Eίναι το Βέλγιο ένα ναρκο-κράτος στην καρδιά της Ευρώπης;
Eίναι το Βέλγιο ένα ναρκο-κράτος στην καρδιά της Ευρώπης;
«Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην περιφέρειά μας και πέραν αυτής δεν είναι πλέον ένα κλασικό ζήτημα εγκληματικότητας. Αντιμετωπίζουμε μια οργανωμένη απειλή που υπονομεύει τους θεσμούς μας. Εκτεταμένες δομές τύπου μαφίας έχουν απλώσει ρίζες, αποτελώντας μια παράλληλη δομή εξουσίας, που αμφισβητεί όχι μόνο την αστυνομία, αλλά και τη δικαστική εξουσία. Οι συνέπειες είναι σοβαρές: εξελισσόμαστε σε ένα ναρκο-κράτος; Σε καμία περίπτωση, κατά τη γνώμη σας; Υπερβάλλουμε; Σύμφωνα με την επιθεωρήτριά μας αρμόδια για τα ναρκωτικά, αυτή η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Οι συνάδελφοί μου και εγώ συμμεριζόμαστε αυτήν την ανησυχία».
Τα παραπάνω έγραψε ένας δικαστής σε ανώνυμη επιστολή του που δημοσιεύθηκε στις 27 Οκτωβρίου στον επίσημο ιστότοπο του δικαστικού συστήματος, όχι του Μεξικού των καρτέλ ναρκωτικών, αλλά του Βελγίου των ευρωπαϊκών θεσμών. Προειδοποιώντας ότι το εμπόριο ναρκωτικών μετατρέπει ήδη τη χώρα σε «ναρκο-κράτος» και θέτει υπό απειλή το κράτος δικαίου, ο βέλγος δικαστής απευθύνει έκκληση στην κυβέρνηση να αναλάβει άμεσα δράση.
Στην πραγματικότητα, η βελγίδα επιθεωρήτρια αρμόδια για τα ναρκωτικά, Ινε φαν Βίμερς, είχε επισημάνει την κρισιμότητα της κατάστασης πριν από σχεδόν μία διετία, τον Δεκέμβριο του 2023, μιλώντας στη Le Monde: «Εχει μετατραπεί το Βέλγιο σε ναρκο-κράτος; Η απάντησή μου είναι “σαφώς όχι”. Εχει μετατραπεί το Βέλγιο σε μια στρατηγικής σημασίας πλατφόρμα επιμελητείας για το οργανωμένο έγκλημα; Ναι, σίγουρα. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε κάπως ευάλωτοι; Ναι, αυτό είναι επίσης ξεκάθαρο. Αλλά βλέπω ευρεία ευαισθητοποίηση, τόσο μεταξύ των Αρχών όσο και μεταξύ των επιχειρήσεων», είχε δηλώσει τότε. Ωστόσο αυτή η ευαισθητοποίηση δεν οδήγησε σε κινητοποίηση, με αποτέλεσμα η Βίμερς να επαναλάβει φέτος τον Φεβρουάριο ότι «το Βέλγιο δεν είναι μεν ναρκο-κράτος, αλλά πρέπει να δράσουμε τώρα».
Επίσης, τον περασμένο Φεβρουάριο στις Βρυξέλλες, μέσα σε μόλις 24 ώρες σημειώθηκαν τρία περιστατικά ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, αναγκάζοντας ακόμη και τον επικεφαλής της Εισαγγελίας Βρυξελλών, Ζιλιέν Μουανίλ, να επέμβει: «Πόσοι θάνατοι θα χρειαστούν για μια απάντηση αντίστοιχη με την κατάσταση; Οι Βρυξέλλες επιδεικνύουν ολιγωρία, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο… Είναι απαράδεκτο να υποβάλλεται μια καταγγελία και να μην υπάρχει απάντηση. Η δικαστική εξουσία κάνει τη δουλειά της, αλλά το ποινικό σύστημα είναι αδύναμο και πρέπει να ενισχυθεί», είχε υπογραμμίσει.
Εκτοτε, όμως, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω, με το Politico να αναφέρει ενδεικτικά ότι κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους στη πρωτεύουσα του Βελγίου (και της Ευρωπαϊκής Ενωσης) σημειώθηκαν περισσότερα από εξήντα περιστατικά ανταλλαγής πυρών, περί τα είκοσι από αυτό την καλοκαιρινή περίοδο.

Αντιδρώντας, τον Σεπτέμβριο ο υπουργός Εσωτερικών της χώρας Μπερνάρντ Καντέν ανακοίνωσε πως επιθυμεί να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στους δρόμους και στις λεωφόρους των Βρυξελλών. Νωρίτερα η βελγική κυβέρνηση είχε εγκρίνει τη συγχώνευση των έξι αστυνομικών ζωνών των Βρυξελλών σε μία ενιαία περιφέρεια με στόχο, ακριβώς, την αντιμετώπιση της ολοένα πιο εκρηκτικής κατάστασης.
Οσο για το πού χτυπάει η καρδιά του εμπορίου ναρκωτικών στο Βέλγιο, είναι γνωστό εδώ και καιρό: στο τεράστιο λιμάνι της Αμβέρσας, το οποίο λειτουργεί ως πύλη εισόδου ναρκωτικών σε Βέλγιο και Ευρώπη. Δεν προκαλεί εντύπωση, λοιπόν, ότι ο δικαστής που κρούει σήμερα τον κώδωνα του κινδύνου εργάζεται ως ανακριτής στην Αμβέρσα, η οποία ανταγωνίζεται το Ρότερνταμ της Ολλανδίας για τον τίτλο του ευρωπαϊκού κόμβου διακίνησης κοκαΐνης ανά την ευρωπαϊκή επικράτεια.
Το πόρισμα του βέλγου ανακριτή είναι άκρως ανησυχητικό, καθώς, αν τα κύρια χαρακτηριστικά ενός ναρκο-κράτους είναι η παράνομη οικονομία, η διαφθορά και η βία, τότε το Βέλγιο ανταποκρίνεται επαρκώς στον χαρακτηρισμό.
Οσον αφορά την παράνομη οικονομία, «έρευνες για την υπόθεση Sky ECC [κρυπτογραφημένο δίκτυο ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό από εμπόρους ναρκωτικών] αποκάλυψαν μια παράλληλη οικονομία στο λιμάνι μας, δισεκατομμυρίων δολαρίων, που λειτουργεί εκτός επίσημων καναλιών. Οι έρευνές μας έχουν αποκαλύψει δίκτυα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, τα οποία βλέπουμε στους δρόμους. Το βρώμικο χρήμα εισχωρεί στον τομέα των ακινήτων, ανεβάζοντας τις τιμές για τους απλούς πολίτες. Με λίγες εξαιρέσεις, αυτά τα κυκλώματα παραμένουν ανέγγιχτα. Δεν υπάρχουν αρκετοί εξειδικευμένοι ανακριτές».
Σχετικά με τη διαφθορά, ο ανακριτής από την Αμβέρσα έγραψε στην επιστολή του πως «εγκληματικές οργανώσεις αγοράζουν τη συνεργασία των λιμενεργατών ή τους απειλούν. Η μετακίνηση ενός κοντέινερ, μια δουλειά δέκα λεπτών, αποφέρει 100.000 ευρώ, και η μεταφορά μιας αθλητικής τσάντας 50.000 ευρώ, ενίοτε και εικοσαπλάσιο ποσό. Αυτή η διαφθορά διαπερνά τα θεσμικά μας όργανα από κάτω προς τα πάνω. Οι έρευνες που έχω διεξαγάγει τα τελευταία χρόνια –και είμαι μόνο ένας από τους 17 ανακριτές στην Αμβέρσα– έχουν οδηγήσει στη σύλληψη λιμενεργατών που κατείχαν νευραλγικές θέσεις, τελωνειακών, αστυνομικών, ταμιών σε διάφορες πόλεις και δήμους και, δυστυχώς, δικαστικών υπαλλήλων σε φυλακές, ακόμη και εδώ, σε αυτό το κτίριο. Το σύστημα πληροφορικής μας δεν προστατεύεται επαρκώς».
Οσο για τη βία, «αυτές οι εγκληματικές οργανώσεις ασκούν βία κατά παραγγελία, δολοφονίες, βασανιστήρια και απαγωγές, ακόμη και απειλές και επιθέσεις εναντίον αθώων πολιτών, με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας τους και την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους. Ενα 11χρονο κορίτσι σκοτώθηκε σε ένα τέτοιο περιστατικό. Μια βομβιστική επίθεση σε σπίτι ή μια εισβολή ή μια απαγωγή μπορούν εύκολα να παραγγελθούν μέσω διαδικτύου. Δεν χρειάζεται καν να καταφύγει κανείς στο dark web: αρκεί ένας λογαριασμός Snapchat. Και δεν είναι καν υψηλό το κόστος – συχνά αρκούν μερικές εκατοντάδες ευρώ».
Επιπλέον, η δικαστική εξουσία υπόκειται επίσης σε εκφοβισμό. «Αρκετοί ανακριτές αναγκάζονται να ζουν υπό μόνιμη αστυνομική προστασία για μεγάλα χρονικά διαστήματα λόγω άμεσων και απτών απειλών εναντίον των ίδιων, των οικογενειών και των σπιτιών τους. Εγώ ο ίδιος πέρασα τέσσερις μήνες σε μυστική, ασφαλή τοποθεσία. Υπό αυτές τις συνθήκες καμία κυβέρνηση δεν επικοινωνεί μαζί μας, κανείς δεν μας προσφέρει ενεργή υποστήριξη, καμία αποζημίωση, κανένα καταφύγιο για συγγενείς και συναδέλφους, καμία κάλυψη για όλες τις ζημιές. Και μετά απλώς πρέπει να συνεχίζουμε από εκεί πού σταματήσαμε. “Αποτελεί μέρος της δουλειάς”, φαίνεται να λέει η κυβέρνησή μου. Φανταστείτε κάτι παρόμοιο στον ιδιωτικό τομέα», επισήμανε ο ανακριτής από την Αμβέρσα.
«Μας ρωτούν συχνά “Γιατί το κάνετε αυτό;” και –όπως μου το έθεσε ένας πολιτικός– “είστε ένας ευγενής προασπιστής του κράτους δικαίου ή ένας Δον Κιχώτης;” Γιατί το κάνουμε; Λοιπόν, επειδή μοιραζόμαστε μια δέσμευση, μια πίστη στη σημασία των επιτευγμάτων του κράτους δικαίου. Αρνούμαστε να υποχωρήσουμε», πρόσθεσε, προειδοποιώντας πως «εάν η δικαστική εξουσία αρχίσει να δυσλειτουργεί, αυτό θα σημάνει μια επικίνδυνη επίθεση στη δημοκρατία μας. Αλλά δεν αισθανόμαστε σαν ευγενείς ιππότες, περισσότερο σαν στρατιώτες στην πρώτη γραμμή και χωρίς υποστήριξη αισθανόμαστε. Λαμβάνουμε ελάχιστη διαρθρωτική υποστήριξη από την κυβέρνησή μας».
Αντιδρώντας, η υπουργός Δικαιοσύνης του Βελγίου, Ανελίς Βερλίντεν, αρκέστηκε να δηλώσει στον τηλεοπτικό σταθμό VRT ότι «κατανοεί τις σοβαρές ανησυχίες του ανακριτή», ανακοινώνοντας συγχρόνως ότι πρόκειται να ληφθούν «περαιτέρω μέτρα για την αύξηση του επιπέδου ασφάλειας των λειτουργών της Δικαιοσύνης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
