«Landman 2»: Ο Αντι Γκαρσία γίνεται αρχηγός καρτέλ
«Landman 2»: Ο Αντι Γκαρσία γίνεται αρχηγός καρτέλ
Στο φινάλε της πρώτης σεζόν του «Landman», ο Τόμι Νόρις, ένας «fixer» (μεσολαβητής κρίσεων) της M -Tex Oil, μιας μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας στο σύγχρονο Τέξας, απάγεται και βασανίζεται από ένα τοπικό καρτέλ ναρκωτικών. Τότε εμφανίζεται ο Γκαλίνο, ο αρχηγός του καρτέλ, ο οποίος, δυσαρεστημένος από τον υφιστάμενό του Χιμένες, τον σκοτώνει και σώζει τον Τόμι από τα νύχια του. (Ετσι νομίσαμε, δηλαδή, γιατί η εξέλιξη είναι διαφορετική στη δεύτερη σεζόν).
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το «Landman», η εκπληκτική νεογουέστερν σειρά του Τέιλορ Σέρινταν για την Paramount+, η οποία στην Ελλάδα προβάλλεται αποκλειστικά από την πλατφόρμα Cosmote TV, έκανε πρεμιέρα τον Νοέμβριο του 2024, προσελκύοντας πάνω από 5,2 εκατ. τηλεθεατές μέσα στην πρώτη εβδομάδα.
Οι πρωταγωνιστές της σειράς, -μεγάλα ονόματα όπως οι Μπίλι Μπομπ Θόρτον, Τζον Χαμ, Ντέμι Μουρ, Σαμ Ελιοτ και Αντι Γκαρσία-, επανέρχονται στη δεύτερη σεζόν εκτός από τον Χαμ, ο οποίος υποδύεται το αφεντικό της πετρελαϊκής εταιρείας και πεθαίνει στο τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σεζόν. Μετά τον θάνατο του Μόντι Μίλερ (Τζον Χαμ), λοιπόν, ο Τόμι Νόρις (Μπίλι Μπομπ Θόρτον) παίρνει τη θέση του στην M -Tex Oil, και η χήρα του, Κάμι Μίλερ (Ντέμι Μουρ) αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην εταιρεία.
Ο Γκαλίνο (Αντι Γκαρσια), ο οποίος θέλει να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του καρτέλ του στον κόσμο του πετρελαίου, αποδεικνύεται ότι είναι ο μυστικός χρηματοδότης της νέας πετρελαϊκής επιχείρησης του Κούπερ (Τζέικομπ Λόφλαντ), γιου του Τόμι, και άρα προμηνύεται μάλλον ύπουλος εχθρός παρά φίλος του.
Οταν ξεκινούσε την καριέρα του ο, κουβανικής καταγωγής, Αντι Γκαρσία, η δύναμη του σινεμά βρισκόταν στα χέρια μιας γενιάς οραματιστών κινηματογραφιστών. Ο Μπράιαν ντε Πάλμα του έδωσε την ευκαιρία να παίξει τον ιταλοαμερικανό αστυφύλακα Τζορτζ Στόουν στην ταινία του «Οι Αδιάφθοροι» (1987). Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρίντλεϊ Σκοτ τον επέλεξε για τον ρόλο του αστυνομικού Τσάρλι Βίνσεντ στο νέο-νουάρ «Καυτή Βροχή». Και το 1990 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα του πρόσφερε τον ρόλο της ζωής του: Στον «Νονό, Μέρος III», ο Γκαρσία υποδύθηκε τον Βίνσεντ Μαντσίνι, ανιψιό του Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο), και εκείνος ο ρόλος του χάρισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ.
Τώρα το τοπίο έχει αλλάξει, παρατηρεί ο Ροντ Λιντλ στους Times του Λονδίνου, ο οποίος μίλησε με τον Γκαρσία με αφορμή τη συμμετοχή του στο «Landman». Η μικρή οθόνη, όχι η μεγάλη, είναι όλο και πιο συχνά το μέρος όπου περιφέρονται τα μεγάλα «θηρία» του Χολιγουντ, γράφει, και δεν υπάρχουν πολλοί μεγαλύτεροι από τον τεξανό Τέιλορ Σέρινταν, τον κορυφαίο σεναριογράφο (επίσης παραγωγό, σκηνοθέτη και ηθοποιό) των σειρών «Yellowstone», «Lioness», «Tulsa King» και «Landman», τις οποίες βλέπουν δεκάδες εκατομμύρια τηλεθεατών σε όλο τον κόσμο. Πρόσφατα, μάλιστα, λέγεται ότι ο Σέρινταν υπέγραψε ένα συμβόλαιο με την NBC Universal άνω του ενός δισ. δολαρίων.
«Σίγουρα έχει αυτό που θα αποκαλούσατε άγγιγμα του Μίδα», λέει ο 69χρονος Γκαρσία στους Times. Οταν, λοιπόν, ο Σέρινταν τον κάλεσε στην πόλη του, το Φορτ Γουόρθ, για να συζητήσουν τον ρόλο ενός αρχηγού καρτέλ που είχε γράψει για αυτόν στο «Landman», τον κατέκτησε αμέσως: «Αν σε καλέσει ο Σαίξπηρ και σου πει “Θέλω να γράψω αυτό το έργο για σένα”, εσύ λες “Δεν το έχω διαβάσει, αλλά είμαι απόλυτα σύμφωνος”», εξηγεί ο Γκαρσία.
Ο Σέρινταν γράφει εξαιρετικές ιστορίες για καουμπόηδες, κακοποιούς και μεσάζοντες της εξουσίας. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι δεν έχει φτάσει ακόμη στα ύψη του βάρδου της αγγλικής δραματουργίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν συμβαίνει συχνά ένας από τους πιο επιδραστικούς αφηγητές της εποχής μας να γράφει έναν ρόλο για σένα. Οπότε είναι κατανοητό γιατί ο Αντι Γκαρσία είναι τόσο γενναιόδωρος απέναντί του. Επίσης είναι κατανοητό γιατί ο Σέριναν ήθελε τον Γκαρσία, ο οποίος υποδύεται εξίσου υποδειγματικά αστυνομικούς («Βρώμικες υποθέσεις», 1990) και κακούς («Η συμμορία των έντεκα», 2001) με φάτσες Λατίνων και Ιταλοαμερικανών.
Στο «Landman» υποδύεται τον κουβανικής καταγωγής «κακό» Γκαλίνο. Η σειρά διαδραματίζεται στο δυτικό Τέξας, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ανθεί η εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου, προσελκύοντας ξένους αλλά και καρτέλ. «Ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι τύποι», λέει ο Γκαρσία. «Δεν τους γνωρίζω προσωπικά, αλλά γνωρίζω πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα. Μεγάλωσα στη νότια Φλόριντα, όπου έρχονται παράνομα ναρκωτικά από την Καραϊβική και τη Νότια Αμερική. Ο Τέιλορ ανέφερε ότι η κουλτούρα των καρτέλ ήταν παρούσα στη “λεκάνη της Πέρμιας” (το κοίτασμα πετρελαίου με τη μεγαλύτερη παραγωγή στις ΗΠΑ). Είναι εύκολο να μεταφέρεις πράγματα μέσα και έξω επειδή βρίσκεται στη μέση του πουθενά», λέει ο χολιγουντιανός ηθοποιός.

Λέγεται ότι οι σειρές του Σέρινταν –όπως και ο Ντόναλντ Τραμπ– απευθύνονται σε Αμερικανούς που νιώθουν αγνοημένοι από τις ελίτ των ακτών, αλλά ο Γκαρσία δεν ασχολείται με την πολιτική. «Δεν νομίζω ότι η σειρά έχει καμία σχέση με πολιτικές τάσεις», λέει στους Times. Ωστόσο το σίγουρο είναι ότι το «Landman» δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αφύπνιση (wokeness).
Σε μια σκηνή, η Αντζελα, η σύντροφος του Τόμι (Αλι Λάρτερ), του λέει: «Η δουλειά σου σε αυτόν τον πλανήτη είναι να πετυχαίνεις το αδύνατο και η δική μου είναι να παρακινώ σωστά, γι’ αυτό ο Θεός δημιούργησε τα βυζιά». Το «Landman» δεν φοβάται να υποστηρίξει μια, ας πούμε, πιο αδιάλλακτη δυναμική μεταξύ των φύλων. «Νομίζω ότι αυτή η σειρά δεν φοβάται τίποτα», τονίζει ο Γκαρσία.
Γεννημένος στην Αβάνα ως Αντρές Αρτούρο Γκαρσία Μενέντες, ο Γκαρσία μετακόμισε στο Μαϊάμι μαζί με την οικογένειά του σε ηλικία πέντε ετών, μετά την αποτυχημένη εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων το 1961. Είναι παντρεμένος με τη Μαρίβι Γκαρσία εδώ και πάνω από 40 χρόνια και έχουν τέσσερα ενήλικα παιδιά.
Ο ίδιος τονίζει ότι η εργασιακή ηθική του και η αφοσίωσή του στην οικογένεια προέρχονται «άμεσα από τα παραδείγματα που έθεσε η σπουδαιότερη γενιά μας, όπως αποκαλώ τους γονείς μας. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν ως πολιτικοί εξόριστοι από ένα καθεστώς που τους είχε πάρει τα πάντα, τα σπίτια τους, τα λεφτά τους, τις επιχειρήσεις τους». Οι γονείς του, ωστόσο, συνέχισαν να κτίζουν μια επιτυχημένη επιχείρηση αρωμάτων στο Μαϊάμι.
Ο Γκαρσία δεν διστάζει να μιλήσει για τον Φιντέλ Κάστρο και την οικογένειά του. «Είναι απλώς κακοί άνθρωποι, κακοήθεις ναρκισσιστές που έχουν καταστρέψει μια ολόκληρη χώρα», λέει. Ο κουβανικής καταγωγής ηθοποιός συμμετέχει επίσης στην ταινία «Pedro Pan», τα γυρίσματα της οποίας ξεκίνησαν τον Νοέμβριο στο Μεξικό. Υποδύεται τον πρώην πρόεδρο της Κούβας, Ραμόν Γκράου.
Η ταινία βασίζεται στην αληθινή «Επιχείρηση Πέδρο Παν», την κρυφή έξοδο 14.000 ασυνόδευτων παιδιών ηλικίας 6-18 ετών, από το 1960 έως το 1962, μετά την κουβανική επανάσταση και την ανατροπή του Μπατίστα το 1959. «Οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους μέσω της αρχιεπισκοπής του Μαϊάμι, λέγοντας ουσιαστικά: “Δεν μπορώ να φύγω από τη χώρα, αλλά μπορώ να βγάλω τα παιδιά μου”. Πιθανότατα δεν θα τα ξαναέβλεπαν ποτέ, αλλά αυτό ήταν καλύτερο από το να περάσουν από τη διαδικασία κατήχησης του παπά Φιντέλ», λέει στους Times.
Παρόμοιο ήταν και το θέμα της ανεξάρτητης ταινίας «Αβάνα, Χαμένη Πόλη» (2005) για την Αβάνα κατά τη διάρκεια της επανάστασης, σε σκηνοθεσία του Αντι Γκαρσία, ο οποίος και πρωταγωνιστεί μαζί με τους Ντάστιν Χόφμαν και Μπιλ Μάρεϊ, οι οποίοι πληρώθηκαν πολύ λιγότερο από το συνηθισμένο. «Τους είπα “Ολοι πληρώνονται 5.000 δολάρια την εβδομάδα” και ο Ντάστιν απάντησε “Θα το κάνω υπό τον όρο ότι θα έρθεις στον γάμο της κόρης μου”», λέει στους Times ο Γκαρσία, προσθέτοντας ότι πέταξε από τη Δομινικανή Δημοκρατία, όπου γίνονταν τα γυρίσματα, στο Λος Αντζελες για τον γάμο και επέστρεψε την επόμενη μέρα.
Ο Μάρεϊ ήταν εξίσου ευθύς. Ο Γκαρσία του έστειλε το σενάριο και του τηλεφώνησε μετά από λίγες μέρες. «Του είπα “Γεια σου Μπιλ, τι κάνεις;” Απάντησε “Είμαι καλά, αρκετά με τις ψιλοκουβέντες. Διάβασα το σενάριό σου, είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους που έχω διαβάσει εδώ και πολλά χρόνια. Κανείς δεν πρόκειται να δει αυτήν την ταινία, αλλά θα ήθελα να συμμετάσχω”», θυμάται.
Οι Χόφμαν και Μάρεϊ θα πρέπει ωστόσο να το διασκέδασαν, γιατί συμμετείχαν και στην επόμενη σκηνοθετική προσπάθεια του Γκαρσία, ένα μοντέρνο νουάρ με τίτλο «Diamond», για τη χρηματοδότηση του οποίου αναγκάστηκε να περιμένει 15 χρόνια. «Δεν είμαι ο μόνος. Πολλές ταινίες σημαντικών σκηνοθετών χρειάζονται πολύ χρόνο για να γυριστούν», λέει, επισημαίνοντας ότι ο Κόπολα χρειάστηκε 30 χρόνια για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την τελευταία του ταινία, «Megalopolis».

«Ο λόγος που αποφάσισα να γίνω ηθοποιός», συνεχίζει ο Γκαρσία, ήταν ο πρώτος «Νονός» του Κόπολα, οπότε το να πρωταγωνιστήσει στο τρίτο σίκουελ ήταν μια «ουτοπική» εμπειρία, ακόμα κι αν οι κριτικές δεν ήταν πάντα ευνοϊκές. «Είναι δύσκολο να είσαι στο ύψος του “Νονού 1” και του “Νονού 2”, ίσως δύο από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ», λέει. «Ζητήθηκε από τον Φράνσις να παραδώσει την ταινία πριν από τα Χριστούγεννα, νωρίτερα από ό,τι ίσως ήθελε».
Παρ’ όλα αυτά, ο Βίνσεντ Μαντσίνι του είναι αναμφισβήτητα το καλύτερο πράγμα που έχει να επιδείξει η ταινία, μια μελέτη στην εκλεπτισμένη απειλή, σημειώνει ο Ροντ Λιντλ στους Times. Η ανανεωμένη, δε, εκδοχή του 2020 έχει «ένα πιο καθαρό άνοιγμα, οι αλλαγές είναι αυτό που ήθελε ο Φράνσις και νομίζω ότι πιθανότατα είναι μια καλύτερη ταινία», επισημαίνει ο Γκαρσία.
Ωστόσο οι μέρες της κινηματογραφικής αίγλης του χολιγουντιανού σταρ μπορεί να μην έχουν τελειώσει, καθώς λέγεται ότι είναι στα σκαριά ένα νέο σίκουελ της «Συμμορίας των 11». «Υπάρχει ένα σενάριο και η Warner [Bros] θέλει να το κάνει», λέει ο Γκαρσία. Και, όπως γνωρίζουν πολύ καλά και ο Κόπολα και ο Σέρινταν, όταν χρειάζεσαι έναν γοητευτικό κακό, καλείς τον Αντι Γκαρσία…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
