Θάνος Μικρούτσικος: η τέχνη και η γνώση
Θάνος Μικρούτσικος: η τέχνη και η γνώση
Παραμένει ενεργός, στην πρώτη γραμμή. Αεικίνητος και λαλίστατος. Με συγκροτημένη άποψη για τα μουσικά δρώμενα και ξεκάθαρες επιλογές στην καλλιτεχνική του πορεία. Ο Θάνος Μικρούτσικος, την Τρίτη 18 Ιουνίου, παρουσιάζει στη σκηνή του Ηρωδείου μια παράσταση με τίτλο: «Πάντα γελαστοί και γελασμένοι» και υπότιτλο: «Τραγούδια λαϊκού αισθήματος». Μια παράσταση αφιερωμένη στη μνήμη του Άλκη Αλκαίου, στον οποίο ανήκει στιχουργικά και ο τίτλος της. Άξιοι συμπαραστάτες του Θάνου Μικρούτσικου, οι τραγουδιστές Μανώλης Μητσιάς, Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Μπάσης και Ρίτα Αντωνοπούλου.
Συναντήθηκα μαζί του με αφορμή αυτή τη συναυλία και το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν πως προέκυψε αυτή η συναυλία και -φυσικά- ο τίτλος της.
«Η αρχική σκέψη, και κάτι που μου τριβέλιζε το μυαλό για χρόνια, είναι τα λαϊκά τραγούδια που έχω γράψει. Πρέπει να σου ομολογήσω, εδώ, ότι εγώ, και ως καταγωγή -από αστική οικογένεια της Πάτρας και μάλιστα μεγαλοαστική- και ως σπουδές, δεν είχα καμία σχέση με την έννοια λαϊκό. Αυτό που λέμε λαϊκό τραγούδι δεν το περιείχα. Όταν άρχισα να μελοποιώ, όμως, και μάλιστα στο δημόσιο βίο, το 1965, το πρώτο μου τραγούδι ήτανε χασάπικο σε ρυθμό ζεϊμπέκικου. Περίεργο. Περίεργο με την έννοια ότι δεν ήμουν εγώ εκεί, αλλά πολύ λογικό, γιατί εγώ πάντοτε, από τότε μέχρι σήμερα, μελοποιώ τα κείμενα με βάση τις απαιτήσεις τους. Ό,τι απαιτεί το κείμενο, κάνω. Αυτή την εξήγηση είχα δώσει. Αλλά και πάλι δεν καταλάβαινα πώς γίνεται να έχω γράψει μια σειρά από λαϊκά τραγούδια. Η έκπληξή μου, όμως, κορυφώθηκε όταν έγραψα και έπαιξα για πρώτη φορά το 1981, ενώπιον ενός πολύ μεγάλου κοινού, το «με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις», το «Ερωτικό», σε στίχους, σε ποίηση Άλκη Αλκαίου και είδα την αντίδραση του κόσμου. Και συνεχίστηκε αυτή η αντίδραση σε πανελλαδική κλίμακα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια επιτυχία, η οποία δεν έλεγε να κοπάσει, δεν ήταν επιτυχία εκείνης της χρονιάς, αλλά συνεχιζότανε. Κι αυτό, πραγματικά, μου δημιούργησε μια μεγάλη έκπληξη.».
Στην έκπληξή του αυτή, προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση ο Μάνος Χατζιδάκις σε μια συνάντησή τους στη δεκαετία του 1980, χαρακτηρίζοντάς τον, μάλιστα, ως το outsider που μπορεί να γράψει κάτι που να ανανεώνει το είδος. Ο Μικρούτσικος προβληματίστηκε από την άποψη του Χατζιδάκι, αλλά η συνέχεια μάλλον δικαίωσε τα λεγόμενα του τελευταίου. Και η συνέχεια ήταν η «Ρόζα».
«Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι δύο λαϊκά μου τραγούδια, τα οποία δεν έχουν κουπλέ-ρεφρέν, το ένα μιλάει για Βησιγότθους στην αρχή και το άλλο υπονοεί τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και το «πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία και πως η Ιστορία γίνεται σιωπή», κυριαρχούν στο μεταπολιτευτικό χώρο του λεγόμενου λαϊκού τραγουδιού.»
Κάπως έτσι φτάνουμε στη φετινή συναυλία του Ηρωδείου: «Σκεφτόμουνα κάποια στιγμή να μαζέψω τα λαϊκά μου τραγούδια και να τα παρουσιάσω. Στην αρχή το σκεφτόμουνα δισκογραφικά. Μάλιστα, είχα κάνει και τη σούμα και είχα βρει ότι τα εκδομένα είναι καμιά εξηνταριά, είναι αρκετά, δηλαδή. Δεν είναι πέντε – δέκα – δεκαπέντε. Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Έπειτα, όμως, σκέφτηκα ότι σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο, και με τίτλο «Πάντα γελαστοί και γελασμένοι», πρέπει το περιεχόμενο να έχει ολοκληρωμένη υπόσταση. Γιατί εντάξει το «Πάντα γελαστοί», αλλά πρέπει να δούμε και το «Πάντα γελασμένοι». Το «Πάντα γελασμένοι» έχει να κάνει με τα τραγούδια με πολιτικό πρόσημο. Τραγούδια που, επίσης, έχουν λειτουργήσει διαχρονικά. Το «Αυτούς τους έχω βαρεθεί» το κυκλοφόρησα το 1975 και πολύ πριν την κρίση ήταν στην επικαιρότητα. Ή και τον «Άμλετ της Σελήνης», που είναι ένα κοινωνικοπολιτικό τραγούδι. Το «Ανεμολόγιο», επίσης, σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη που έγραψα το 1989. Έτσι, λοιπόν, για να ολοκληρωθεί το «Πάντα γελαστοί και γελασμένοι», μπήκε ο υπότιτλος «τραγούδια λαϊκού αισθήματος». Είναι δύο υποσύνολα. Τα τραγούδια που είναι σαφώς λαϊκά ως προς τη φόρμα και τα τραγούδια με πολιτικό περιεχόμενο, τραγούδια λαϊκού αισθήματος, δηλαδή. Αυτή ήταν η όλη σκέψη.».
Μοιραία, η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με τους τέσσερις σπουδαίους τραγουδιστές που πλαισιώνουν το εγχείρημα και τους λόγους για τους οποίους αυτοί επελέγησαν.
«Μιλώντας για τους τραγουδιστές, λοιπόν. Για μένα, μπορεί να λένε ότι είμαι γενναιόδωρος στις εκφράσεις μου και στο πώς μιλάω για τους ανθρώπους, αλλά θεωρώ ότι δεν είμαι εύκολος. Κάποτε είχα πει ότι πρέπει να ονοματίζουμε και τους μύθους του αύριο, αρκετά με τους μύθους του πριν. Με την έννοια ότι σέβομαι πλήρως τους μύθους του πριν, αλλά δεν πρέπει να πεθάνει κανείς και να πούνε μετά από εξήντα χρόνια ότι τελικά ήτανε μύθος ή ήτανε πολύ καλός. Μου αρέσει να λέω τα πράγματα με το όνομά τους.».
Για τον Μανώλη Μητσιά: «Είναι λίγες οι φωνές που λειτούργησαν, σε κάποια φάση της σταδιοδρομίας τους, ως η συνισταμένη της φωνής του νεοέλληνα. Θες ήταν το ρεπερτόριο που είπανε, θες ήταν ο τρόπος τους, θες ήταν η φωνή τους, κατά τη γνώμη μου όλα μαζί, λειτούργησαν έτσι. Ο Μητσιάς, λοιπόν, είναι μία από αυτές τις ελάχιστες περιπτώσεις. Και έχει ήθος. Και το ρεπερτόριό του είναι συνολικά πολύ καλό, αυτά που τραγούδησε, τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Μούτση, λαϊκά τραγούδια, δικά μου κ.λπ. Ο τρόπος του, όμως, αυτό το από μέσα του λιτό, δωρικό, σε συνδυασμό με κάτι που σε πήγαινε προς το ψαλτικό και το βυζαντινό, χωρίς όμως το έρρινο, νομίζω ότι τον καθιστά ως μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις που λειτούργησαν ως η συνισταμένη της φωνής του νεοέλληνα. Και εδώ θα σου πω και κάτι: όποτε συνεργαζόμασταν με τον Άλκη Αλκαίο, επειδή ήταν πάντοτε προβληματική η υγεία του, συνηθίζαμε, να τον παίρνω τηλέφωνο και να του βάζω στο ηχείο αυτό που είχαμε κάνει νωρίτερα στο στούντιο. Θυμάμαι, λοιπόν, το 2006, ότι του έβαλα την «Αργώ», το πρώτο τραγούδι του δίσκου «Υπέροχα Μονάχοι» και μόλις τέλειωσε, η πρώτη φράση του Αλκαίου – και είχε απόλυτο δίκιο – ήταν: "να σου πω, αν δεν υπήρχε ο Μητσιάς, θα έπρεπε να τον ανακαλύψουμε".».
Για το Γιάννη Κότσιρα: «Του είχα γράψει ένα γράμμα πριν από αρκετά χρόνια και του έλεγα ότι κατά τη γνώμη μου είναι μακράν ο καλύτερος τραγουδιστής της γενιάς του, της μετά από μένα γενιάς. Είναι πολυφασματικός. Μπορεί να πει τραγούδια στα όρια της ποπ, μπαλάντες, μπορεί να πει με σπουδαίο προσωπικό του τρόπο λαϊκά τραγούδια και τον έχω ακούσει σε τραγούδια που υπάρχουν σε μεγάλα έργα (π.χ. του Θεοδωράκη το «Άξιον Εστί»), όπου δεν προσπαθεί να μιμηθεί τον Μπιθικώτση, όπως κάνανε κάποιοι άλλοι, αλλά τα λέει με το δικό του τρόπο και είναι απολύτως πειστικός. Με εξέπληξε, δε, που, σε μία πρόσφατη συνεργασία που είχαμε, τραγούδησε τραγούδια που έχουν πει σε πρώτη εκτέλεση ο Μητροπάνος και η Αλεξίου, που για μένα είναι δύο από τα πρόσωπα που λατρεύω και θεωρώ αξεπέραστα στον τομέα τους, και «χτυπήθηκε» στα ίσια μαζί τους. Μάλιστα σε ένα τραγούδι, η ερμηνεία του ξεπέρασε και την ερμηνεία των ανθρώπων αυτών. Θεωρώ, λοιπόν, επειδή με ενδιαφέρει να μη μένω κολλημένος στη γενιά μου, γιατί αυτό με ανανεώνει κι εμένα τον ίδιο, αυτονόητη τη συμμετοχή του Κότσιρα.».
Για τον Δημήτρη Μπάση: «όταν μιλάμε για λαϊκό τραγούδι, στο νου μας έρχεται ο Μπιθικώτσης. Περισσότερο για μένα ο Μπιθικώτσης, αλλά και ο Καζαντζίδης. Ή έρχονται οι μεγάλοι τραγουδιστές της δικής μου γενιάς, ο Μητσιάς, ο Νταλάρας, ο Μητροπάνος αναμφισβήτητα. Επίσης, από το λαϊκό τραγούδι που δεν ανήκει στο λεγόμενο έντεχνο, ο Διονυσίου. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτός που λειτουργεί με τον πιο ρωμαλέο και δυναμικό τρόπο, στην γενιά την επόμενη, είναι ο Δημήτρης Μπάσης. Εάν σταθεί και λίγο τυχερός στο ρεπερτόριο, κάτι που είναι δύσκολο λόγω του ότι η δισκογραφία τελείωσε, νομίζω ότι μελλοντικά θα αναδειχθεί σαν μία από τις μεγάλες λαϊκές φωνές.».
Για τη Ρίτα Αντωνοπούλου: «Είμαι πολύ τυχερός που ανακάλυψα αυτή την κοπέλα πριν από εφτά χρόνια. Εκείνη μπορεί να λέει ότι μου οφείλει τα πάντα, εγώ λέω ότι της οφείλω πάρα πολλά γιατί, μετά την απίστευτη Μαρία Δημητριάδη, μετά τη Μίλβα, μετά τη Χαρούλα, γιατί δούλεψα με όλες αυτές τις μεγάλες φωνές, ήθελα να βρω μια νέα φωνή, η οποία να είναι πολυφασματική. Ένα χαρακτηριστικό της μουσικής μου είναι το μεγάλο φάσμα. Ότι ξεκινάω από ένα απλό λαϊκό τραγούδι ενδεχομένως, περνάω σε πιο σύνθετα τραγούδια, φτάνω σε κλασικά πράγματα, φτάνω στην όπερα, φτάνω στο πείραμα. Έχω ένα μεγάλο φάσμα. Προς θεού, αυτό δεν είναι αξιολογικό, δεν σημαίνει ότι είμαι καλύτερος από τους άλλους, απλώς λέω ότι το φάσμα μου είναι μεγάλο. Και έχω τώρα μια τραγουδίστρια που μπορεί να λειτουργήσει σε μεγάλο μέρος του φάσματος αυτού. Με μία απίστευτη σκηνική παρουσία και μία αντοχή η οποία «σπάει κόκαλα». Κάναμε 49 συναυλίες φέτος τον χειμώνα σε όλη την Ελλάδα. Πιάνο-φωνή. Τρεισήμισι ώρες. Ήταν απίστευτο ότι, στις 3 ώρες και 20 λεπτά, τραγουδούσε με την ίδια ακρίβεια και πειθαρχία που τραγουδούσε στο πρώτο λεπτό.».
Η κουβέντα μας συνεχίστηκε επί μακρόν. Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι χειμαρρώδης και γενναιόδωρος στη συναναστροφή. Αυτόν τον καιρό καταπιάνεται με πάρα πολλά, ως συνήθως: «Πριν από δύο μήνες τέλειωσα ένα έργο για δυο πιάνα και τώρα έχω αρχίσει να σχεδιάζω ένα έργο για ορχήστρα που είναι παραγγελία στο Μονπελιέ, το 2015. Επίσης, εάν βρω δέκα μέρες το καλοκαίρι, θέλω να γράψω ένα γρήγορο έργο για πιάνο, βιολί και φωνή, που είναι επίσης παραγγελία. Μόλις τώρα κυκλοφόρησε ένα δίσκος (βιβλίο – cd) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με δύο κλασικά μου έργα και, ταυτόχρονα, μόλις χθες το μεσημέρι τελείωσα κατά 95% τη δουλειά μου για τη Μήδεια του Ευριπίδη που θα ανέβει στην Επίδαυρο στις 5-6 Ιουλίου, ενώ την Παρασκευή έδωσα συναυλία στη Θεσσαλονίκη και αύριο δίνω στο Βόλο και την ίδια στιγμή ετοιμάζω το Ηρώδειο. Στη συνέχεια, από τις 5 Ιουλίου ακολουθεί μια ανηφόρα 25 συναυλιών σε όλη την Ελλάδα. Αυτό, λοιπόν, το πράγμα είναι κάτι που με ανανεώνει. Προφανώς κουράζομαι πολύ και όσο μεγαλώνω κουράζομαι ακόμα περισσότερο, αλλά μέχρι στιγμής τα καταφέρνω. Εργατικότατος και το υποστηρίζει: η τέχνη είναι μια μορφή εργασίας και ως τέτοια εμπεριέχει τη γνώση. Βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, σε δημιουργικό οίστρο. Σαν παιδί: Στις 13 Απριλίου έκλεισα τα 66. Είχαμε συναυλία στο Ρυθμό, στην Ηλιούπολη, με τη Ρίτα (σ.σ. Αντωνοπούλου). Μου έκανε λοιπόν δώρο μια μπλούζα που έλεγε: δεν είμαι 66, είμαι 18 με εμπειρία 48 ετών. (γέλια)».
Μιλήσαμε για πολλά ακόμα. Για τον βιοπορισμό και τη σχέση του με την καλλιτεχνική δημιουργία, για την «οικειοθελή αποχώρηση» των καλλιτεχνών πριν φθαρούν, για τη μελοποιημένη ποίηση, για το πολιτικό τραγούδι, για τον πολιτισμό και τη στελέχωσή του, για τα τραγούδια συγκυρίας. Κρατώ όσες κουβέντες μας δεν χώρεσαν στο παρόν κείμενο και τη γενναιοδωρία του για μια επόμενη δημοσίευση. Την Τρίτη 18 Ιουνίου θα βρίσκομαι στο Ηρώδειο, ελπίζω γελαστός και όχι γελασμένος. Εσείς;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
