Δασμοί: Γιατί συμβιβάστηκε η Ευρώπη
Δασμοί: Γιατί συμβιβάστηκε η Ευρώπη
Η Ευρωπαϊκή Eνωση θα πληρώσει βαρύ τίμημα με αντάλλαγμα τη «σταθερότητα» στις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι όροι της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν ο Ντόναλντ Τραμπ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την περασμένη Κυριακή αποτελούν ένα πραγματικό πλήγμα για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα, πρόκειται, τελικά, για μια συμφωνία περισσότερο πολιτική παρά οικονομική: Η ΕΕ δεν ήθελε να συγκρουστεί μετωπικά με τις ΗΠΑ.
Στην προ Τραμπ εποχή ο μέσος δασμός που επέβαλαν τα αμερικανικά τελωνεία στα ευρωπαϊκά προϊόντα ήταν περίπου 4,8% ενώ μετά τη συμφωνία πρόκειται να αυξηθεί στο 15%, δηλαδή θα τριπλασιαστεί χωρίς καμία πραγματική οικονομική αιτιολογία, δεδομένου πως δεν είναι αλήθεια, όπως ισχυρίζεται ο Τραμπ, ότι Ευρώπη απομυζούσε τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.
Οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καλλιεργούσαν την ψευδαίσθηση ότι ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο αμερικανός πρόεδρος στις αρχές του Απριλίου, την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» των ΗΠΑ, θα τερματιζόταν απότομα εν μέσω της καταιγίδας που ξέσπασε αμέσως στη Γουόλ Στριτ και σε άλλες χρηματιστηριακές αγορές σε όλον τον κόσμο.
Οπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο Τζουζέπε Σαρτσίνα της Corriere della Sera, η ΕΕ δεν έδωσε μεγάλη σημασία – ώστε να αντιληφθεί ότι ο Τραμπ δεν θα έκανε πίσω και προετοιμαστεί καλύτερα – στις προειδοποιήσεις από τις ΗΠΑ περί μετακύλησης τους κόστους των δασμών στις τελικές τιμές των προϊόντων, εξέλιξη που θα αύξανε τον πληθωρισμό και θα περιόριζε την κατανάλωση, τον βασικό μοχλό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας.
Καλώς ή κακώς, ο Τραμπ προχώρησε σχεδόν ακάθεκτος, καταφέρνοντας, τελικά, να φέρει την Ευρωπαϊκή Ενωση ενώπιον μιας δύσκολης επιλογής: να αποδεχτεί την μετωπική σύγκρουση ή να αποπειραθεί να περιορίσει τη ζημιά. Η Κομισιόν επέλεξε τον περιορισμό της ζημιάς, και από εκείνη τη στιγμή και μετά, άρχισε να τρέχει και να μην φτάνει.
Σε αυτό το πλαίσιο η λίστα με τα αιτήματα της Ουάσινγκτον άρχισε σταδιακά να αυξάνεται, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να βρίσκεται σε ολοένα πιο μειονεκτική διαπραγματευτική θέση. Κάποια στιγμή η γερμανίδα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τράβηξε μια γραμμή, ώστε να σταματήσουν οι ΗΠΑ να απαιτούν, όμως την Κυριακή προέβη σε παραχωρήσεις που μόλις πριν από λίγους μήνες θα ήταν αδιανόητες, όπως οι μηδενικοί δασμοί στις αμερικανικές εισαγωγές, η δέσμευση για αγορά ενεργειακών προϊόντων συνολικής αξίας 750 δισ. δολαρίων μέσα σε μία τριετία καθώς και μιας «τεράστιας ποσότητας όπλων» και η υπόσχεση για άμεσες επενδύσεις στις ΗΠΑ ύψους 600 δισ. δολαρίων.
«Ούρσουλα, γιατί το έκανες;», διερωτάται ο ιταλός σχολιαστής. Κατά πάσα πιθανότητα για να αποφευχθεί η δημιουργία ενός χάους, οικονομικού και πολιτικού: τόσο ο Εμανουέλ Μακρόν όσο και ο Φρίντριχ Μερτς εμφανίζονταν ολοένα πιο δυσαρεστημένοι με την τακτική της συμφιλίωσης, καθώς δεν απέδιδε καρπούς, ενώ την ερχόμενη Παρασκευή 1η Αυγούστου, ο Τραμπ θα αύξανε τους δασμούς στο 30% και η ΕΕ θα απαντούσε με αντίμετρα ύψους άνω των 90 δισ. δολαρίων, σενάριο εξαιρετικά επώδυνο για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μια ακόμη κρίση.
«Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα σε μια βέβαιη, αλλά ίσως διαχειρίσιμη, ήττα και στον κίνδυνο μιας συντριβής με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες. Προτίμησε, ας πούμε, να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με τον Τραμπ παρά να αποδεχτεί μια άνευ προηγουμένου και αντικειμενικά ριψοκίνδυνη πρόκληση», γράφει ο Τζουζέπε Σαρτσίνα. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο της Corriere το λάθος έγινε πριν από τέσσερις μήνες, όταν η ΕΕ δεν αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο στην επίθεση του Τραμπ, όπως έκαναν, για παράδειγμα, η Κίνα και ο Καναδάς, και όταν δεν διέψευσε, με στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία τριάντα χρόνια, το αφήγημα περί στυγνής εκμετάλλευσης των ΗΠΑ από τους Ευρωπαίους. Και την περασμένη Κυριακή ήταν πια πολύ αργά.
Σε αυτό το πλαίσιο, παρηγοριά θα μπορούσε να αποτελεί το γεγονός πως η ΕΕ θα έχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τους όρους των εμπορικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ όταν ο Τραμπ δεν θα είναι στον Λευκό Οίκο. «Μια ματιά στην έκφραση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μετά τη συνάντησή της με τον πρόεδρο των ΗΠΑ ήταν αρκετή για να καταλάβει κανείς ότι η συμφωνία για τους δασμούς δεν είναι “η μεγαλύτερη που έχει συναφθεί ποτέ”, όπως τη χαρακτήρισε ο Τραμπ. Αντιθέτως, είναι μια συμφωνία που υπέστη η Ευρώπη. Αλλά με μια προοπτική εξόδου, το 2028, δηλαδή όταν θα ολοκληρωθεί η θητεία της νυν κυβέρνησης των ΗΠΑ», γράφει σε ανταπόκρισή του από τις Βρυξέλλες ο Κλάουντιο Τίτο, απεσταλμένος της La Repubblica στην έδρα της Κομισιόν.
Οπως ήταν αναμενόμενο, δεν είναι όλες οι κυβερνήσεις των 27 κρατών-μελών ικανοποιημένες με τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν Φον ντερ Λάιεν και Τραμπ στη Σκωτία. Η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν, για παράδειγμα, έκανε λόγο για «μαύρη ημέρα» και «υποταγή». Και η πρόεδρος της Κομισιόν το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «την καλύτερη δυνατή», επισημαίνοντας ότι κανείς στη Γηραιά Ηπειρο δεν μπορεί να είναι πραγματικά ικανοποιημένος αλλά και πως το μόνο συγκεκριμένο αποτέλεσμα θα είναι η επίτευξη κάποιας σταθερότητας στις αγορές και στην παραγωγή. Το μόνο επιχείρημα που έπεισε τους πιο απρόθυμους εταίρους ήταν ακριβώς η δυνατότητα πιθανότητα επαναδιαπραγμάτευσης των πάντων σε τρία χρόνια. Πράγματι οι περισσότερες τομεακές συμφωνίες έχουν τριετή διάρκεια ισχύος. Οταν λήξει η θητεία του Τραμπ, επομένως, η ΕΕ θα μπορεί να ανοίξει ξανά τη συζήτηση.
Αλλωστε, όπως αναφέρει ο Κλάουντιο Τίτο στο κείμενό του, δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που οι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν αυτήν την τακτική. Τον προηγούμενο μήνα, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ολλανδία, όπου τέθηκαν νέες βάσεις για τις αμυντικές δαπάνες, όλοι –εκτός από την Ισπανία, για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους– αποδέχτηκαν τελικά τον στόχο του 5% του «Αρχιστράτηγου» Τραμπ, γνωρίζοντας ότι πολύ πριν από το 2035 δεν θα βρίσκεται πια στον Λευκό Οίκο αλλά και με τη βεβαιότητα ότι αρκετές χώρες –περιλαμβανομένων της Ιταλίας και της Γαλλίας– δεν θα μπορούσαν να τηρήσουν αυτή τη δέσμευση. Αυτό ήταν ένα θέμα που συζητήθηκε αρκετές φορές εκείνες τις ημέρες με τον ισπανό πρωθυπουργό Σάντσεθ σε μια προσπάθεια να τον πείσουν να μην αποσυρθεί από την τελική διακήρυξη της Χάγης.
«Στην πραγματικότητα και διακριτικά το ίδιο τέχνασμα χρησιμοποίησε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την Κυριακή: ικανοποίησε τις ιδιοτροπίες του προέδρου των ΗΠΑ ώστε αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος, θέτοντας ταυτόχρονα έναν χρονικό ορίζοντα. Διαφορετικά, η “ειρήνη” θα συνεπαγόταν βαρύτατο μακροπρόθεσμο κόστος για την ΕΕ και θα είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική της ήττα», σημειώνει ο ιταλός ανταποκριτής στις Βρυξέλλες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
