλά οι πρόεδροι που ενεπλάκησαν ήταν θύματα, όχι τόσο της απληστίας τους, όσο της καλοπιστίας με την οποία αντιμετώπιζαν στενούς συνεργάτες τους. Ο συντάκτης του Atlantic αναφέρεται ενδεικτικά στον Γουόρεν Χάρντινγκ. Ο 29ος πρόεδρο των ΗΠΑ σίγουρα δεν ήταν πρότυπο αρετής: ενώ ορκιζόταν να επιβάλει τους νόμους για την ποτοαπαγόρευση, σέρβιρε ποτά μέσα στον Λευκό Οίκο στις βραδιές χαρτοπαιξίας που διοργάνωνε τακτικά. Ηταν επίσης κατά συρροή μοιχός, ενώ μία από τις ερωμένες του είχε ισχυριστεί πως είχε αποκτήσει μαζί του μια κόρη. Αλλά ακόμα και οι πιο σκληροί επικριτές του Χάρντινγκ –όπως η κόρη του Θίοντορ Ρούσβελτ, Αλις, που τον περιφρονούσε– τον θεωρούσαν περισσότερο χαλαρών ηθών και ανόητο παρά διεφθαρμένο.
Παρότι ο ίδιος δεν ήταν απατεώνας, περιβαλλόταν, όμως, από απατεώνες. Ο υπουργός του Εσωτερικών καταδικάστηκε για δωροδοκία από πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ και ο υπουργός Δικαιοσύνης δικάστηκε δις για ένα άλλο, παρόμοιο σκάνδαλο –τελικά δεν καταδικάστηκε–, ενώ ήταν ύποπτος και για άλλα αδικήματα, περιλαμβανομένης της πώλησης χάριτος σε εύπορους καταδικασθέντες.
Ο Οδυσσέας Σ. Γκραντ, o 18ος πρόεδρος των ΗΠΑ, επίσης περιστοιχιζόταν από απατεώνες, ορισμένους εκ των οποίων τους προστάτευε κιόλας, όπως έναν βοηθό και στενό φίλο, του Ορβιλ Μπάμπκοκ, ο οποίος ενώ εκτελούσε χρέη προσωπάρχη στον Λευκό Οίκο κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο «Κύκλωμα του Ουίσκι», όπως έμεινε στην Ιστορία μια εγκληματική συνωμοσία με στόχο την απόκρυψη εσόδων από την πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Ο Γκραντ εγγυήθηκε για την αθωότητα του Μπάμπκοκ και τον βοήθησε να αποφύγει την τιμωρία.
Ομως ο Γκραντ δεν ωφελήθηκε προσωπικά από την εν λόγω συνωμοσία, ούτε από καμία από τις άλλες υποθέσεις που αμαύρωσαν την προεδρία του. Ούτε διηύθυνε κάποια προσωπική του επιχείρηση από τον Λευκό Οίκο – όπως δεν το έκαναν ούτε ο Χάρντινγκ ούτε ο Νίξον.
Αλλοι πρόεδροι και συνεργάτες τους αντιμετώπισαν προβλήματα λόγω δώρων που είχαν αποδεχτεί ασύνετα. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ έχασε, για παράδειγμα, τον προσωπάρχη του επειδή ο άνθρωπος είχε δεχτεί ένα ακριβό παλτό και ένα χειροποίητο χαλί από κάποιον που ήθελε μια χάρη. Αλλά τα δώρα ήταν μικρά και προσωπικά και σχεδόν ποτέ δεν επρόκειτο για χρήματα. Κανένας προκάτοχος του Τραμπ δεν παραβίασε ποτέ τη ρητή συνταγματική απαγόρευση αποδοχής δώρων σημαντικής αξίας από ξένη δύναμη.
Πολλοί πρόεδροι ανέχτηκαν επίσης την επιδίωξη του κέρδους από συγγενείς τους, ενώ ορισμένοι υπέστησαν και τις επιπτώσεις, με τον Ντέιβιντ Φραμ να γράφει χαρακτηριστικά στο κείμενό του πως «πολλές πολιτικές οικογένειες είχαν έναν Χάντερ Μπάιντεν». Ο Τζίμι Κάρτερ, για παράδειγμα, ήταν υπέρ το δέον σχολαστικός, ειδικά όσον αφορά τα οικονομικά, ωστόσο είχε έναν προβληματικό αδελφό ονόματι Μπίλι, ο οποίος ερευνήθηκε από το Κογκρέσο για αθέμιτη άσκηση επιρροής για λογαριασμό του καθεστώτος τού Μουαμάρ Καντάφι (ήταν εγγεγραμμένος λομπίστας της Λιβύης). Και ο γιος του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, Τζέιμς, αποπειράθηκε να ωφεληθεί (στο χρηματιστήριο μέσω της απόκτησης εμπιστευτικών πληροφοριών) εκμεταλλευόμενος το αξίωμα του πατέρα του.
Απροκάλυπτη η διαφθορά επί Τραμπ
Ωστόσο η εκμετάλλευση της προεδρίας από την οικογένεια Τραμπ είναι άνευ προηγουμένου, καθώς διάφορα μέλη της τη χρησιμοποιούν για να συσσωρεύσουν, όχι εκατομμύρια, αλλά δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία πρακτικά καταλήγουν στον ίδιο τον Τραμπ, δεδομένου ότι παραμένει ο πραγματικός ιδιοκτήτης όλων των οικογενειακών επιχειρήσεων. Ζήτημα αποτελεί, φυσικά, και το ότι όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και εντελώς απροκάλυπτα.
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Γουόρεν Χάρντινγκ φέρεται να εκμυστηρεύτηκε στον φίλο του Νίκολας Μάρεϊ Μπάτλερ, τότε πρόεδρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο οποίος ήταν επίσης ισχυρός παράγοντας στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: «Δεν είμαι κατάλληλος για αυτό το αξίωμα και δεν έπρεπε να βρίσκομαι εδώ». «Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τον Τραμπ, αλλά ο Τραμπ δεν θα είχε ποτέ την αυτογνωσία ή την ευθιξία να το παραδεχτεί», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Μας πληροφορεί επίσης ότι οι συντάκτες του Συντάγματος των ΗΠΑ στοιχειώνονταν από πολλούς φόβους, αλλά τίποτα δεν τους τρομοκρατούσε περισσότερο από την ξένη παρέμβαση στις υποθέσεις της νεαρής δημοκρατίας. Είχαν διαβάσει στον Θουκυδίδη και στον Πολύβιο πώς η δωροδοκία από εξωτερικούς παράγοντες υπονόμευε τις ελληνικές πόλεις-κράτη.
Οι Ιδρυτές Πατέρες των ΗΠΑ είχαν απόλυτη επίγνωση της εγγύτητάς τους με τις αυτοκρατορίες της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, οι οποίες ήταν και οι τρεις πλουσιότερες και ισχυρότερες από τις νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες. Η ρήτρα περί αποδοχών του Συντάγματος, η οποία απαγορεύει σε κυβερνητικούς αξιωματούχους να λαμβάνουν οποιοδήποτε δώρο από το εξωτερικό χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου, ήταν το όπλο τους ενάντια σε αυτόν τον κίνδυνο των έξωθεν παρεμβάσεων.
«Σήμερα οι ΗΠΑ είναι πλούσιες και ισχυρές. Αντί να περιμένουν μια ξένη κυβέρνηση να προβεί σε προσφορές, ένας διεφθαρμένος πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να τις αποσπάσει», γράφει ο δημοσιογράφος του Atlantic. Οσο για τη συνέχεια, η εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας εξαρτάται από το Κογκρέσο. Τι γίνεται, όμως, αν το Κογκρέσο δεν την επιβάλει; «Τότε η κοινή γνώμη παραμένει η μόνη κύρωση», απαντά ο Ντέιβιντ Φραμ.
«Οι κυνικοί αρνούνται ότι η κοινή γνώμη έχει σημασία, αλλά ο Τραμπ δεν είναι ένας από αυτούς. Η πεποίθησή του για το πόσο σημαντική είναι η λαϊκή αποστροφή για τη διαφθορά είναι ακριβώς ο λόγος που αυτός και οι υποστηρικτές του εργάστηκαν τόσο σκληρά για να προωθήσουν σκοτεινά μυθεύματα για τους αντιπάλους: τους Μπους, τους Κλίντον, τους Μπάιντεν. Αυτές οι ιστορίες δεν βασίζονταν στο τίποτα, αλλά όσο πιο προσεκτικά τις κοίταζε κανείς, τόσο λιγότερα υπήρχαν για να δει. Αντιθέτως, η ιστορία του Τραμπ είναι ενδεχομένως πολύ μεγάλη για να τη δει κανείς, πολύ ενοχλητική για να την αντιμετωπίσει. Εάν την αντιμετωπίζαμε, θα έπρεπε να κάνουμε κάτι, κάτι αντίστοιχο προς το σκάνδαλο της πιο κραυγαλέας απόπειρας πλουτισμού από έναν πολιτικό στις ΗΠΑ ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στη σύγχρονη εποχή», συνοψίζει ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
