ΗΠΑ: Η διεύρυνση της ανισότητας υπονομεύει τη δημοκρατία
ΗΠΑ: Η διεύρυνση της ανισότητας υπονομεύει τη δημοκρατία
Πριν από αρκετά χρόνια, ο Αϊζάια Ρότζερς, ένας 61χρονος (μονογονέας) πατέρας από το Γουέστ Πούλμαν του Ιλινόι, αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται ως κλαδευτής δέντρων λόγω κακής όρασης, ζάλης και άλλων συμπτωμάτων αυτού που αργότερα θα μάθαινε ότι ήταν διαβήτης τύπου 2. Εκτοτε ο Ρότζερς βασίζεται στο Medicaid για να πληρώνει τους γιατρούς και τα φάρμακα, που, όπως το έθεσε ο ίδιος, «με κρατούν στην επιφάνεια».
Οι σημαντικές περικοπές στο Medicaid βάσει του Μεγάλου Ομορφου Νομοσχεδίου των Ρεπουμπλικανών αποτελούν σοβαρή απειλή για τον Ρότζερς και τα εκατομμύρια άλλων φτωχών και ανάπηρων Αμερικανών που εξαρτώνται από το πρόγραμμα ασφάλισης υγείας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Σε συνδυασμό με τις δραστικές φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό για τους πλούσιους, αυτές οι περικοπές θα διευρύνουν περαιτέρω την εισοδηματική ανισότητα (η οποία ήδη κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτά είναι κακά νέα για την αμερικανική δημοκρατία και καλά νέα για τις αυταρχικές δυνάμεις που την απειλούν.
Μια έρευνά μου έδειξε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά στα κέρδη μεταξύ των πλουσιότερων και των μεσαίων και κατώτερων τάξεων σε μια δημοκρατική κοινωνία, τόσο πιο πιθανό είναι το εκλογικό σώμα να εκλέξει έναν ηγέτη που θα ενισχύσει την εξουσία του και θα παραβιάζει τις πολιτικές νόρμες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας άνισης δημοκρατίας που ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό παρουσιάστηκε το 2016, όταν οι Αμερικανοί εξέλεξαν πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος επιτίθετο στον Τύπο και απειλούσε να στείλει στη φυλακή τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Αλλά οι ΗΠΑ δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Οπως δείχνω στο νέο μου βιβλίο, περίπου 25 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ουγγαρίας, της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής, έχουν βιώσει διάβρωση ή οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Τις περισσότερες φορές οι εκλεγμένοι πρόεδροι και πρωθυπουργοί διεύρυναν την εκτελεστική εξουσία, παραγκωνίζοντας παράλληλα τη δικαστική εξουσία, εκφοβίζοντας τον Τύπο, διώκοντας αντιπάλους και περιφρονώντας το κράτος δικαίου.
Οσο πιο άνιση οικονομικά είναι μια δημοκρατική κοινωνία, τόσο πιο ευάλωτη είναι στην αυταρχία. Αυτό συμβαίνει επειδή, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι στην πραγματικότητα μια πλημμυρίδα δεν δίνει ώθηση σε όλα τα σκάφη. Η επακόλουθη αίσθηση ότι έχουν μείνει πίσω μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς των «ελίτ». Για παράδειγμα, οι Χένρι Μπρέιντι και Τόμας Κεντ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας συνδέουν τη σταθερά μειούμενη (τον τελευταίο μισό αιώνα) εμπιστοσύνη στους θεσμούς στις ΗΠΑ (περιλαμβανομένων της δικαστικής εξουσίας, του Κογκρέσου, του Τύπου και της εκτελεστικής εξουσίας) με την αυξανόμενη ανισότητα.
Επιπλέον, η ανισότητα τείνει να σχετίζεται με την πολιτική πόλωση, η οποία είναι άλλος ένας παράγοντας οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας. Οταν οι ψηφοφόροι βλέπουν τους αντιπάλους τους ως εχθρούς, είναι πιο πιθανό να ανέχονται τις επιθέσεις των δικών τους ηγετών στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Eνα κυνικό, πολωμένο κοινό εξυπηρετεί εξαιρετικά έναν επίδοξο αυταρχικό ηγέτη. Αυτό ισχύει τόσο για έναν δεξιό εθνικιστή, είτε πρόκειται για τον Τραμπ είτε για τον ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, όσο και για έναν αριστερό λαϊκιστή, όπως είναι ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο ή ο πρώην πρόεδρος του Μεξικού, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ. Ολοι εκμεταλλεύθηκαν τα όποια παράπονα για να επιφέρουν πόλωση στην πολιτική ζωή και να προκαλέσουν δυσπιστία προς τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Αλλά, ενώ οι επίδοξοι αυταρχικοί ηγέτες μπορούν να κερδίζουν τις ψήφους των μελών της εργατικής τάξης και των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα, κατηγορώντας τις πολιτικές ελίτ, τους μετανάστες και τις ομάδες ειδικών συμφερόντων για τα προβλήματά τους, αυτή η τακτική γίνεται λιγότερο αποτελεσματική όταν ανέρχονται στην εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί από αυτούς τους ηγέτες –ειδικά εκείνοι που αναδύθηκαν μέσα από παλιά συντηρητικά κόμματα– εφάρμοσαν αναδιανεμητικές πολιτικές και αύξησαν τις κοινωνικές δαπάνες.
Στην Ινδία, το εθνικιστικό κόμμα του Ναρέντρα Μόντι, το οποίο αρχικά απευθυνόταν περισσότερο σε ινδουιστές ανώτερων καστών, αναγνώρισε ότι η επικράτηση στις εκλογές απαιτούσε τη διεύρυνση της υποστήριξής του και μεταξύ των Ινδών κατώτερων καστών και χαμηλών εισοδημάτων. Ετσι, συνεχίζοντας να προωθεί τον ινδουιστικό εθνικισμό και την ισλαμοφοβία, ο Μόντι εφάρμοσε μεγάλης κλίμακας προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, χρηματοδοτώντας την κατασκευή τουαλετών και διανέμοντας καύσιμα για μαγείρεμα.
Λιγότερο αξιοσημείωτο είναι ότι αριστεροί λαϊκιστές έχουν επίσης συνδυάσει πολιτικές υπέρ των φτωχών με προσπάθειες υπονόμευσης της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρόεδρος του Μεξικού (2018-2024), ο Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ αύξησε τον κατώτατο μισθό και τις συντάξεις, ενώ παράλληλα εδραίωσε την εξουσία του επιτιθέμενος στον Τύπο, στη δικαστική εξουσία και στην ανεξάρτητη αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των εκλογικών διαδικασιών στη χώρα.
Αλλά ο Τραμπ χαράζει μια διαφορετική πορεία, συνεχίζοντας να εκστομίζει λαϊκιστικές κορώνες, ενώ ταυτόχρονα διευρύνει αδιάκοπα το χάσμα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Εξέχουσες προσωπικότητες του κινήματος MAGA, όπως ο αντιπροέδρος Τζέι Ντι Βανς, ο γερουσιαστής του Μιζούρι Τζος Χόλεϊ και ο παλιός σύμμαχος του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, έχουν προειδοποιήσει ότι οι υποστηρικτές του προέδρου από την εργατική τάξη ενδέχεται να δυσαρεστηθούν.
Ενώ ο Τραμπ συνεχίζει να κρατάει ακόμα ενωμένη τη βάση του μέσω της βάναυσης καταστολής της μετανάστευσης, της έμφασης στον νόμο και την τάξη και άλλων αυταρχικών τακτικών, η επιδείνωση των ανισοτήτων που τροφοδότησαν την άνοδό του θα μπορούσε να επιταχύνει την πτώση του λόγω της δυσμένειας των υποστηρικτών του κινήματος MAGA.
Εν τω μεταξύ, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την επερχόμενη αύξηση της ανισότητας ως ευκαιρία για να επανακαθορίσουν το δικό τους μήνυμα, προτείνοντας πολιτικές που υποστηρίζουν την εργατική τάξη και βελτιώνουν την οικονομική ευχέρεια των μελών της. Το κόμμα πρέπει να αντιμετωπίσει την κατάληψή του από εταιρικά και χρηματικά συμφέροντα, μια μοίρα που έχει πλήξει πολλά αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα και στην Ευρώπη.
Ακόμη και αν ο Τραμπ καταφέρει να διαστρεβλώσει την αλήθεια όσον αφορά τις επικείμενες συνέπειες του νομοσχεδίου του για τον προϋπολογισμό και να γλιτώσει από την οργή της βάσης του καθώς η ανισότητα συνεχίζει να αυξάνεται, το Δημοκρατικό Κόμμα πρέπει να αξιοποιήσει τον νέο προϋπολογισμό –ο οποίος παίρνει από τους φτωχούς για να τα δώσει στους πλούσιους– για να ανοικοδομήσει την πολιτική του πλατφόρμα.
Αυτή η πλατφόρμα πρέπει να επικεντρώνεται σε πολιτικές που πραγματικά θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα της μεσαίας και της εργατικής τάξης και θα καταπολεμούν την εισοδηματική ανισότητα στη ρίζα της. Η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να αντιπροσωπεύει την τελευταία καλύτερη ευκαιρία για την αναχαίτιση της αυξανόμενης αυταρχικότητας.
Η Susan Stokes, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και διευθύντρια του Chicago Center on Democracy, είναι η συγγραφέας του βιβλίου «Οι Υπότροποι: Γιατί οι Ηγέτες Υπονομεύουν τις Δημοκρατίες Τους». Το παρόν κείμενο αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
