Ο οικονομικός και ιδεολογικός συμβιβασμός της Ευρώπης
Ο οικονομικός και ιδεολογικός συμβιβασμός της Ευρώπης
Οταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έδωσαν τα χέρια την Κυριακή στο γκολφ κλαμπ του Τραμπ στη Σκωτία, δεν ανακοίνωσαν απλώς μια νέα εμπορική συμφωνία – επισημοποίησαν την οικονομική και ιδεολογική παράδοση της Ευρώπης. Συμφωνώντας σε δασμούς 15% στις περισσότερες εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ενωση συνθηκολόγησε με την κοσμοθεωρία μηδενικού αθροίσματος του Τραμπ. Με αυτόν τον τρόπο εγκατέλειψε τις αρχές της πολυμέρειας που αποτελούσαν, εδώ και καιρό, τη βάση του παγκόσμιου εμπορίου.
Οι οικονομικές συνέπειες είναι άμεσες και σοβαρές. Οι ευρωπαίοι εξαγωγείς αντιμετωπίζουν πλέον δασμούς σχεδόν δεκαπλάσιους από τον προηγούμενο σταθμισμένο εμπορικό μέσο όρο του 1,6%. Μόνο η Volkswagen έχει αναφέρει πλήγμα 1,3 δισ. ευρώ λόγω των υψηλότερων αμερικανικών δασμών.
Αλλά ο δασμολογικός συντελεστής είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Η πραγματική ζημιά έγκειται σε αυτό που συμφώνησε να καταβάλει η ΕΕ για το «προνόμιο» διατήρησης της πρόσβασης στην αγορά των ΗΠΑ: μια δέσμευση για αγορές αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων αξίας 750 δισ. δολαρίων σε διάστημα τριών ετών, καθώς και για επενδύσεις άλλων 600 δισ. δολαρίων στην αμερικανική οικονομία.
Αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά αναπόφευκτα θα στερήσουν πόρους από την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και την καινοτομία, ενώ παράλληλα θα νομιμοποιήσουν τον διμερή καταναγκασμό έναντι του πολυμερούς, βασισμένου σε κανόνες συστήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Οπως ορθώς έχουν επισημάνει οι επικριτές, αυτή η μαζική εκροή θα πλήξει άμεσα τις εγχώριες επενδύσεις.
Αυτό που καθιστά την παράδοση της ΕΕ ιδιαίτερα ανησυχητική είναι το πόσο περιττή ήταν. Ως ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Αμερικής, με σχεδόν 1 τρισ. δολάρια σε ετήσιες εμπορικές συναλλαγές, η ΕΕ έχει σημαντικό πλεονέκτημα. Ενώ οι ΗΠΑ έχουν έλλειμμα 235,6 δισ. δολαρίων σε αγαθά με την ΕΕ, το έλλειμμα ύψους 148 δισ. ευρώ σε υπηρεσίες του μπλοκ με τις ΗΠΑ προσέφερε σαφείς επιλογές για αντίποινα, από ψηφιακούς φόρους έως περιορισμούς σε αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες.
Εβδομάδες νωρίτερα, προβλέποντας ένα αδιέξοδο, οι ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είχαν προετοιμάσει αντιδασμούς που στόχευαν αμερικανικά αγαθά συνολικής αξίας 93 δισ. ευρώ. Αλλά η ΕΕ είχε πολύ πιο ισχυρά όπλα στη διάθεσή της. Χρησιμοποιώντας το ευρωπαϊκό Μέσο Αποτροπής Μέτρων Εξαναγκασμού, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είχε αποκλείσει αμερικανικές εταιρείες από κυβερνητικές συμβάσεις, να ανακαλέσει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και να επιβάλει ευρύτερους εμπορικούς περιορισμούς. Ωστόσο οι ευρωπαίοι ηγέτες, ανησυχώντας για τα αντίποινα του Τραμπ και υπό την πίεση των εγχώριων βιομηχανιών που επιθυμούν να διατηρήσουν την πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ, αρνήθηκαν να εξουσιοδοτήσουν την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε από αυτά τα εργαλεία, αναγκάζοντάς την να διαπραγματευτεί από μειονεκτική θέση.
Οταν η Βρετανία εξασφάλισε από τον Τραμπ δασμολογικό συντελεστή 10% τον Μάιο, οι ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν ανησυχία για την αποδοχή παρόμοιων όρων. Τώρα χαιρετίζουν τους δασμούς ύψους 15% στις εξαγωγές της ΕΕ ως διπλωματικό επίτευγμα. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι η Βρετανία, ενεργώντας μόνη της, διαπραγματεύτηκε καλύτερους όρους από την ΕΕ στο σύνολό της.
Αυτή η αποτυχία εκθέτει τη θεμελιώδη αδυναμία της διακυβέρνησης στην ΕΕ. Χωρίς ένα πραγματικό πανευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης, το μπλοκ εξακολουθεί να μην μπορεί να μεταφράζει τις ανταγωνιστικές εθνικές ατζέντες σε μια ενιαία θέση. Με την Ντερ Λάιεν να παρεμποδίζεται από τα κράτη-μέλη που δίνουν προτεραιότητα στα στενά εγχώρια συμφέροντα σε βάρος της ευρωπαϊκής συνοχής, το αποτέλεσμα ήταν μια συμφωνία που δεν ευχαριστεί κανέναν άλλον εκτός από τον Τραμπ και εγκλωβίζει την Ευρώπη σε μια κατάσταση δομημένης εξάρτησης.
Η αποτυχία της ΕΕ να αντιδράσει στον Τραμπ είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου του δηλωμένου στόχου της για επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας. Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι η συμφωνία –τεχνικά δεν πρόκειται για μια επίσημη εμπορική συμφωνία αλλά μάλλον ένα σύνολο δηλώσεων που σκιαγραφούν μια συνεχιζόμενη διαδικασία διαπραγμάτευσης– κερδίζει χρόνο. Κατευνάζοντας τον Τραμπ, σύμφωνα με το επιχείρημα, η Κομισιόν διατήρησε τους διατλαντικούς δεσμούς, δημιουργώντας παράλληλα χώρο για μελλοντικές εξαιρέσεις.
Αλλά αν αυτή ήταν πραγματικά μια στρατηγική εξοικονόμησης χρόνου, θα αναμέναμε από την ΕΕ να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την προώθηση της στρατηγικής αυτονομίας όπως η ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, η επιτάχυνση της διαφοροποίησης της αλυσίδας εφοδιασμού και οι επενδύσεις σε δυνατότητες αντιποίνων. Αντιθέτως, έπειτα από χρόνια δεσμεύσεων περί του περιορισμού της εξάρτησης από ξένες δυνάμεις, οι ηγέτες της ΕΕ επέλεξαν να αντικαταστήσουν τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας με αμερικανικές προμήθειες και να δεσμευτούν για σημαντικές αγορές αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η υποταγή της Ευρώπης αντανακλά αλλά και ενισχύει την εξάρτηση της ηπείρου από την ισχύ των ΗΠΑ. Επί δεκαετίες οι ευρωπαϊκές χώρες δεν συμμορφώνονταν προς στους στόχους του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες, αρκούμενες να βρίσκονται κάτω από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ. Τώρα, η ίδια υποταγή εκδηλώνεται και στο οικονομικό μέτωπο, καθώς η ΕΕ αποδεικνύεται ανίκανη να επιστρατεύσει το συλλογικό της βάρος απέναντι στις τακτικές άσκησης πίεσης του Τραμπ. Αυτή η στρατιωτική και οικονομική εξάρτηση έχει δημιουργήσει μια διαρθρωτική ανισορροπία που εκτείνεται κατά μήκος της άμυνας, του εμπορίου και της ενέργειας, αφήνοντας την Ευρώπη σε κατάσταση μόνιμης υποτέλειας.
Η ικανότητα του Τραμπ να αποσπά σαρωτικές οικονομικές παραχωρήσεις και δεσμεύσεις για αμυντικές δαπάνες δείχνει πόσο αποτελεσματικά οι ΗΠΑ μπορούν να χρησιμοποιούν ως όπλο τις ευρωπαϊκές ανησυχίες για την ασφάλεια για την επίτευξη ευρύτερων γεωπολιτικών στόχων. Η δέσμευση για επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων, μεγάλο μέρος των οποίων προορίζεται για αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, υποχρεώνει την Ευρώπη να επιδοτεί αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες, υπονομεύοντας παράλληλα τη δική της βιομηχανική βάση.
Υποχωρώντας στις απαιτήσεις του Τραμπ, η ΕΕ έχασε μια σπάνια ευκαιρία να δείξει ότι οι μεγάλες αγορές δεν μπορούν να εκφοβιστούν. Αντί να δημιουργήσει ένα ισχυρό προηγούμενο για άλλες περιοχές που αντιμετωπίζουν την οικονομική πίεση των ΗΠΑ, επικύρωσε την συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ, ενθαρρύνοντας όχι μόνο τις μελλοντικές αμερικανικές κυβερνήσεις αλλά και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις που επιθυμούν να μετατρέψουν το εμπόριο σε μέσο γεωπολιτικού καταναγκασμού.
Ενώ η άμεση κρίση μπορεί να έχει περάσει, η μακροπρόθεσμη ζημιά στην αξιοπιστία και την αυτονομία της ΕΕ θα είναι μακροχρόνια. Η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η Ευρώπη παραδίδεται χωρίς αντίσταση αναμφίβολα θα προκαλέσει περαιτέρω προκλήσεις στα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Αντί να προσπαθήσουν να μεταθέσουν την ευθύνη στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να διερωτηθούν αν η αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου άξιζε να εγκαταλείψουν την ιδρυτική δέσμευση της Ευρώπης στην πολυμέρεια και να χάσουν οποιαδήποτε αξιόπιστη πορεία προς τη στρατηγική αυτονομία. Εως ότου βρουν οι ευρωπαίοι ηγέτες το θάρρος να σπάσουν τον κύκλο της εξάρτησης, ενδυναμώνοντας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ ώστε να ενεργούν αποφασιστικά ενάντια στον εξωτερικό καταναγκασμό, αυτές οι ταπεινωτικές συνθηκολογήσεις απλώς θα πολλαπλασιάζονται, μετατρέποντας την ήπειρο σε ένα παράρτημα της αμερικανικής αυτοκρατορίας που ευημερεί μεν αλλά είναι ανίσχυρο.
Ο Alberto Alemanno, καθηγητής Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο HEC Paris και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης στην Μπριζ και το Νατολίν, είναι ιδρυτής του The Good Lobby και συγγραφέας του βιβλίου «Lobbying for Change: Find Your Voice to Create a Better Society». Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
