Αλέξης Τσίπρας, ο φίλος των φιλοσόφων
Αλέξης Τσίπρας, ο φίλος των φιλοσόφων
Το rebranding, το επαναλανσάρισμα του Αλέξη Τσίπρα, έγινε από μια γαλλική εφημερίδα, τη Le Μonde. Τη Βίβλο της γαλλικής διανόησης. Δεν ήταν απλώς μια επιλογή αναζήτησης κύρους μέσω μιας έγκυρης εφημερίδας. Ηταν μια συμβολική πράξη ταυτότητας. Δεν επαναλανσάρεται ένας πολιτικός, αλλά ένας αριστερός διανοούμενος της πολιτικής.
Ακούγεται οξύμωρο, μάλιστα για τον πολιτικό που έχει υποστεί τον δεινό εξευτελισμό της αδυναμίας του να απαντήσει στον πρώην αμερικανό πρόεδρο Κλίντον λόγω άγνοιας αγγλικών, σε μια φάση της πορείας του που μιλούσε ελληνικά με αμερικανική προφορά, αλλά όντως, ο Αλέξης Τσίπρας, σε όλη τη διαδρομή του, πάντα προσπαθεί να εμφανίζεται ως αριστερός διανοούμενος. Ως ένας πολιτικός που συστηματικά περιστοιχίζεται από αριστερούς διανοούμενους, που συνομιλεί μαζί τους, τους συμβουλεύεται αλλά και τους συμβουλεύει και, σε κάποιες περιπτώσεις, τους δίνει ενεργές πολιτικές θέσεις.
Η αγραβατοσύνη, το άλλο μόνιμο lifestyle χαρακτηριστικό του Αλέξη Τσίπρα, είναι συμπληρωματικό στοιχείο, δηλωτικό ταυτότητας, δάνειο ενός δήθεν αντικομφορμισμού, αφού οι αριστεροί διανοούμενοι στον κωδικοποιημένο με κλισέ κόσμο του είναι αντικομφορμιστές. Και αυτός ο αντικομφορμισμός (ή μάλλον ο δήθεν αντικομφορμισμός) είναι που τον κάνει ξεχωριστό.
Ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να δείχνει ξεχωριστός από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στα κοινά. Ενα από τα συστατικά της υπεροχής του επέλεξε να του το δίνουν διάφοροι διανοούμενοι της Αριστεράς, φιλόσοφοι ή φιλοσοφίζοντες. Κάποιοι βρίσκονταν στον κύκλο του. Κάποιους τους βρήκε στο κόμμα. Και όσο ενηλικιωνόταν πολιτικά, ανερχόμενος στην κομματική ιεραρχία και, κατόπιν, διεκδικώντας ρόλο στο προσκήνιο, ορισμένους τους αναζήτησε, επιζήτησε να βρεθεί στους κύκλους τους και τους επικαλέστηκε.
Δεν συνομιλούσε με φιλοσόφους (ή με φιλοσοφίζοντες ή, τελοσπάντων, με αυτοαποκαλούμενους φιλοσόφους) για να ανοίξει τους ορίζοντές του, κάθε άλλο. Πιο πολύ τους χρησιμοποιούσε ως «εργαλεία». Ο ίδιος πλάι τους θεωρούσε ότι αντλεί κύρος, ότι νομιμοποιείται όχι απλώς ως πολιτικός αλλά, κατά κάποιον τρόπο, και ως στοχαστής. Κάπως έτσι ξεκίνησε να κάνει παρέα με τον Σλάβοϊ Ζίζεκ (τον, κατά Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη, «ριζοσπάστη διασκεδαστή»), τον οποίον «εισήγαγε» στην Ελλάδα και στις εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ο επίσης ριζοσπάστης καθηγητής Κώστας Δουζίνας, προεκλογικά, τον Ιούνιο του 2012.
Πριν γνωρίσει τον Ζίζεκ, όμως, είχε δώσει ρόλο στους διανοούμενους της δικής του ομάδας και της δικής του κομματικής παρέας. Ο πιο επιφανής τα πρώτα χρόνια του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο Ανδρέας Καρίτζης, εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος για μια διετία (2007-2009). Ιδεολόγος, μιλούσε συνήθως λίγο στριφνά και περίπλοκα για αυτοδιαχείριση και για συλλογικότητες, σε μια περίοδο που ο Τσίπρας διεύρυνε την επιρροή του στο κόμμα, γι’ αυτό άλλωστε δεν μακροημέρευσε στη θέση του εκπροσώπου του.
Η απομάκρυνση του Καρίτζη από το περιβάλλον του Τσίπρα μετά τα λεγόμενα «Νέα Δεκεμβριανά», τα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν στην Αθήνα μετά τον φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια και τη σιωπηλή στην αρχή, πιο θαρρετή στη συνέχεια έμμεση αναγνώριση κοινωνικών αιτιών που τα επέβαλαν, ήταν σημάδι ότι ο Τσίπρας άλλαζε πίστα.
Ο αρχηγός πάντως προσπαθούσε συστηματικά να ενισχύσει τη σχέση του με καλλιτέχνες και καθηγητές, πιστεύοντας ότι τον βοηθούν να περνιέται ως ποπ διανοούμενος. Ηδη, θαύμαζε τον Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος ήταν φορτωμένος με βαριά προσωπική μυθολογία, αφού ήταν συνεργάτης του Αγγελου Ελεφάντη στο περιοδικό «Ο Πολίτης», τον οποίο ο Τσίπρας είχε μάθει από τη θητεία του στην «Αυγή» και από την ανάληψη εκ μέρους του της έκδοσης των «Ενθεμάτων», του ιδεολογικοπολιτικού ενθέτου στο εσωτερικό της εφημερίδας.
Ο Ελεφάντης πέθανε το 2008 και στα κομματικά γραφεία από τους νεότερους θεωρούνταν θρύλος. Μοναχικός και ανεξάρτητος διανοούμενος, λεπτός, ξερακιανός, με μουστάκι και μονίμως με ένα άφιλτρο τσιγάρο στα χείλη, λαϊκός παρά το εύρος της απήχησής του και τα επιτεύγματά του, χωρίς προσωπική περιουσία, ήταν ένα πρόσωπο που ενέπνεε θαυμασμό. Επιπλέον, είχε γράψει πολλά αγωνιστικά χιλιόμετρα.
Με δράση στο Παρίσι τα χρόνια της δικτατορίας, στη Μεταπολίτευση ήρθε στην Ελλάδα και το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του διεύθυνε το ανεξάρτητο περιοδικό διαλόγου της Αριστεράς «Ο Πολίτης», γύρω από το οποίο είχε αναπτυχθεί μια ενδιαφέρουσα συλλογικότητα. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό στέλεχος και τακτικός αρθρογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Η Εποχή», που είχε ξεκινήσει το 1989 ως βήμα έκφρασης όσων παλαιών μελών και στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν προσχώρησαν στην ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου και, με επικεφαλής τον Γιάννη Μπανιά, έμειναν να υποστηρίξουν το «Κάπα» του κομμουνισμού, που πίστευαν ότι θα μπορούσε να μην είναι αυταρχικός, φονικός και γραφειοκρατικός, αλλά ότι μπορούσε να είναι δημοκρατικός.
Οι παρεμβάσεις του «Πολίτη», και ιδίως του Ελεφάντη, συζητιούνταν ευρύτατα στο κόμμα. Ιδίως η αντίθεσή του στο ΠΑΣΟΚ και στον Ανδρέα Παπανδρέου (για την πολιτική δραστηριότητα του οποίου είχε γράψει το βιβλίο «Στον αστερισμό του λαϊκισμού») και η πίστη του στο κόμμα κατά τον Εμφύλιο. Και ασφαλώς οι συχνά αντιδογματικές και απροσδόκητες τοποθετήσεις του για ζητήματα τακτοποιημένα στην αριστερή συνείδηση – όπως π.χ. η τρομοκρατία (με σαφήνεια καταδικαστικός απέναντί της), η οικολογία, η φιλοζωία και άλλα. Πραγματικός ανυστερόβουλος, δέχτηκε να κατεβεί δύο φορές υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2004 και το 2007, στην Ευρυτανία, όπου δεν υπήρχε ελπίδα να εκλεγεί.
Ο Αριστείδης Μπαλτάς, καθηγητής Θεωρίας των Επιστημών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ήταν από τους συνεπέστερους σε παρουσία της συντακτικής ομάδας του Πολίτη, όπου συχνά αρθρογραφούσε. Τη δεκαετία του 1990, ο Ελεφάντης, για να στηρίξει οικονομικά το περιοδικό, μετέτρεπε κάθε Παρασκευή το κτίριο των γραφείων του περιοδικού στην Πλάκα σε μπαρ. Ο Μπαλτάς ήταν μόνιμος θαμώνας, μαζί με πολλούς άλλους, ήταν μάλιστα το επίκεντρο μιας ομάδας νεαρών μεταπτυχιακών φοιτητών του που συνωθούνταν γύρω του – τα «μπαλταδάκια».
Η ανάληψη ευθύνης από τον Ελεφάντη στην «Αυγή» επέτρεψε τη μετακίνηση ορισμένων σταθερών ομοϊδεατών του από τον «Πολίτη», που δεν υπήρχε δυνατότητα να κυκλοφορήσει τακτικά, στην εφημερίδα. Ο Μπαλτάς ήταν ανάμεσά τους. Δημοσίευε συχνά επιφυλλίδες στις οποίες πραγματευόταν τα θέματα της Αριστεράς, ιδίως της κομμουνιστικής, και την εξέλιξή της μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των καθεστώτων που ενέπνεε.
Ο Αριστείδης Μπαλτάς, λιγομίλητος και σοβαρός, και επιπλέον καθηγητής, ήταν ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος (με την έννοια ότι έβγαζε το ψωμί του διά των φιλοσοφικών στοχασμών του και της διδασκαλίας τους) στο ευρύτερο περιβάλλον του Τσίπρα. Γι’ αυτό, ατύπως, χρίστηκε από νωρίς ο θεωρητικός του κόμματος, όσο προχωρούσε στον δρόμο της ριζοσπαστικοποίησης.
Η σκέψη του, που συχνά καθρεφτιζόταν στα άρθρα του, όταν του δινόταν ευκαιρία αποθέωνε τον χειραφετητικό λόγο της κομμουνιστικής Αριστεράς, με έναν θαυμασμό που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με μια θεολογική θεώρησή της. Είναι μια χιλιοακουσμένη θεολογία που, έως το 1989, κατέληγε στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία. Εκτοτε αναδιατυπώθηκε με μικρές παραλλαγές, στις οποίες σταθερά έπαιζε ρόλο και ο αντίπαλος, ο οποίος βεβαίως δεν είναι παρά «ο νεοφιλελευθερισμός».
Ο Μπαλτάς, καρδινάλιος της θεολογίας αυτής, έγραψε κατά σύστημα εξειδικεύοντας λεπτομέρειες αυτής της θεώρησης των πραγμάτων. Επέμεινε στην προσέγγισή του και τα χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμαζόταν να εξαργυρώσει την αντιμνημονιακή διαμαρτυρία σε κυβερνητικά οφίκια – έστω και δίνοντας μερίδιο στον Πάνο Καμμένο. Το 2016, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε αυστηρό μνημόνιο υπό την καθοδήγηση της «γκόου μπακ μαντάμ Μέρκελ», ο Μπαλτάς έγραψε το περίφημο άρθρο για τα επτά Κάπα: «Κοινωνία, Κίνημα, Κόμμα, Κυβέρνηση, Κράτος, Καθεστώς» συν «το Κ του Κομμουνισμού», που η ιδέα του ανανεώνεται και εμπλουτίζεται «σε ολόκληρο τον κόσμο» («Η Αυγή», 4/1/2016).
Η επιρροή του Αριστείδη Μπαλτά στον Αλέξη Τσίπρα έλαβε τα χαρακτηριστικά ενός γκουρού. Γι’ αυτό, άλλωστε, με την εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015, του ανατέθηκαν αμέσως υπουργικά καθήκοντα στο υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και μετά το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, τις οποίες επίσης κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Μπαλτάς μετακινήθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Με τα γνωστά θέματα. Ισως για τα θέματα αυτά (και κυρίως, μετά τη σκανδαλώδη εκδίωξη του πετυχημένου Γιώργου Λούκου από το Φεστιβάλ Αθηνών, για την πρόχειρη και αψυχολόγητη ανάθεση του Φεστιβάλ στον καλλιτεχνικό προβοκάτορα Βέλγο Γιαν Φαμπρ), ο Τσίπρας ήρε την εμπιστοσύνη του στον Μπαλτά, αντικαθιστώντας τον τον Νοέμβριο του 2016.
Επιστροφή στον Σλάβοϊ Ζίζεκ. Η σχέση μαζί του αναπτύχθηκε το ίδιο πάνω-κάτω διάστημα που τον Τσίπρα περιέβαλλε με την εμπιστοσύνη του ο Μπαλτάς. Στην αρχή φαινόταν μια σχέση ιδανική. Ο Ζίζεκ περιέβαλλε με την εμπιστοσύνη του ένα ριζοσπαστικό κίνημα και τον ηγέτη του, σε ένα κοινωνικό πείραμα (προφανώς, δεν ενδιέφερε αν πειραματόζωα ήταν οι πολίτες μιας ολόκληρης ευρωπαϊκής χώρας, της Ελλάδας), στο βάθος του οποίου κρυβόταν η ανατροπή του συστήματος.
Ο Ζίζεκ θεωρούσε την Ελλάδα πειραματόζωο του καπιταλισμού: «Το πειραματόζωο για την επιβολή ενός νέου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου με ένα παγκόσμιο διακύβευμα: ένα αποπολιτικοποιημένο, τεχνοκρατικό μοντέλο, όπου οι τραπεζίτες και άλλοι ειδικοί μπορούν να συντρίψουν τη δημοκρατία». Πίστευε όμως ότι οι Ελληνες όχι μόνο δεν είναι τα παθητικά θύματα που εμφανίζονται να είναι, αλλά αγωνίζονται κατά του οικονομικού κατεστημένου που προσπαθεί να τους επιβληθεί. Γι’ αυτό στήριζε το εγχείρημα Τσίπρα (ο οποίος, θυμίζω, στηριζόταν στην πολιτική βία, σε έναν εμφυλιοπολεμικό λόγο και σε ανέφικτες υποσχέσεις, κορυφαία εκ των οποίων ήταν ότι θα έσκιζε τα μνημόνια). Μάλιστα, έπλεξε το εγκώμιο του Αλέξη Τσίπρα, που «δεν έχει εμπειρία στην εξαπάτηση και στην κλοπή» και, άρα, με ένα μικρό λογικό άλμα, η κρατική διοίκηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια τέλεια κρατική διοίκηση.
Η σχέση των δύο ανδρών ήταν άριστη, ώσπου, τον Μάιο του 2013, ο Τσίπρας προσκλήθηκε σε φιλοσοφικό συνέδριο του Ζάγκρεμπ, να συνομιλήσει δημοσίως με τον Ζίζεκ. Οποία τιμή! Ανέβηκε στο βήμα, όπου μια χαρά αντάλλασσαν ιδεολογικά κλισέ, ώσπου ο Ζίζεκ, θέλοντας να επαινέσει τον ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι όσοι δεν τον υποστηρίξουν «θα πάρουν εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τα γκουλάγκ»! Ο Τσίπρας είτε δεν είχε ιδέα τι ήταν τα γκουλάγκ είτε δεν κατανόησε τι είπε ο Ζίζεκ, και απλώς κατά την προσφιλή του στάση γελούσε, πιστεύοντας ότι ο Ζίζεκ είπε μια ανώδυνη εξυπνάδα.
Το κράξιμο στην Ελλάδα ήταν ουρανόμηκες, ενώ πιο οξύς και από τη ΝΔ ήταν ο Θόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε δηλώσει: «Το γκουλάγκ είναι τόπος βασανισμού όπου εκτελέστηκαν χιλιάδες από τη σταλινική τρομοκρατία ή πέθαναν από την πείνα και το κρύο. Αυτά δεν λέγονται ούτε γι’ αστείο. Και αν το είπε γι’ αστείο ακόμα αυτός που το είπε, πρόκειται περί κτήνους και ηλιθίου. Και αυτοί που τον κάλεσαν είναι επίσης κτήνη και ηλίθιοι και πρέπει να αποδοκιμαστούν από τον λαό και να υπάρχει ένας νόμος που να βάζει στη φυλακή τον κ. Τσίπρα. Τον κάλεσε και τον χειροκρότησε. Δεν είναι χιούμορ. Ο Μιχαλολιάκος όταν λέει “τι ωραίος που είναι ο Χίτλερ και έκανε σαπούνια τους Εβραίους” ή ο χρυσαυγίτης που λέει “το καλύτερο σαπούνι βγαίνει από το κομμούνι”, τι είναι;».
Μη έχοντας συνειδητοποιήσει την γκάφα του με τα γκουλάγκ, ο Τσίπρας με τον Ζίζεκ δίπλα του συνέχισε απτόητος. Θέλησε μάλιστα να επιδείξει τη βαθιά του γνώση στα πράγματα της ριζοσπαστικής φιλοσοφίας. Πριν φύγει από την Αθήνα για το Ζάγκρεμπ, άλλωστε, είχε υποδεχτεί στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, στην Κουμουνδούρου, τη Ναόμι Κλάιν, για να της δώσει συνέντευξη. Εχοντας μόλις γνωρίσει τη συγγραφέα που, υποστηρίζοντας την αντιπαγκοσμιοποίηση, είχε καταφέρει το βιβλίο της να γίνει παγκόσμιο μπεστ σέλερ, ο Τσίπρας δεν θα έχανε την ευκαιρία να κάνει αναφορά σε αυτή στην ομιλία του. Μίλησε λοιπόν με υπερηφάνεια για το «δόγμα του σοκ», ωστόσο δεν απέδωσε τον όρο και το βιβλίο στη Ναόμι Κλάιν, αλλά σε μια κυρία της μόδας, όχι για τον ριζοσπαστισμό της, αλλά για την ωραιότητά της, τη Ναόμι Κάμπελ.
Αν ήταν άλλος με τόσες αποτυχίες στο πεδίο της φιλοσοφίας, θα είχε φύγει μακριά με μικρά πηδηματάκια – ήδη, μετά το κάζο του Ζάγκρεμπ, ο Ζίζεκ φρόντισε να βγει από το κάδρο του ελληνικού αριστερού ριζοσπαστισμού. Αλλά ο Τσίπρας δεν είναι από τα πρόσωπα που πτοούνται. Αντίθετα, είναι του τύπου «φύγε εσύ, έλα εσύ». Γι’ αυτό, λίγους μήνες αργότερα (και ενώ η χλεύη συνεχιζόταν), η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς κάλεσε στην Ελλάδα τον περίφημο επίσης ριζοσπάστη φιλόσοφο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, σε εκδήλωση για το Πολυτεχνείο.
Στις 16 Νοεμβρίου 2013, ο Τσίπρας έσπευσε να χαιρετίσει τον εισηγητή της έννοιας της «κατάστασης εξαίρεσης», αν και αυτή τη φορά στηρίχτηκε σε χειρόγραφο, από το οποίο δεν σήκωσε το κεφάλι του. Επιδέξιος, μάλιστα, στις γενικεύσεις, κατάφερε να ταυτίσει την «κατάσταση εξαίρεσης» και με το Πολυτεχνείο και με τα πάντα. Σημείωνε σε εκείνη την παρέμβασή του ότι η «κατάσταση της εξαίρεσης» είναι η ανεργία, η λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, η κρίση στο πανεπιστήμιο, η υπερφορολόγηση, οι κατασχέσεις ακινήτων όσων είχαν κόκκινα δάνεια, η ύφεση, αλλά και οι θεσμοί, τα δικαιώματα, η δημοκρατία. Ολα ήταν «κατάσταση εξαίρεσης».
Αλλά η ανάλυσή του μάλλον δεν άρεσε στον Αγκάμπεν, που φαίνεται ότι δεν επιδίωξε να συνδεθεί με το σύστημα του Αλέξη Τσίπρα. Κρίμα, επειδή μερικά χρόνια μετά ο Τσίπρας, που προσπάθησε να υπονομεύσει τα κυβερνητικά μέτρα για την πανδημία της Covid, θα μπορούσε να επικαλείται τον συγκεκριμένο φιλόσοφο, ο οποίος είχε εναντιωθεί στα «ξέφρενα, ανορθολογικά και παντελώς αναιτιολόγητα μέτρα έκτακτης ανάγκης για μια υποτιθέμενη επιδημία [supposta epidemia]» που οφείλονταν στον κορονοϊό.
Στο δρόμο προς την εξουσία, ο Τσίπρας επιδίωκε τη συντροφιά φιλοσόφων. Αλλά η εξουσία είναι αχάριστη και πραγματιστική, οι φιλόσοφοι δεν χρειάζονται σε πολιτικούς μέλημα των οποίων είναι η άσκησή της επ’ ωφελεία τους. Έπρεπε ο Τσίπρας να ηττηθεί πολλές φορές και να αποφασίσει να επανεπινοήσει τον πολιτικό εαυτό του. Αυτή τη φορά, αντί για τον Σλαβόι Ζίζεκ, ο οποίος έχει πάρει αποστάσεις και έχει χαρακτηρίσει τραγωδία τη διακυβέρνηση Τσίπρα επειδή έγινε εκτελέστρια προγραμμάτων λιτότητας, τώρα που θέλει να δείξει ότι ξανάρχεται οργανώνει ένα συνέδριο και επιλέγει στο πλάι του Αμερικανούς: τον Μπέρνι Σάντερς και τον καθηγητή Μάικλ Σαντέλ – ο οποίος, στο πρόσφατο βιβλίο του «Η τυραννία της αξίας» (Πόλις, 2022), επιχειρηματολογεί κατά «της καθοδηγούμενης από την αγορά αξιοκρατίας». Η Le Monde είναι ακόμα ένα τρόπαιο στο κυνήγι της δανεικής αίγλης που νομίζει ότι του ταιριάζει.
Oλα καλά. Εκτός αν τσαντιστούν στο επιτελείο της πάντα ριζοσπαστικής Liberation. Ή, ακόμα πιο ζόρικα, εκτός αν ο παλαιός του φίλος, Πάνος Καμμένος, γνωστός εγχώριος ριζοσπάστης διανοούμενος, κρύψει το πλάνο από το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός μάς απευθύνεται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
