918
| Shutterstock

Ποιος κερδίζει τον παγκόσμιο πόλεμο;

Protagon Team Protagon Team 17 Ιουλίου 2025, 10:55
|Shutterstock

Ποιος κερδίζει τον παγκόσμιο πόλεμο;

Protagon Team Protagon Team 17 Ιουλίου 2025, 10:55

Οταν οι ιστορικοί του μέλλοντος μελετήσουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική, πιθανότατα θα εντάξουν όλα τα σημαντικά γεγονότα από το 2020 και μετά – τη μαζική αποχώρηση από το Αφγανιστάν, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις συγκρούσεις του Ισραήλ στη Γάζα, τον Λίβανο και το Ιράν – σε μια ενιαία αφήγηση παγκόσμιας σύγκρουσης.

Αυτό υποστηρίζει ο Ρος Ντάουθατ, αρθρογράφος των New York Times. «Αν είμαστε τυχεροί, αυτό θα παραγάγει ακαδημαϊκές πραγματείες με τίτλους όπως «Η Αυτοκρατορία σε Δοκιμασία: Η Αμερική και ο Κόσμος, 2021-2030». Αν είμαστε άτυχοι, δηλαδή, ουσιαστικά, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα εμπλακούν, τελικά, σε έναν καταστροφικό πόλεμο, τότε οι συγκρούσεις στη Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή θα ενταχθούν αναδρομικά στις ιστορίες του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου», γράφει.

Ενας «κανονικός» παγκόσμιος πόλεμος δεν έχει ξεσπάσει (ακόμα) αλλά ο αμερικανός αρθρογράφος κρίνει πως οι ΗΠΑ πρέπει να σκέφτονται την κατάστασή τους με παγκόσμιους όρους, αντιμετωπίζοντας τη Ρωσία, την Κίνα αλλά και το Ιράν ως μέλη μιας «ρεβιζιονιστικής συμμαχίας που θέτει σε δοκιμασία την αυτοκρατορική ισχύ» της Αμερικής. Εξίσου σημαντικό – πάντα από τη σκοπιά των ΗΠΑ – είναι να αναγνωριστεί πως αυτή η παγκόσμια σύγκρουση «είναι μια δοκιμασία αντοχής, ένας μακρύς και ελικοειδής δρόμος, στον οποίο είναι εύκολο να πέσουμε θύματα εναλλαγών της διάθεσης και να κρίνουμε το αποτέλεσμα πρόωρα».

Εστιάζοντας στις «εναλλαγές», σημειώνει πως καταγράφηκαν αρκετές τα τελευταία χρόνια. Το 2021 και στις αρχές του 2022 η άτακτη φυγή από το Αφγανιστάν και οι υπερβολικές υποσχέσεις των ΗΠΑ σε μια ευάλωτη Ουκρανία έκαναν την Αμερική να φαίνεται αναποτελεσματική. Στη συνέχεια, όμως, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην όμορη χώρα. Οι πολλές, κατά την πρώτη φάση του πολέμου, στρατιωτικές αποτυχίες των ρωσικών δυνάμεων καθώς και η επιτυχία των ΗΠΑ στην εδραίωση της υποστήριξης προς την Ουκρανία επέτρεψαν στους Αμερικανούς να αρχίσουν εκ νέου να επαίρονται για την ανωτερότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και τη μονιμότητα της αμερικανικής ηγεμονίας.

Αυτή η αισιόδοξη διάθεση διήρκεσε έως την αποτυχία της τελευταίας μεγάλης αντεπίθεσης της Ουκρανίας, τον Ιούνιο του 2023, και τις επιθέσεις της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου του ίδιου έτους στο Ισραήλ. Ξαφνικά επικράτησε η εντύπωση ότι στην πραγματικότητα η αμερικανική ισχύς ήταν πολύ περιορισμένη: «οι Ισραηλινοί σύμμαχοί μας αιφνιδιάστηκαν από τους εχθρούς τους, οι Ρώσοι ανακτούσαν εδάφη, το οπλοστάσιό μας ήταν σχεδόν σίγουρα ανεπαρκές για την προστασία της Ουκρανίας και του Ισραήλ και για την υπεράσπιση της Ταϊβάν, και όλα αυτά υπό έναν πρόεδρο εξασθενημένο από την προχωρημένη ηλικία, ζοφερό σύμβολο μιας καταρρέουσας αυτοκρατορίας», όπως συνοψίζει ο αρθρογράφος των New York Times.

Αυτή η αίσθηση μιας πολυεπίπεδης κρίσης συνέβαλε σημαντικά στην επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία. Οι δηλώσεις και οι ενέργειες του 47ου αμερικανού προέδρου των ΗΠΑ γέννησαν φόβους περί τερματισμού μεν αυτής της παγκόσμιας σύγκρουσης αλλά μέσω της παράδοσης – εγκατάλειψης των συμμάχων των ΗΠΑ και της σύναψης συμφωνιών με δικτάτορες, με τον Τραμπ να επιδιώκει, συγχρόνως, να μετατρέψει την πατρίδα του σε φρούριο.

Αλλά στην παρούσα φάση το τοπίο είναι διαφορετικό. Η απόφαση του Τραμπ να βομβαρδίσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και η συγκρατημένη αντίδραση της Τεχεράνης ολοκλήρωσαν μια περίοδο κατά την οποία η περιφερειακή ισχύς της Ισλαμικής Δημοκρατίας ολοένα εξασθένιζε υπό τη συνεχή πίεση των Ισραηλινών.

Εν τω μεταξύ, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες και ο Τραμπ ξαφνικά επαινεί τη συμμαχία, ενώ η όποια πρόοδος της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεπάγεται τεράστιες απώλειες και ενδέχεται ο Πούτιν να πέταξε την καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσε να πετύχει. Συνυπολογίζοντας την  ισχύ της αμερικανικής οικονομίας, ακόμη και εν μέσω του εμπορικού πολέμου του Τραμπ, θα μπορούσε να επικρατήσει η εντύπωση ότι οι ΗΠΑ έχουν εκ νέου το προβάδισμα σε αυτήν την παγκόσμια σύγκρουση.

Ομως ούτε αυτό ισχύει ακριβώς. Οι εκτεταμένες ζημιές στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν συνεπάγονται την εξάλειψη της απειλής και ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα παραμένει μια ανείπωτη ανθρωπιστική κρίση χωρίς σαφή πολιτικό στόχο. Η υπόσχεση του Τραμπ για περισσότερα και ισχυρότερα όπλα προς την Ουκρανία, δεν αλλάζει το γεγονός ότι τα όπλα των ΗΠΑ είναι περιορισμένα και, κατ’ επέκταση, απαιτείται διαλογή. Οπως η απροθυμία (ο Ντάουθατ κάνει λόγο για «αποτυχία») του Πούτιν να αξιοποιήσει στο έπακρο το διπλωματικό άνοιγμα του Τραμπ δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Ρωσία εξακολουθεί να κερδίζει έδαφος στην Ουκρανία, αν και βραδέως.

Επιπλέον τόσο το ουκρανικό αδιέξοδο όσο και η ιρανική υποχώρηση «υπενθυμίζουν ξεκάθαρα ότι η έκβαση αυτής της σύγκρουσης εξαρτάται από μια ρεβιζιονιστική δύναμη, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας», κρίνει ο αρθρογράφος των New York Times. «Η Κίνα είναι ταυτόχρονα ένας πολύ πιο σοβαρός (από τη Ρωσία και το Ιράν) αντίπαλος της Αμερικής και επίσης ένας εξαιρετικά προσεκτικός παίκτης, που αρκείται να παρακολουθεί τους σιωπηλούς συμμάχους της να παίζουν το παιχνίδι της χωρίς, ας πούμε, να παράσχει στο Ιράν κάποιο πυρηνικό αποτρεπτικό μέσο ή να στείλει τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό για να βοηθήσει τη Ρωσία να καταλάβει το Κίεβο», προσθέτει.

Αυτή η προσεκτική, υπολογισμένη αποστασιοποίηση των Κινέζων θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει μια θεμελιώδη αδυναμία του αναθεωρητικού μπλοκ, ότι πρόκειται αποκλειστικά για μια συμμαχία συμφερόντων μεταξύ καθεστώτων που δεν εμπιστεύονται το ένα το άλλο, δεν έχουν τόσα κοινά όσα έχει η Αμερική με την Ευρώπη και τους συμμάχους της στην Ανατολική Ασία και δυσκολεύονται να συνεργαστούν αποτελεσματικά.

Αλλά θα μπορούσε επίσης να αντικατοπτρίζει την πεποίθηση της Κίνας ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της, ότι οι επενδύσεις της στην τεχνολογία και την ενέργεια θα αρχίσουν σύντομα να αποδίδουν καρπούς σε βάρος της Αμερικής και ότι οι ΗΠΑ το μοναδικό που κάνουν είναι να σπαταλούν, μοιραία, πόρους σε σχέση με ό,τι έχει σχεδιάσει το Πεκίνο με ορίζοντα το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.

«Χωρίς βέβαιη γνώση αυτών των σχεδίων, η αμερικανική εξωτερική πολιτική χρειάζεται τόσο μια καλύτερη μακροπρόθεσμη στρατηγική, ώστε να παραμείνει μπροστά από την Κίνα όσο και πολλή βραχυπρόθεσμη τραμπική ευελιξία: όχι μόνο αυτοσυγκράτηση ή γερακίσια στάση αλλά και μια τάση προς την ειρήνη και μια πολεμική ετοιμότητα, ανάλογα με την άμπωτη και την πλημμυρίδα μιας παγκόσμιας σύγκρουσης ο τερματισμός της οποίας δεν θα είναι απλός», σχολιάζει ο Ρος Ντάουθατ.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...