1124
| INTIMEnews

Ηρθε για τον μήνα του μέλιτος, έχασε τον άνδρα της στις φλόγες στο Μάτι

Protagon Team Protagon Team 30 Ιανουαρίου 2023, 13:29
|INTIMEnews

Ηρθε για τον μήνα του μέλιτος, έχασε τον άνδρα της στις φλόγες στο Μάτι

Protagon Team Protagon Team 30 Ιανουαρίου 2023, 13:29

Σε μια ακόμη συγκλονιστική κατάθεση στη δίκη για το Μάτι, η Ιρλανδή Μαρία Χόλοχαν περιέγραψε όλα όσα έζησε το απόγευμα εκείνο της 23ης Ιουλίου 2018, χάνοντας για πάντα στις φλόγες τον σύζυγό της, μόλις τέσσερις ημέρες μετά τον γάμο τους.

Η αγάπη τους για την Ελλάδα, καθώς η ίδια είχε σπουδάσει αρχαία ελληνικά, δεν άφησε περιθώρια για την επιλογή του μήνα του μέλιτος. Στο Μάτι νοίκιασαν μία βίλα όπου και άρχισε το χρονικό της φρίκης

«Είχε πολλή ζέστη. Είμαστε από την Ιρλανδία και δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες θερμοκρασίες. Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε», ανέφερε αρχικά η μάρτυρας, εξιστορώντας στην συνέχεια πως εκείνες οι στιγμές  ευτυχίας μετατράπηκαν σε εφιάλτη όταν οι φλόγες έζωσαν το σπίτι.

«Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει. Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί ρεύμα. Θυμήθηκε ο Μπράιαν ότι μας είχε πει η ιδιοκτήτρια της βίλας πως υπήρχε ένα κλειδί, για να ανοίξει η γκαραζόπορτα, αλλά δεν δούλευε. Ξοδέψαμε χρήσιμα λεπτά εκεί. Είδαμε ότι η φωτιά μάς είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα είμαστε καλά, μου το υποσχέθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεση του», είπε η μάρτυρας κλαίγοντας.

«Ηταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά»

«Υπήρχε καπνός παντού, είχε σκοτεινιάσει ο τόπος. Ηταν πολύ δύσκολο να αναπνεύσουμε. Τα μάτια μας έκαιγαν. Δεν βλέπαμε σωστά και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Τρέξαμε και πήγαμε δεξιά. Πιστεύαμε πως η θάλασσα ήταν προς τα εκεί. Προσπαθούμε να τρέξουμε ευθεία και δεξιά. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες και φαίνονταν σαν να έρχονταν από τη θάλασσα. Εμφανίστηκαν από το πουθενά μέσα στους καπνούς. Μας είπαν να μην πάμε εκεί. Κατάλαβα πως είχε πιάσει φωτιά το φόρεμα και τα πόδια μου, δεν μπορώ να σας περιγράψω. Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του, αλλά έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε, ίσως πήγαμε πίσω από την κατεύθυνση που είχαμε έρθει, δεν ξέρω.

»Ηταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά. Είχαν πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολύ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικας. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτμπαγκάζ. Αρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθανόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα.

»Οι φλόγες ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έγλυφαν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό. Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτμπαγκάζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα τον θάνατό μου».

Στη συνέχεια η μάρτυρας περιέγραψε πώς την έσωσε ένας πυροσβέστης: «Με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιαν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιαν αλλά πιστεύω δεν με κατάλαβε.

»Αρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα τα χέρια μου: είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, έπεφταν, είχαν κολλήσει στο σώμα μου… Κατάλαβα ότι τα κομμάτια του φορέματος φλέγονταν ακόμα. Τα παπούτσια μου καίγονταν. Νόμιζα ότι έβραζα. Ζήτησα να μου βγάλουν τα ρούχα. Δυστυχώς δεν καταλάβαινε η γυναίκα που ήταν δίπλα μου και άρχισε να μου ρίχνει νερό. Της είπα να μου κόψει τα ρούχα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, μετά το έκανε. Έβγαινε και το δέρμα μαζί με το ύφασμα. Κατάλαβα ότι είχα καεί σε όλο το σώμα. Ήμουν αρχικά τόσο ζεστή και μετά τόσο κρύα. Δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου. Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιαν».

«Η δεύτερη κόλαση»

«Με πήγαν στο ασθενοφόρο, ο πόνος ήταν τόσο ισχυρός. Υπήρχαν δύο άτομα και τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Εκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω. Εκείνοι άρχισαν να γελάνε. Δεν γνωρίζω γιατί γέλαγαν. Ενας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να “σκάσω” και έσκασα. Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω», ανέφερε στη συνέχεια της περιγραφής της, για να προσθέσει:

«Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως υπήρχε πολύς κόσμος που έχει καεί. Παντού όλοι φώναζαν και έκλαιγαν. Μύριζε καμένο δέρμα. Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως και άλλοι. Ηταν κόλαση. Κατάλαβα ότι είχα ακόμα τη τσάντα μου. Κάποιος με πλησίασε με ρώτησε από που είμαι και του είπα από Ιρλανδία. Μου είπε μπορώ να σε βοηθήσω, γνωρίζω κάποιον στην Πρεσβεία. Ζήτησα παυσίπονα. Νομίζω μίλησε με κάποιον. Κατάλαβαν ότι είχα ασφαλιστήριο υγείας επειδή το είχα δώσει σε αυτόν. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλον όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω.

»Ημουν στο κρεβάτι και πόναγα. Πρέπει να ήταν νύχτα. Ζήτησα μία νοσοκόμο, κάτι για τον πόνο, δεν μου έδωσε σημασία, της ζήτησα ξανά και μου είπε “δεν μπορώ μέχρι να έρθει γιατρός”. Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω. Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρώγονταν. Εκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο. Ηρθε μια γυναίκα από την ιρλανδική πρεσβεία. Την αναγνώρισα. Αποδείχθηκε ότι ήμασταν μαζί στο κολέγιο και σπουδάσαμε αρχαία ελληνικά. Για αυτό ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα. Ηταν το όνειρό μου. Της είπα τα πάντα. Οτι είδα τον σύζυγό μου να πεθαίνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Την παρακάλεσα να βρει τον Μπράιαν. Πήγε και βρήκε έναν γιατρό. Είχε γεμίσει το νοσοκομείο με κόσμο. Κατάλαβα ότι οι γιατροί προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν. Με είχαν ξεχάσει γιατί ήμουν πίσω από κουρτίνα».

Για περίπου έναν μήνα η Χόλοχαν νοσηλεύθηκε σε ιδιωτική κλινική, όπου υποβλήθηκε σε πολλά χειρουργεία και έσωσαν το μάτι της. Την ευγνωμοσύνη της για τους έλληνες διασώστες της την έχει εκφράσει και στο βιβλίο της, που κυκλοφόρησε το 2022, όπου περιγράφει την τραυματική της εμπειρία. Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ στην Ιρλανδία.

Στην κλινική αυτή έμαθε για την ανεύρεση της σορού του Μπράιαν, αλλά και για την απώλεια του πατέρα της στην Ιρλανδία. «Πίστευα –είπε– ότι ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιαν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου μού είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά…».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...