«Οι ανοησίες των πνευματικών ανθρώπων»
«Οι ανοησίες των πνευματικών ανθρώπων»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι, ίσως, ο πιο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης ετούτης της χώρας. Έχοντας επιτύχει υψηλές επιδόσεις στην τέχνη του, μοιραία, «μπήκε στο μάτι» όλων μας, κατά καιρούς. Έχω διαβάσει αμέτρητα επικριτικά κείμενα για τον ίδιο, κείμενα κατηγορητικά, ακόμα και υβριστικά. Και θυμάμαι και εκείνο που έλεγε στις παραστάσεις του «Πυρήνα», πίσω στο 2006, ότι πολλές φορές ετούτος ο κόσμος τον έχει πικράνει. Ωστόσο, ποτέ δεν διάβασα ένα κείμενο που να αμφισβητεί το σπουδαίο έργο του. Κι αν, την εποχή του «Κουρέματος», έπεσαν να τον φάνε οι κριτικές, αλλά και ο απλός κόσμος για εκείνο το «Κωλοέλληνες» ή για άλλα τραγούδια εκείνου του δίσκου, σήμερα όλοι αναγνωρίζουμε την ευστοχία του. Πέραν όλων αυτών, όμως, αν ανταμώσει κανείς με τον Διονύση Σαββόπουλο, ακόμα και για πέντε λεπτά, καταλαβαίνει ότι είναι ξεχωριστός. Και ότι, μερικές φορές, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Διακινδυνεύω και μια πρόβλεψη: στα χρόνια τα κατοπινά ο Διονύσης Σαββόπουλος θα στέκει δίπλα στον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Γιατί σε εκείνο το «Φορτηγό», το 1966, ο Σαββόπουλος δεν ανέβηκε μόνος του. Είχε μαζί του τις Μούσες.
Στην περίοδο αυτή που διανύουμε, συχνά, ακούγονται διαμαρτυρίες για την απουσία των πνευματικών ανθρώπων. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Μέχρι που «οφείλουν» οι πνευματικοί άνθρωποι ενός τόπου να είναι παρόντες και με ποιους τρόπους;
Όταν λέμε πνευματικοί άνθρωποι, είναι δύο ειδών. Το μεγάλο είδος είναι: το πανεπιστήμιο, η ακαδημία, οι σύλλογοι των καλλιτεχνών και των λογοτεχνών. Αυτοί είναι πάντα υποτονικοί. Και μερικές φορές, όπως στο πανεπιστήμιο, απαράδεκτα άσχετοι. Το άλλο είδος είναι οι μοναχικές φωνές. Τώρα, οι μοναχικές φωνές, άλλες φορές κολακεύανε τον κόσμο για το χειροκρότημα – ένα είδος λαϊκισμού, δηλαδή – αλλά υπήρχανε και υπάρχουν κι άνθρωποι, οι οποίοι έκρουσαν εγκαίρως τον κώδωνα του κινδύνου. Γιατί οφείλει κανείς να μιλάει πριν και όχι κατόπιν εορτής. Αυτούς, η κατεστημένη κουλτούρα, που είναι λαϊκίστικη, τους έβγαλε γραφικούς, τους περιθωριοποίησε. Αυτή είναι η κατάσταση. Όταν μου λένε, γιατί σιωπούν οι πνευματικοί άνθρωποι, λέω καλύτερα έτσι. Ανοησίες λένε. Καλύτερα να μη μιλάνε.
Η επόμενη ερώτηση που θέλω να σας κάνω, συσχετίζει λίγο την τραγουδοποιία με τον αθλητισμό. Ένας αθλητής, μεγαλώνοντας, αρχίζει να μην αποδίδει όπως απέδιδε νεότερος. Σκεπτόμενος, παράλληλα, και αυτό που ισχύει για την επιστήμη των μαθηματικών, όπου οι μεγαλύτερες καινοτόμες θεωρίες στην ιστορία αυτής της επιστήμης αναπτύχθηκαν, στην πλειοψηφία τους, από μαθηματικούς έως 35 ετών, ήθελα να σας ρωτήσω: πιστεύετε ότι καταλαγιάζει η δημιουργική πνοή του ανθρώπου καθώς μεγαλώνει;
Σε γενικές γραμμές όχι, αλλά μιλώντας για το τραγούδι ειδικά, πρέπει να παρατηρήσω ότι ήτανε πάντοτε μια τέχνη που τη φτιάχνανε νέοι και απευθυνόταν σε νέους. Ακούμε μουσική και επηρεαζόμαστε από τη μουσική μέχρι τα 25 μας. Από εκεί και πέρα, θέλουμε να ακούμε οτιδήποτε μοιάζει με αυτό που έχουμε ήδη ακούσει. Δεν μας είναι εύκολο να ακούσουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Νομίζω ότι η τέχνη του τραγουδιού είναι κάτι που φτιάχνεται από νέους ανθρώπους κι απευθύνεται σε νέους ανθρώπους. Ή τουλάχιστον στους νέους ανθρώπους βρίσκει το κύριο στήριγμά της, όταν εμφανίζεται, όταν κυκλοφορεί. Από εκεί και πέρα γίνεσαι δάσκαλος, γίνεσαι τέτοια πράγματα.
Δεν σταματάς όμως να γράφεις. Μπορείς να γίνεις δάσκαλος, αλλά φαντάζομαι… Και το ρωτάω γιατί έχετε κάνει εκείνη τη φοβερή δήλωση – κατά την προσωπική μου άποψη – ότι δεν γράφετε πια…
Δεν γράφω. Δεν νιώθω την ανάγκη, για αυτό. Όμως, μου αρέσει να παίζω. Και μάλιστα παίζω και τραγουδώ καλύτερα τώρα γιατί έχει σωπάσει ο συνθέτης μέσα μου, που έλεγε «δεν το λες καλά, δεν είναι έτσι το τραγούδι». Αισθάνομαι πιο ελεύθερος πάνω στο πάλκο, απαλλαγμένος από τον εσωτερικό συνθέτη (γέλια).
Έχετε σκεφτεί ποτέ να λειτουργήσετε καθαρά σαν ερμηνευτής; Σαν ερμηνευτής κάποιων τραγουδιών που σας αρέσουν…
Το έχω κάνει αρκετές φορές.
Θα σας πρότεινα κάτι πιο ανατρεπτικό: ένα ολόκληρο πρόγραμμα ή έναν ολόκληρο δίσκο με αγαπημένα σας τραγούδια άλλων…
Ένα πρόγραμμα με τραγούδια άλλα από τα δικά μου, δηλαδή;
Ναι. Όπως ήταν το αφιέρωμά σας στον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά κάτι πιο ευρύ…
Μπορεί και να το κάνω. Έχω πει κατά καιρούς τραγούδια άλλων και μάλιστα τα έκανα και σουξέ, που σημαίνει ότι το έκανα καλά. Αυτό είναι, πάντως, μια ιδέα. Να κάνεις έναν δίσκο που να λέγεται: τα τραγούδια των άλλων. Θα μπορούσε να είναι και πρόγραμμα και δίσκος.
Μιλήστε μου λίγο για το «Γκαγκαντίν», το πρόγραμμα που παρουσιάζετε αυτό τον καιρό στην «Ακτή Πειραιώς». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Με καλέσανε τα παιδιά, τα οποία συμπαθώ: ο Μπουλάς και ο Ζουγανέλης. Με τον μεν Μπουλά είμαστε παλαιοί συνεργάτες. Έκανε έξοχα τον Λάμαχο στους «Αχαρνής» το 1976. Κι έχουμε ξαναπαίξει αρκετές φορές. Επίσης, μου αρέσει το χιούμορ του Ζουγανέλη. Μου θυμίζει τα αστεία του πούλμαν. Τότε που πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και, κάποιος που είχε πλάκα, έπαιρνε το μικρόφωνο του οδηγού και έλεγε καλαμπούρια. Στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό, έχει καλή καρδιά, υποδύεται τον χαζό. Εγώ τον απολαμβάνω. Κι ο Μπουλάς μού αρέσει. Η φωνή του Μπουλά έχει ψυχή. Μπορεί να πέρασαν τα χρόνια και να έχει πρόβλημα υγείας, αλλά η φωνή του είναι σαν μια πηγή: μπορεί να λιγοστέψει το νερό, είναι πάντως καθαρό, είναι νερό πηγής. Τον ακούω τα βράδια, δίπλα μου, στο πάλκο και με συγκινεί. Ο Μαχαιρίτσας έχει γράψει ωραία τραγούδια. Δε μου αρέσει που είναι σαν μπουλντόγκ, που είναι έτσι κατσούφης (γέλια), γιατί νομίζει ότι είμαστε ακόμα στα 1970 και πρέπει να είναι λίγο σαν ροκ σταρ, σαν επαναστάτης, σαν ασυμβίβαστος, ξέρεις… Ενώ είναι ένας ευαίσθητος χοντρός που γράφει ωραίες μελωδίες και προσέχει πολύ καλά τους στίχους που διαλέγει και μελοποιεί. Έχω ζηλέψει μερικά τραγούδια του, το «Μικρό τιτανικό» (στίχοι: Μιχάλης Γκανάς), ας πούμε. Κι έχω πει και το «Και τι ζητάω» (στίχοι: Γιάννης Γεωργακόπουλος), ένα δικό του τραγούδι. Έχει γράψει πολλά ωραία τραγούδια. Και λέω μάλιστα και ένα – δυο τραγούδια του Μαχαιρίτσα, εκεί πέρα, στην Ακτή Πειραιώς.
Πώς θα χαρακτηρίζατε, λοιπόν, τη σύμπραξή σας με όλους επί σκηνής;
Αυτό είναι ένα πρόγραμμα διασκέδασης, μια συνένωση λόγω κρίσεως. Φτιάξαμε ένα πρόγραμμα με τον Μαχαιρίτσα, τον Μπουλά και τον Ζουγανέλη, ας πούμε, που κανείς δεν το θεωρεί ιδιοκτησία του. Αυτό θα έπρεπε να κάνουν και τα κόμματα. Μου λέτε ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα και το καταλαβαίνω. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ναι, αλλά θα γίνουν, έτσι κι αλλιώς, μετά την καταστροφή. Άμα, δηλαδή, αρχίσουν και εισβάλουν συμμορίες και λεηλατούνε σπίτια και βγει ο στρατός στους δρόμους, εκεί θα γίνει μια συνεννόηση, πια. Το θέμα είναι, όμως, να γίνει πριν. Επανέρχομαι: είναι ένα πρόγραμμα διασκέδασης, έχει στοιχεία karaoke, σκηνές karaoke, πολλά στοιχεία burlesque και πολιτικού καμπαρέ, άφθονα τραγούδια, πολιτική σάτιρα και βλέπω τον κόσμο και το ευχαριστιέται πάρα πολύ. Αλλά και μένα μου είναι ευχάριστο.
Να σας ρωτήσω κάτι ακόμα, που δεν ξέρω πώς θα σας φανεί. Ποια είναι η διάρκεια του προγράμματος;
Αχ, είναι Μπεν Χουρ! (γέλια).
Γιατί, τα προηγούμενα προγράμματα των φετινών συνεργατών σας «δεν τελειώνανε»…
Όχι, τώρα τελειώνει κάποια στιγμή. Γύρω στις 3 τελειώνουμε. Αρχίζει όμως κατά τις 10.30.
Ο τίτλος «Γκαγκαντίν» πώς προέκυψε;
Το «Γκαγκαντίν» ήτανε μια παλιά ταινία με τον Κάρυ Γκραντ, παλιά, στη δεκαετία του 1930. Εγώ ανήκω στην πρώτη γενιά πιτσιρικάδων που εκστόμισε το μαγικό επιφώνημα «γκαγκάν – γκαγκάν». Έτσι; Και το είχαμε πάρει από την ταινία.
Κι έτσι το έκανε και τίτλο τραγουδιού του ο Λουκιανός Κηλαηδόνης;
Προφανώς. Κι ο Κηλαηδόνης στην ίδια γενιά ανήκει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
