Αλτσχάιμερ: Ο πόλεμος δεν έχει χαθεί
Αλτσχάιμερ: Ο πόλεμος δεν έχει χαθεί
Ανάμεσα στις πολλές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ιατρική επιστήμη, η νόσος Αλτσχάιμερ ξεχωρίζει ως μία από τις πιο δισεπίλυτες. Αν και κατά το διάστημα 1995-2021 επενδύθηκαν 42,5 δισ. δολάρια από ιδιωτικούς φορείς με στόχο να εντοπίσουν εκείνον τον θεραπευτικό «κωδικό» για την αναχαίτιση της πιο συχνής μορφής άνοιας, περισσότερες από 140 δοκιμές απέτυχαν.
Κι όμως, διαβάζοντας κανείς τις γραμμές πρόσφατου δημοσιεύματος του Economist, διαπιστώνει πως στον ερευνητικό κόσμο επικρατεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Οι στρατιώτες της Επιστήμης επιμένουν πως ο πόλεμος δεν έχει ακόμη χαθεί.
Και η αλήθεια είναι ότι έχουν καταγραφεί εξελίξεις στον τομέα αυτόν. Σήμερα είναι διαθέσιμα δύο νέα φάρμακα που προσφέρουν πάντως μέτρια οφέλη, ενώ πρόσφατη ανασκόπηση αποκαλύπτει ότι σύντομα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν κι άλλα.
Τη χρονιά που διανύουμε, βρίσκονται σε εξέλιξη 182 κλινικές δοκιμές για θεραπείες της νόσου Αλτσχάιμερ –αύξηση 11% σε σχέση με πέρυσι– στις οποίες δοκιμάζονται 138 θεραπείες. Μάλιστα, οι 12 εξ αυτών είναι πιθανό να ολοκληρώσουν τις τελικές δοκιμές (φάσης 3) εντός του έτους. Είναι αξιοσημείωτο, δε, ότι και στην Ελλάδα επτά κέντρα έρευνας στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη συμμετέχουν σε αυτή την ερευνητική… σκυταλοδρομία.
Ισως, όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι οι ερευνητές στοχεύουν πλέον σε ένα ευρύ φάσμα δυνητικών (και πιθανώς συνεργατικών) αιτιών, γεγονός που αντανακλά την ολοένα και πιο εξελιγμένη κατανόηση των μοριακών διαδικασιών πίσω από τη νόσο Αλτσχάιμερ και την άνοια.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι για δεκαετίες, η θεωρία που κυριαρχούσε ήθελε ως κύρια αιτία εκδήλωσης της Αλτσχάιμερ τη συσσώρευση πλακών της πρωτεΐνης β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, που τεκμηριωμένα προκαλούν έναν καταρράκτη αρνητικών επιδράσεων στην εγκεφαλική λειτουργία. Σε αυτήν την υπόθεση στηρίζεται και η αποτελεσματικότητα των δύο νέων φαρμάκων – το lecanemab που έχει λάβει έγκριση και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) και το donanemab που έχει λάβει έγκριση προς το παρόν μόνο από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Και τα δύο φάρμακα συμβάλλουν στην απομάκρυνση του β-αμυλοειδούς, επιβραδύνοντας την εξέλιξη της νόσου κατά περίπου 30%.
Οπως όμως σχολιάζει ο Economist, δικαίως ο αρχικός ενθουσιασμός που προκάλεσαν αυτά τα φάρμακα σύντομα μετριάστηκε από το γεγονός «ότι δεν είχαν το αποτέλεσμα που θα περίμενε κανείς ύστερα από προσπάθειες δεκαετιών».
Ο Τζέιμς Ρόου, καθηγητής Νοητικής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, εξηγεί στον Economist ότι αν και η συσσώρευση β-αμυλοειδούς αποτελεί κρίσιμο «πρώιμο έναυσμα» για τη νόσο, «μέχρι τη στιγμή που οι ασθενείς αναζητούν ιατρική βοήθεια άλλες νευρικές διεργασίες έχουν ήδη επιταχύνει την εξέλιξη της ασθένειας».
Εν τω μεταξύ, μερικά ακόμη βασικά κομμάτια του πολύπλοκου αυτού παζλ που έχουν ανακαλύψει οι ερευνητές, αφορούν μια άλλη πρωτεΐνη, που ονομάζεται Tau, στην αυξημένη μεταβολική καταπόνηση των εγκεφαλικών κυττάρων, στη νευροφλεγμονή και στον ελάττωση της αιμάτωσης του εγκεφάλου. Και όπως όλα δείχνουν, αυτή η αυξανόμενη ποικιλομορφία των πιθανών στόχων είναι η πηγή της αισιοδοξίας της επιστημονικής κοινότητας.
«Τα μονοκλωνικά αντισώματα που είναι ήδη διαθέσιμα στην Αμερική και ένα εξ αυτών στην Ευρώπη –δεν έχει έρθει, όμως, ακόμη στην Ελλάδα–, προκαλούν μια καθυστέρηση στη νόσο. Αλλά δυστυχώς έχουν συνδεθεί με ανεπιθύμητες ενέργειες, τις οποίες πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο ο θεραπευόμενος όσο και ο γιατρός. Η μεγάλη ελπίδα μας, συνεπώς, είναι τα νέα φάρμακα που περιμένουμε, ορισμένα μάλιστα από του στόματος χορηγούμενα, και τα οποία δεν έχουν παρενέργειες», σημειώνει στο Protagon η καθηγήτρια Νευρολογίας στο ΑΠΘ, Μάγδα Τσολάκη.
Μήπως η λύση είναι κάτω από τη μύτη μας;
Στο… μικροσκόπιο βρίσκονται ήδη θεραπείες που έχουν λάβει έγκριση για άλλες παθήσεις, δυνητικά όμως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και στη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ. Η προσέγγιση αυτή είναι ελκυστική, καθώς αφενός πρόκειται για φάρμακα που μπορούν να λάβουν ταχύτατα έγκριση και αφετέρου μπορούν να αναπτυχθούν σχετικά φθηνά.
«Ολοκληρώνονται δύο μεγάλες μελέτες, των 1.800 ασθενών έκαστη, σε σαράντα χώρες όλου του κόσμου οι οποίες άρχισαν το 2021 και ο τελευταίος ασθενής ολοκληρώνει τη μελέτη τον Σεπτέμβριο του 2025».
Επτά κέντρα στην Ελλάδα
Η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτές τις δύο μελέτες με επτά κέντρα έρευνας στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. «Το φάρμακο αυτό δίδεται από το στόμα σε αντίθεση με τα φάρμακα που ήδη έχουν εγκριθεί και δίδονται ενδοφλέβια και μέχρι ώρας η πιο σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η απώλεια βάρους, η οποία όμως θα μπορούσε και να είναι ωφέλιμη για τους περισσότερους συμμετέχοντες στη μελέτη», διευκρινίζει η κυρία Τσολάκη.
Η πιρομελατίνη (piromelatine) που λειτουργεί στους υποδοχείς μελατονίνης και σεροτονίνης, συμβάλλοντας στη ρύθμιση του ύπνου, έχει μπει επίσης στο ερευνητικό στόχαστρο. Η αιτία; Είναι πιθανό να… καθαρίζει τις άχρηστες πρωτεΐνες που συσσωρεύονται στον εγκέφαλο και κλέβουν τις αναμνήσεις. Και υπάρχει επίσης το ar1001 (mirodenafil), το οποίο αναπτύχθηκε αρχικά για τη στυτική δυσλειτουργία αλλά πλέον δοκιμάζεται για τις νευροπροστατευτικές του ιδιότητες.
Πρόσφατες προσεγγίσεις
Η λύση, όμως, ενδέχεται να μη βρίσκεται στην ανακύκλωση παλιών φαρμάκων, αλλά στην καινοτομία. Για παράδειγμα, μια νέα ερευνητική «σχολή» επικεντρώνεται στα φάρμακα που μπορούν να αντιμετωπίσουν τη φλεγμονή στον εγκέφαλο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στα εγκεφαλικά κύτταρα που ονομάζονται μικρογλοιακά.
Ο Economist τα περιγράφει ως την πυροσβεστική υπηρεσία, την αστυνομία και την υπηρεσία καθαριότητας του εγκεφάλου, επειδή ταυτόχρονα ανταποκρίνονται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Πώς; Διατηρώντας την τάξη και καθαρίζοντας τα συντρίμμια.
Σήμερα, μια σειρά φαρμάκων «στρατολογούνται» ώστε να στοχεύσουν την πρωτεΐνη trem2 στην επιφάνεια των συγκεκριμένων κυττάρων, με την ελπίδα να ενισχύσουν τη δραστηριότητά τους.
Επιπρόσθετα, δοκιμάζονται συνδυασμοί φαρμάκων που χορηγούνται για ασθένειες όπως ο καρκίνος και ο ιός HIV που προκαλεί το AIDS.
Ομως, ακόμη και σήμερα, οι εν εξελίξει δοκιμές χαρακτηρίζονται από τυφλά σημεία, προειδοποιεί μέσω του Economist η Δρ Αντονέλα Σαντοτσιόνε – Τσάντα, ιδρύτρια του Women’s Brain Foundation – ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έδρα στην Ελβετία που μελετά πώς το φύλο επηρεάζει τον εγκέφαλο και την ψυχική υγεία.
Η ίδια εστιάζει στην εξής παρατήρηση: Οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν Αλτσχάιμερ, ενώ η νόσος φαίνεται να εξελίσσεται διαφορετικά στον εγκέφαλό τους. Για παράδειγμα, η πρωτεΐνη Τau εξαπλώνεται περισσότερο στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Οι επιστήμονες αναφέρουν στον Economist πως η έρευνα θα τροφοδοτούνταν με περισσότερες πληροφορίες αν υλοποιούνταν παράλληλα και άλλες στρατηγικές. Οπως αν εξετάζονταν νωρίτερα για τη νόσο Αλτσχάιμερ οι άνθρωποι, δημιουργώντας έτσι μια χρήσιμη δεξαμενή εθελοντών για τη δοκιμή νέων φαρμάκων.
Αντίστοιχα, η δημιουργία ενός ενιαίου μητρώου των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με τη νόσο θα ήταν επίσης χρήσιμη, διευκολύνοντας αφενός τους ασθενείς να ενταχθούν σε δοκιμές και αφετέρου τις φαρμακευτικές εταιρείες να εντοπίσουν συμμετέχοντες για κλινικές μελέτες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
