Ζούμε την πιο βίαιη περίοδο του κόσμου εδώ και δεκαετίες
Ζούμε την πιο βίαιη περίοδο του κόσμου εδώ και δεκαετίες
Ενα από τα βασικά στοιχεία που όριζαν την παγκόσμια «κατάσταση» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ειρήνη ή, έστω, η ψευδαίσθησή της. Τρεις ολόκληροι «κύκλοι» γενεών, οι Χ, οι Millenials και οι Ζ γεννήθηκαν και μεγάλωσαν χωρίς να πέσει ούτε τουφεκιά στην Ευρώπη (με την εξαίρεση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που θεωρήθηκε «ανωμαλία» στον γενικό κανόνα), ενώ και στον υπόλοιπο κόσμο ο δείκτης των συγκρούσεων έμεινε, το μεγαλύτερο διάστημα, αρκετά χαμηλά.
Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει. Ο κόσμος μας είναι πιο βίαιος από ό,τι έχει υπάρξει εδώ και δεκαετίες και καμία ευρύτερη περιοχή του πλανήτη δεν εμφανίζει ομοιόμορφα ειρήνη· πλέον οι πόλεμοι είναι παντού. Τα Δεδομένα Τοποθεσίας Ενόπλων Συγκρούσεων (Armed Conflict Location & Event Data – ACLED) είναι αμείλικτα. Σύμφωνα με αυτά, όπως γράφει η Telegraph, πέρυσι αναφέρθηκαν ποικίλα επίπεδα συγκρούσεων σε τουλάχιστον πενήντα χώρες, από τον εμφύλιο πόλεμο στη Μιανμάρ, έως την ακραία βία μεταξύ καρτέλ ναρκωτικών στο Μεξικό.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η τάση πιθανότατα θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025.
Στις πενήντα αυτές χώρες, βρίσκονται σε εξέλιξη τουλάχιστον 56 ενεργές συγκρούσεις –οι περισσότερες από το 1946– ενώ «επιλύονται ελάχιστες συγκρούσεις, είτε στρατιωτικά είτε μέσω ειρηνευτικών συμφωνιών», όπως εκτιμά ο Παγκόσμιος Δείκτης Ειρήνης.
«Το επίπεδο βίας που ζούμε είναι ένα από τα υψηλότερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», συνόψισε η Κλίοναντ Ρέλεϊ, ιδρύτρια και διευθύντρια της ACLED. Το μόνο έτος που ξεπέρασε τις 56 συγκρούσεις ήταν το 2023, κατά το οποίο κατεγράφησαν 59 ένοπλες συγκρούσεις.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι τουλάχιστον ένας στους έξι ανθρώπους στον πλανήτη εκτίθεται σε κάποιο επίπεδο σύγκρουσης.
Οι συγκρούσεις αυτές όχι μόνο εξαπλώνονται γεωγραφικά, αλλά έχουν γίνει πιο θανατηφόρες και πιο περίπλοκες, σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων από την ACLED και το Πρόγραμμα Δεδομένων Συγκρούσεων της Ουψάλα (UCDP), που πραγματοποίησε η Telegraph.
Μεταξύ 2010 και 2019, σε μια δεκαετία δηλαδή, ο παγκόσμιος αριθμός θανάτων από ένοπλες συγκρούσεις ήταν περίπου 953.000. Μεταξύ του 2020 και τέλους 2024, σε μόλις τέσσερα χρόνια, οι θάνατοι ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο.
Η αύξηση μπορεί, σε μεγάλο βαθμό, να αποδοθεί στο ξέσπασμα τριών μεγάλων συγκρούσεων: το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μιανμάρ το 2021, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και τον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς, ο οποίος ξεκίνησε το 2023.
Αυτές οι συγκρούσεις είναι υπεύθυνες για περισσότερους από τους μισούς θανάτους σε εμπόλεμη ζώνη το 2024.
Από το 2021, ο ετήσιος αριθμός θανάτων από ένοπλες συγκρούσεις κυμαίνεται περίπου στους 200.000, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του –με περισσότερους από 310.000 νεκρούς– το 2022, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η μόνη άλλη περίπτωση στη σύγχρονη ιστορία που ο παγκόσμιος αριθμός νεκρών σε συρράξεις ξεπέρασε τους 200.000, γράφει η Telegraph, ήταν στην κορύφωση της γενοκτονίας στη Ρουάντα, το 1994, όταν περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε έναν χρόνο.
Ο αριθμός των θυμάτων πολέμου μειώθηκε ελαφρώς το 2023, κάτι που μπορεί να αποδοθεί στο τέλος της σύγκρουσης στην περιοχή Τιγκράι της Αιθιοπίας, η οποία αντιπροσώπευε το 60% των θανάτων που σχετίζονται με μάχες το 2021 και το 2022.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Telegraph, το 2024 κάθε περιοχή του κόσμου είχε ένα περίπου ίσο μερίδιο θανάτων που προκλήθηκαν από ένοπλες συγκρούσεις, χωρίς καμία να κυριαρχεί.
Οι θάνατοι που προκλήθηκαν από συγκρούσεις στην Ευρώπη, κυρίως λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αποτελούσαν το 33% του συνόλου. Οι θάνατοι από ένοπλες συγκρούσεις στην Αφρική αποτελούσαν το 27% και οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στη Γάζα, καθώς και του εμφυλίου πολέμου στο Σουδάν, αντιπροσώπευαν το 19%.
Στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και Ωκεανία, και την Αφρική (εκτός του 1994) κατεγράφη υψηλότερος μέσος αριθμός θανάτων από συγκρούσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, από το 1989, όταν το UCDP άρχισε να καταγράφει δεδομένα.
Η μόνη περιοχή που παρουσιάζει αντίστροφη τάση είναι η Μέση Ανατολή, η οποία κατέγραψε υψηλότερο αριθμό θανάτων μεταξύ 2014 και 2019, κατά την κορύφωση του συριακού εμφυλίου πολέμου. Αν και ο αριθμός των νεκρών στη Μέση Ανατολή αυξάνεται λόγω του πολέμου στη Γάζα, οι ειδικοί δεν αναμένουν να ξεπεράσει τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν πριν από 10 χρόνια.
Η πολυπλοκότητα των συγκρούσεων
Ενώ ο αριθμός των νεκρών είναι ένας σημαντικός δείκτης για την κατανόηση της σοβαρότητας μιας σύγκρουσης, δεν λέει ολόκληρη την ιστορία.
Η Ράλεϊ εξηγεί στην Telegraph ότι η ανάλυση δεδομένων του ACLED περιλαμβάνει και άλλες παραμέτρους, όπως η διασπορά μιας σύγκρουσης, ο αντίκτυπος στους πολίτες και ο κατακερματισμός (πόσες πλευρές εμπλέκονται), που επηρεάζουν τη σοβαρότητα μιας κρίσης.
Φέρνει ως παράδειγμα της Ουκρανία, η οποία κατέγραψε μεν τους περισσότερους νεκρούς από σύγκρουση – πάνω από 67.000 το 2024 – αλλά κατατάχθηκε 14η στον δείκτη του ACLED.
Η Ράλεϊ λέει στην Telegraph ότι αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις διαφορετικές ομάδες που εμπλέκονταν στον πόλεμο. «Δεν είναι ένας κατακερματισμένος πόλεμος· πολύ λίγοι κλασικοί διακρατικοί πόλεμοι είναι κατακερματισμένοι», είπε, αναφερόμενη στον αριθμό των εμπλεκόμενων στη σύγκρουση.
Ωστόσο, σε άλλες συγκρούσεις, όπως στη Μιανμάρ, η οποία κατατάχθηκε δεύτερη στον δείκτη της ACLED, παρά τον χαμηλότερο αριθμό θανάτων από την Ουκρανία, υπήρχαν εκατοντάδες ένοπλες ομάδες που συμμετείχαν σε δεκάδες διαφορετικές μάχες.
«Σε μέρη όπως η Μιανμάρ, εμφανίζονται 50 νέες ομάδες κάθε εβδομάδα, ενώ άλλες διασπώνται και άλλες ανασυντάσσονται. Υπάρχει μια συνεχής αναταραχή», λέει η Ράλεϊ, προσθέτοντας ότι όσο περισσότερες ομάδες εμπλέκονται, τόσο πιο δύσκολο είναι να επιτευχθεί μια λύση.
Μια συντηρητική εκτίμηση τοποθετεί τον αριθμό των νέων ενόπλων ομάδων που δραστηριοποιούνται στη Μιανμάρ –παλαιότερα γνωστή ως Βιρμανία– κοντά στις 3.000, αν και δεν παραμένουν όλες λειτουργικές. Αυτός ο αριθμός δεν περιλαμβάνει τις ομάδες που υπήρχαν πριν από το πραξικόπημα του 2021 και πολεμούν εναντίον του στρατού, καθώς και μεταξύ τους, κατά διαστήματα, εδώ και δεκαετίες.
Το μόνο μέρος που ξεπέρασε τη Μιανμάρ στον δείκτη ήταν η Γάζα, την οποία το ACLED ανέφερε ως το «πιο επικίνδυνο και βίαιο μέρος στον κόσμο το 2024».
Περισσότερο από το 80% του παλαιστινιακού πληθυσμού εκτέθηκε σε συγκρούσεις πέρυσι και τουλάχιστον 35.000 θάνατοι καταγράφηκαν καθώς το Ισραήλ συνέχισε την εκστρατεία του στη Γάζα μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους.
Το ACLED θεωρείται γενικά η κύρια πηγή δεδομένων για τις συγκρούσεις, γράφει η Teleraph, αλλά άλλοι οργανισμοί έχουν τις δικές τους μεθόδους κατάταξης των συγκρούσεων.
Ο Παγκόσμιος Δείκτης Ειρήνης (GPI), ο οποίος κατηγοριοποιεί τα έθνη με αντίστροφη σειρά –από το πιο ειρηνικό στο λιγότερο ειρηνικό– κατέταξε τα παλαιστινιακά εδάφη στην 145η (19η από το τέλος) θέση και τη Μιανμάρ στην 148η (16η).
Αντίθετα, η Υεμένη βρέθηκε στην κορυφή της λίστας ως η «λιγότερο ειρηνική χώρα στον κόσμο» το 2024, κάτι που το GPI απέδωσε στην εσωτερική διαμάχη που επιδεινώθηκε από τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς και συγκεκριμένα στις επιθέσεις των Χούθι εναντίον ισραηλινών στόχων, οι οποίες προκάλεσαν αντίποινα με πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και αεροπορικές επιδρομές από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Μια ανοδική τάση»
Ενα άλλο μέτρο που χρησιμοποιείται για την ανάλυση των συγκρούσεων, συνεχίζει η Telegraph, είναι ο αντίκτυπός τους στους αμάχους, τόσο όσον αφορά τον αριθμό των νεκρών, όσο και τον αριθμό των οποίων η ποιότητα ζωής επηρεάζεται.
Η Σίρι Αας Ρούσταντ, διευθύντρια έρευνας στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη του Οσλο, λέει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι που επηρεάζονται από τις συγκρούσεις δεν σκοτώνονται. Χάνουν τις υποδομές υγείας, χάνουν την εκπαίδευση, ζουν με φόβο, υποφέρουν από επισιτιστική ανασφάλεια». Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν υπό αυτές τις συνθήκες, σημείωσε, παρουσιάζει ανοδική τάση.
«Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε περιοχές συγκρούσεων έχει αυξηθεί σημαντικά και βρίσκεται σε άνοδο και έχει διπλασιαστεί από το 1990 μέχρι σήμερα», εξήγησε.
Για να κατανοήσουμε τον ρυθμό των συγκρούσεων σήμερα, είναι σημαντικό να κοιτάξουμε πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι οποίες ήταν μια «πολύ ειρηνική περίοδος», λέει η ίδια στην Telegraph. «Σε εκείνη την περίοδο, ο ΟΗΕ λειτουργούσε πολύ καλύτερα, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών ήταν πολύ καλύτερες, η Ρωσία δεν ήταν τόσο ισχυρή και επεκτατική όσο είναι τώρα, οι ΗΠΑ είχαν διαφορετική κυβέρνηση, επομένως ήταν ευκολότερο για την παγκόσμια κοινότητα να συνεργαστεί».
Οι μελετητές των συγκρούσεων παρακολουθούν επίσης τις ένοπλες τριβές μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη Απριλίου. Ωστόσο, η εκεχειρία που ορίστηκε στις 12 Μαΐου φαίνεται να ισχύει.
Ενώ βρισκόμαστε σχεδόν στα μισά του έτους, οι ειδικοί αναμένουν ότι τα επίπεδα βίας θα παραμείνουν υψηλά όλο το 2025, ενδεχομένως ακόμη και να αυξηθούν κατά 20%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ACLED.
Ο κόσμος «οδεύει προς περισσότερη βία», αλλά τελικά η κατάσταση θα αλλάξει, εκτιμά η Ρούσταντ. «Πιθανότατα θα δούμε ένα διαρκές υψηλό επίπεδο συγκρούσεων για κάποια χρόνια, αλλά μετά θα μειωθεί», είπε.
«Ολες οι συγκρούσεις τελειώνουν, απλώς χρειάζεται χρόνος. Σκεφτείτε το με όρους κύκλων: αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε έναν κακό κύκλο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
