Τα μαύρα μπαλόνια των συγγενών
Τα μαύρα μπαλόνια των συγγενών
Εκατόν είκοσι μαύρα μπαλόνια, όσα και οι ψυχές αυτών που χάθηκαν στο Μάτι. Τα άφησαν οι συγγενείς χαιρετίσματα στον ουρανό, ξέπνοα φωνάζοντας «Αθάνατοι». Τους παρατηρώ από την πρώτη στιγμή. Λες και εκείνη η άγρια, παγερή σιωπή, εκείνου του εγκλήματος, στοίχειωσε μέσα τους. Το έχω ζήσει στο πετσί μου. Η φωτιά σε παγώνει. Ματαιότητα διαρκείας, εμπεδωμένη βήμα βήμα. Μοναξιά εμπεδωμένη βήμα βήμα. Χρόνο τον χρόνο εξέλιπαν οι όποιοι συμπαραστάτες. Μόνοι.
Μελετάω τη σκέψη τους, τη σκέψη πίσω από την έκφραση του πόνου τους, την «κραυγή» τους μέσα από 120 μπαλόνια στον ουρανό έξω από το Δικαστικό Μέγαρο. Είναι αυτό κραυγή σε χρόνια που σπάζουν τύμπανα οι ήχοι; Από πού ήρθαν ετούτοι οι συμπολίτες μας; Πόσο πολιτισμό ενέχουν; Πόσο πολιτισμό έχουν επιδείξει; Πόσο εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη; Πόση εμπιστοσύνη στην κρίση, άρα και στη συμπαράσταση των συμπολιτών; Η αρρώστια, ο πόνος, ο βαθύς πόνος, όπως και της απώλειας, δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.
Πιο κοντά στην αλήθεια σου σε πάει. Το ποιος αληθινά είσαι αναδεικνύει, προδίδει. Τον χαρακτήρα. Πώς ενώθηκαν ετούτοι οι παθόντες, ετούτοι οι συγγενείς να επιλέξουν τέτοια οδό πολιτισμού σε κάθε βήμα; Υφίσταται η έννοια πολιτισμός στον πόνο; Σηκώνει τέτοια συμπεριφορά, έκφραση πόνου, ετούτος ο τόπος; Τόσο εκτός χρόνου και τόπου τοξικότητας;
Η εποχή απαιτεί, δυναμιτίζει κραυγές, φωτιές στη φωτιά, μίσος προς πάσα κατεύθυνση, τρίξιμο δοντιών, σύνθημα δυνατό, ένα. Μπολιαστήκαμε αργά αργά σε μεγαλύτερες δόσεις, ισχυρότερες δόσεις. Τι να μας πουν ετούτοι με 120 μαύρα μπαλόνια στον αέρα; Μας κοιτάζω πώς τους κοιτάμε. Ντροπή μας. Μας κοιτάζω πόσο μόνους τους αφήσαμε. Ντροπή μας.
Το Μάτι ως συλλογικό μας τραύμα. Εγκλημα. Εγκλήματα. Οι Αρχές που, αντί να διώχνουν τους ανθρώπους από την εστία του κακού, αντιθέτως, τους έσπρωχναν καταπάνω του. Οι άνθρωποι στα βραχάκια, μερικοί και με τα ζώα τους, οι άνθρωποι στη θάλασσα… Και σιωπή… Ωρες και ώρες αναμονής, μάταιης προσμονής… Πού το κράτος; Λες και βρίσκονταν σε ανεξερεύνητη περιοχή του πλανήτη που δύσκολα μπορούν διασώστες να την προσεγγίσουν. Η σύσκεψη του τότε Πρωθυπουργού με τους επικεφαλής της Πυροσβεστικής, πες την και θεατρική παράσταση, ενώ γνώριζαν για νεκρούς.
Οι μαύρες απώλειες, το μαύρο τοπίο, μούμιες άνθρωποι και μούμιες ζώα. Οι ιστορίες δραμάτων ανθρώπων και ανθρώπων. Η μυρουδιά στα ρουθούνια. Η απελπισία. Η ανημποριά. Μια κουφή φωτογραφία τού τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, μέρες και μέρες μετά… Μα πού ήταν; Αγαλμα στητό σε χαλάσματα. Σχεδόν ως η επιτομή του πιο black χιούμορ στην ιστορία. Μετά; Μια κρουαζιέρα με ένα πούρο στο στόμα, λες για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Μετά; Η φράση «Και να σου είχα δώσει τα χρήματα, θα τα είχες ξοδέψει». Μετά; Η αγωνία όλων «Μην μας ξεχάσετε». «Μην μας ξεχάσετε». «Μην μας ξεχάσετε». Λες και το ήξεραν. Σας ξεχάσαμε. Σας ξεχάσαμε. Σας ξεχάσαμε. Ηρθαν επικαλύψεις πιο ηχηρών δραμάτων, εγκλημάτων. Μείνατε με 120 μαύρα μπαλόνια. Και την ερώτηση: Εν τέλει; Εν τέλει; Εν τέλει; Εσαεί αναπάντητη. Ντροπή μας. (Τι περίεργο συναίσθημα η ντροπή. Πότε δεν τη λούζεται όποιος του αναλογεί αλλά πνίγει αυτόν που δεν τη δικαιούται)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
