Τα δάκρυα του Νεϊμάρ δεν ήταν (μόνο) για τη Σάντος
Τα δάκρυα του Νεϊμάρ δεν ήταν (μόνο) για τη Σάντος
Η εικόνα του Νεϊμάρ που έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά του προπονητή της Βάσκο ντα Γκάμα, Φερνάντο Ντινίζ, έκανε τον γύρο του Διαδικτύου. Πριν από την έναρξη του κυριακάτικου (17.08) αγώνα, ο βραζιλιάνος σούπερ-σταρ βραβεύτηκε από την ομάδα του, τη Σάντος, για τις 250 εμφανίσεις που συμπλήρωσε με τη φανέλα της. Με αυτή τη μάλλον ασυνήθιστη κίνηση, ο αγαπημένος του σύλλογος θέλησε να του ανεβάσει το ηθικό. Αλλά η συνέχεια ήταν εφιαλτική.
Η Βάσκο ντα Γκάμα, η οποία βολοδέρνει στις χαμηλές θέσεις της βαθμολογίας του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος, συνέτριψε τη Σάντος με 6-0, σκοράροντας πέντε τέρματα μέσα σε 17 λεπτά. Με πρωταγωνιστή τον πρώην μέσο της Λίβερπουλ, Φιλίπε Κοουτίνιο, παλιό συνοδοιπόρο και φίλο του Νεϊμάρ από τα παιδικά τους χρόνια, που πέτυχε δύο γκολ. Στο «Βίλα Μπελμίρο», το γήπεδο στο οποίο ανέτειλε το άστρο του, ο «Νέι» βίωσε την πιο βαριά ήττα της καριέρας του.
«Νιώθω απίστευτη ντροπή. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο», δήλωσε απαρηγόρητος μετά τη βαριά ήττα που κόστισε στον προπονητή της Σάντος, Κλέμπερ Σαβιέ, τη δουλειά του (είχε προσληφθεί μόλις τον περασμένο Απρίλιο). Επειτα από 19 αγωνιστικές, η ιστορική Σάντος του Πελέ, που κάποτε υπήρξε σύμβολο του ωραίου και διασκεδαστικού ποδοσφαίρου, βρίσκεται μόλις δύο βαθμούς πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού. Κινδυνεύει να πέσει στη Β’ Κατηγορία της βραζιλιάνικης λίγκας για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια. Αλλά τα δάκρυα του Νεϊμάρ κύλησαν και για τη δική του, προσωπική αποτυχία.
Οταν, τον περασμένο Ιανουάριο, επέστρεψε στην ομάδα που τον ανέδειξε, δεν το έκανε μόνο για να τη βοηθήσει να επανέλθει στον δρόμο των επιτυχιών. Πίστευε ότι στην αγκαλιά της θα έβρισκε ξανά τη χαμένη του λάμψη, το κέφι του για την μπάλα, ότι θα ξόρκιζε την ατυχία των αλλεπάλληλων σοβαρών τραυματισμών που τον ταλαιπωρούν εδώ και πολλά χρόνια. Ηταν η τελευταία του ευκαιρία να γράψει τον επίλογο που αρμόζει στο θεϊκό του ταλέντο. Το σκαλοπάτι για να ανέβει στη μεγάλη σκηνή του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2026 για στερνή φορά.
Η Σάντος ήταν το ποδοσφαιρικό του σπίτι από τα 11 του χρόνια. Οταν έφυγε για την Ευρώπη, το 2013 σε ηλικία 21 ετών, ήταν ο πρίγκηπας που θα γινόταν βασιλιάς. Ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Κριστιάνο Ρονάλντο και του Λιονέλ Μέσι. Αφησε πίσω του 136 γκολ σε 225 συμμετοχές και έξι τρόπαια -ανάμεσά τους και το Κόπα Λιμπερταδόρες του 2011- και διέσχισε τον Ατλαντικό για να φορέσει την μπλαουγκράνα φανέλα της Μπαρτσελόνα. Εκεί έδωσε εκπληκτικές παραστάσεις, και το 2015 κατέκτησε το «τρεμπλ» (Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Τσάμπιονς Λιγκ) ως μέλος μιας εκ των κορυφαίων επιθετικών «τριάδων» στην Ιστορία του ποδοσφαίρου, δίπλα στον Μέσι και τον Λουίς Σουάρες. Υστερα, όμως, άρχισε ο κατήφορος.
«Μη φύγεις, θα σε βοηθήσω να γίνεις ο καλύτερος παίκτης στον Κόσμο», του είχε πει ο αργεντινός «μάγος», όμως ο Νεϊμάρ δεν άντεχε να ζει στη σκιά του. Ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι έφυγε για τα χρήματα, ή επειδή στην Μπαρτσελόνα αγωνιζόταν ως αριστερός εξτρέμ, κι όχι στη θέση που του αρέσει. Τότε, γιατί έφυγε; Για να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη». Τον Αύγουστο του 2017 η Παρί Σεν-Ζερμέν τον απέκτησε έναντι 222 εκατομμυρίων ευρώ (ρεκόρ μεταγραφής, το οποίο δεν έχει καταρριφθεί ακόμη) και πρόσφερε στον ίδιο 30 εκατ. ευρώ ετησίως. Πήγε στο Παρίσι, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να γίνει Μέσι, ή Ρονάλντο. Τις δύο φορές που τους πλησίασε (το 2015 και το 2017 ήρθε τρίτος στην ψηφοφορία για τη «Χρυσή Μπάλα»), ήταν γιατί εξαργύρωσε τις καταπληκτικές του εμφανίσεις με την Μπαρτσελόνα).
Στο Παρίσι στάθηκε πολύ άτυχος, με τους αλλεπάλληλους τραυματισμούς. Στα έξι χρόνια του εκεί, συμμετείχε στο μόλις 55% των αγώνων της Παρί. Αλλά η αλήθεια είναι ότι και ο ίδιος αδίκησε το ταλέντο του, με την ελαφρότητα του χαρακτήρα του και αυτή την «η ζωή είναι ένα αστείο» κοσμοθεωρία του. Με τα οργιώδη πάρτι, τις «κοπάνες», τις ερωτικές του περιπέτειες και την απειθαρχία του. Κέρδισε τρόπαια, αλλά όχι εκείνο που ποθούσε η ομάδα που τον χρυσοπλήρωσε: του Τσάμπιονς Λιγκ. Το πλησίασε το 2020, όταν η Παρί έφτασε στον τελικό, αλλά το έχασε (1-0) από την Μπάγερν Μονάχου.
Ο πατέρας – ατζέντης του, Νεϊμάρ ντα Σίλβα, υπήρξε πολύ κακή επιρροή. Τον προέτρεπε πάντοτε να ακολουθήσει το χρήμα. Τον Αύγουστο του 2023 τον έπεισε να… αυτοεξοριστεί στη Σαουδική Αραβία. Τον προηγούμενο μήνα ο Μέσι είχε αναχωρήσει για τις ΗΠΑ (Ιντερ Μαϊάμι). Ο Κριστιάνο αγωνιζόταν, ήδη, στην Αλ-Νασρ. Αλλά ο Νεϊμάρ, αντί να παραμείνει στην Ευρώπη και να διεκδικήσει τη δόξα που άρμοζε σε έναν τόσο χαρισματικό παίκτη, προτίμησε το αυτοκρατορικό συμβόλαιο της Αλ-Χιλάλ, η οποία του πρόσφερε αποδοχές σχεδόν έξι φορές υψηλότερες από εκείνες που απολάμβανε στο Παρίσι. Μόλις στα 31 του χρόνια, σκέφτηκε σαν αθλητής που βρίσκεται στο κατώφλι της συνταξιοδότησης.
Στον ενάμισι χρόνο που έμεινε εκεί, αγωνίστηκε για μόλις 430 λεπτά (σε επτά ματς) και πέτυχε μόνο ένα γκολ: στις 3 Οκτωβρίου 2023 στο ασιατικό Τσάμπιονς Λιγκ. Σίγουρα, το πιο καλοπληρωμένο στα χρονικά του ποδοσφαίρου. Οι σοβαροί τραυματισμοί δεν τον άφησαν ήσυχο ούτε στη Σαουδική Αραβία, όμως και ο Νεϊμάρ δεν έδειχνε να βιάζεται, να επιστρέψει στη δράση.
Στη Σάντος πήγε χωρίς να έχει εξασφαλίσει σταθερές αποδοχές. Δέχθηκε να εισπράττει ένα μέρος από τα επιπλέον έσοδα που η δική του παρουσία θα έφερνε στον σύλλογο. Αλλά, είπαμε. Αυτή τη φορά, το πρόβλημά του δεν ήταν τα χρήματα. Ηθελε να κερδίσει τη θέση του στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας (της οποίας είναι ο τοπ-σκόρερ όλων των εποχών, μπροστά από τον Πελέ, τον Ρονάλντο, τον Ρομάριο και τον Ζίκο), χωρίς κάποιος να μπορεί να πει ότι του έκαναν χάρη.
Οι οπαδοί της τον υποδέχθηκαν σαν Μεσσία, όμως ο Νεϊμάρ δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους. Στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα που άρχισε τον Μάρτιο, έπαιξε σε 11 ματς και πέτυχε τρία γκολ, όπως σημειώνει το Athletic. Σχεδόν 12 χρόνια μετά τη μέρα που έφυγε για να κατακτήσει την Ευρώπη, μάταια προσπαθεί να «θυμηθεί» τον παλιό, καλό Νεϊμάρ.
Στα δέκα χρόνια που αγωνίστηκε στην Ευρώπη, σήκωσε συνολικά 18 τρόπαια (με την Μπαρτσελόνα και την Παρί Σεν-Ζερμέν). Πιο επιτυχημένος βραζιλιάνος επιθετικός από εκείνον, δεν υπήρξε σε αυτόν τον αιώνα. Κέρδισε πολλά χρήματα -όσα ελάχιστοι συνάδελφοί του- και χάρισε στους φιλάθλους απίθανες ποδοσφαιρικές στιγμές, με την αλεγρία και την απαράμιλλη τεχνική του. Ωστόσο, το πιο μεγάλο του όνειρο, να αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος παίκτης της εποχής του, δεν θα βγει αληθινό.
«Θέλω να είμαι εκεί. Θα είναι το τελευταίο μου Παγκόσμιο Κύπελλο, η τελευταία μου ευκαιρία με τη Βραζιλία», εκμυστηρεύτηκε στο CNN. Αλλά η μπάλα… του έχει θυμώσει. Του χρόνου θα είναι 34 ετών, και κινδυνεύει να δει το Μουντιάλ ως θεατής. Ενώ θα αγωνίζονται σε αυτό, ο Κριστιάνο (41) και ο Μέσι (39).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
