845
Ο Στέλιος Σεραφείδης τον Σεπτέμβριο του 2021. Φυσικά σε αγώνα της αγαπημένης του ΑΕΚ | ΒΗΧΟΣ ΝΙΚΟΣ / IntimeNews

Στέλιος Σεραφείδης: Ολη του η ζωή τρία γράμματα

Sportscaster Sportscaster 5 Ιανουαρίου 2022, 13:54
Ο Στέλιος Σεραφείδης τον Σεπτέμβριο του 2021. Φυσικά σε αγώνα της αγαπημένης του ΑΕΚ
|ΒΗΧΟΣ ΝΙΚΟΣ / IntimeNews

Στέλιος Σεραφείδης: Ολη του η ζωή τρία γράμματα

Sportscaster Sportscaster 5 Ιανουαρίου 2022, 13:54

Στις αρχές των ’50s η ΑΕΚ είχε, ήδη, δημιουργήσει παράδοση στους σπουδαίους τερματοφύλακες: Γιάμαλης, Ρίμπας, Σκλαβούνος, Δελαβίνιας. Ο 16χρονος Στέλιος Σεραφείδης, τον οποίο η «Ενωση» δέχτηκε να δοκιμάσει κάτω από τα γκολπόστ της για χάρη του μεγάλου του αδελφού, Λάμπη, του επιθετικού της που το 1951 είχε επιστρέψει για τη δεύτερη θητεία του στη Νέα Φιλαδέλφεια, δεν «γέμιζε το μάτι». Ηταν σχετικά κοντός (1,74) γι’ αυτή τη θέση, υπερβολικά αδύνατος, κι έδειχνε ακόμη πιο μικροσκοπικός κάθε φορά που προσπαθούσε να αποκρούσει εκείνη την τεράστια και βαριά, δερμάτινη μπάλα με το κορδόνι.

Ο Στέλιος εντάχθηκε στα «τσικό» -έτσι έλεγαν τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της εποχής- και πολύ σύντομα αποκάλυψε ένα προσόν του, που δεν ταίριαζε με το παρουσιαστικό του: δεν δίσταζε ούτε στιγμή να επιχειρήσει «πλονζόν» πάνω στο γαρμπίλι, που έκοβε σαν γυαλί. Ακόμη και η έκφραση του προσώπου του άλλαζε, όταν στεκόταν μπροστά από τα δοκάρια. Το ευγενικό, ντροπαλό παιδί «αγρίευε», και το βλοσυρό του βλέμμα μαρτυρούσε την αποφασιστικότητά του. Ηταν ανήλικος, ακόμη, όταν ο εμβληματικός γκολκίπερ, Μιχάλης Δελαβίνιας (ο «μαύρος γάτος»), είχε πει στον Ανδρέα Σταματιάδη, τον Γιάννη Κανάκη, τον Ηλία Παπαγεωργίου, τον Παύλο Εμμανουηλίδη και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές εκείνης της ΑΕΚ, ότι είχε βρεθεί ο άξιος διάδοχός του.

O Σεραφείδης το 2013

Δεν έπεσε έξω. Το 1953 ο 18χρονος -τότε- Σεραφείδης προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα, και από το 1954 έως το 1972, που αποσύρθηκε από τη δράση, έγινε αναντικατάστατος. Υπερασπίστηκε την εστία της ΑΕΚ σε 323 επίσημους αγώνες, κατακτώντας τρία Πρωταθλήματα (1963, 1968, 1971) και τρία Κύπελλα Ελλάδας (1956, 1964, 1966). Μα, πάνω απ’ όλα, κερδίζοντας την αγάπη των οπαδών του «Δικέφαλου» και τον θαυμασμό των αντιπάλων. Οι εκτινάξεις του, το ευλύγιστο κορμί του και η ικανότητά του να «στέκεται στον αέρα» για αρκετά δευτερόλεπτα (όπως ο Νίκος Γκάλης και ο Μίμης Παπαϊωάννου), τον έκαναν ιδιαίτερα θεαματικό, εκτός από αποτελεσματικό.

Οι ομοσπονδιακοί τεχνικοί τον αδίκησαν. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι οι άλλοι τρεις διεθνείς μας τερματοφύλακες εκείνης της εποχής (Σάββας Θεοδωρίδης, Κώστας Βαλλιάνος και Τάκης Οικονομόπουλος) ήταν λίγο καλύτεροι, ο Σεραφείδης άξιζε πολύ περισσότερες συμμετοχές από τη μια και μοναδική που κατέγραψε (Πολωνία – Ελλάδα, το 1963). Αλλά η ΕΠΟ είχε «αδυναμία» στους παίκτες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Επιπλέον, δεν συμπαθούσε τους Αριστερούς. Ούτε, καν, τους «αθόρυβους», όπως ο Στέλιος.

Δεν ήταν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που φόρεσε την κιτρινόμαυρη φανέλα. Υπήρξε, όμως, ο πιο αφοσιωμένος. Επί 70 ολόκληρα χρόνια, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Νέα Φιλαδέλφεια μέχρι τον θάνατό του, ταυτίστηκε με την ΑΕΚ όσο κανείς άλλος. Ως παίκτης, αμέσως μετά ως προπονητής των τερματοφυλάκων της και, από το 1995, ως στέλεχος των ακαδημιών της, ανιχνευτής ταλέντων, ή μέλος του ΔΣ της. Ποτέ δεν της αρνήθηκε τη βοήθειά του, είτε αμειβόταν για τις υπηρεσίες του, είτε όχι. Και ποτέ δεν έλειψε από κοντά της, ακόμη και ως απλός φίλαθλος.

Στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο βόλεϊ, στο χάντμπολ, στον στίβο, όπου υπήρχε αθλητής της ΑΕΚ, θα συναντούσες τον Σεραφείδη. Στην εξέδρα. Ανάμεσα στους πολλούς. Την ακολουθούσε και στα εκτός έδρας ματς. Με δικά του έξοδα, από τη σύνταξη των 800 ευρώ, όταν το πόστο του δεν δικαιολογούσε μια θέση στην αποστολή της ομάδας. Ταξίδευε με τρένο, ή με το λεωφορείο της γραμμής. Ποτέ δεν ζήτησε την παραμικρή διευκόλυνση. ΑΕΚτζήδες που επέστρεφαν στην Αθήνα, τον έβλεπαν να περιμένει σε κάποια στάση και προθυμοποιούνταν να τον πάρουν μαζί τους. Κι όταν έφταναν στον προορισμό τους, εκείνος άνοιγε το σακκίδιό του για να τους προσφέρει ένα δώρο: μια φανέλα, ένα καπελάκι, ένα κασκόλ. Κάτι που είχε αγοράσει από την μπουτίκ της ΑΕΚ και κουβαλούσε πάντα μαζί του.

Εζησε πολύ δύσκολα χρόνια, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι της γενιάς του, όμως ποτέ δεν έχασε την αξιοπρέπειά του. Ποτέ δεν επεδίωξε να εξαργυρώσει όλα αυτά που συμβόλιζε για έναν από τους πλουσιότερους συλλόγους του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στα μικρά του χρόνια πουλούσε κουλούρια, εργάστηκε ως αχθοφόρος, νερουλάς, στιλβωτής παπουτσιών και μικροπωλητής. Ακόμη κι όταν έγινε διάσημος, χάρη στην μπάλα, ήταν αναγκασμένος να δουλέψει σκληρά για να «τα φέρει βόλτα». Σε καλυκοποιείο, στη ΔΕΗ ως συντηρητής, όπου έβρισκε μεροκάματο. Εκείνη την εποχή το ποδόσφαιρο μπορούσε να του προσφέρει μόνο δόξα και ένα ζεστό ρόφημα. Πού και πού, και ένα δύο κατοστάρικα, ως πριμ νίκης στα ντέρμπι. Ετσι μεγάλωσε και σπούδασε τρία παιδιά: τη Σοφία, τον Θόδωρο και τον Δημήτρη. Την αγαπημένη του σύζυγο, Αντιγόνη, την «έχασε» πολύ νωρίς, στα 54 χρόνια της.

Οταν διαγνώστηκε με καρκίνο, ο Δημήτρης Μελισσανίδης είχε, ήδη, εξαγγείλει την κατασκευή του νέου γηπέδου της ΑΕΚ. «Μόνο τότε», έλεγε στους φίλους του, «άρχισα να φοβάμαι τον θάνατο. Θέλω να προλάβω να μπω με τα εγγόνια μου στην Αγιά Σοφιά». Η ζωή δεν του έκανε αυτή τη χάρη. Τουλάχιστον, είχε την τύχη να δει το έργο σχεδόν ολοκληρωμένο, τη μορφή του σε έναν από τους τέσσερις πυλώνες του (κοντά σε εκείνες του Κώστα Νεστορίδη, του Μίμη Παπαϊωάννου και του Θωμά Μαύρου), και το αθλητικό κέντρο της ΑΕΚ στα Σπάτα να βαπτίζεται «Σεραφείδιον».

Την άξιζε αυτήν την «αθανασία». Γιατί, όπως πολύ εύστοχα σχολίασε ο Ντέμης Νικολαΐδης, ο Σεραφείδης ήταν «ό,τι πιο ΑΕΚ υπήρξε».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...