776
|

Πόντος, αυτή η λησμονιά

Πόντος, αυτή η λησμονιά

Όχι, δεν ξέρω τι σημαίνει γενοκτονία. Δεν μπορεί να συλλάβει ίσως ο νους μου, το μέγεθος της βίαιης εξόντωσης ενός γένους. Πάντα αισθανόμουν δέος μπροστά σε αυτή τη λέξη: γένος, στέκεται πάνω από αυτή του έθνους ή του λαού. Δεν ξέρω καν, αν μπορεί κανείς να αντιληφθεί την έννοια του ξεριζωμού. Γιατί μόνο έτσι δύναμαι να ονοματίσω την γενοκτονία των Ποντίων. Και ποιος μπορεί σχηματικά με ηθικές ή ποσοτικές αναλογίες, να αποκαταστήσει τις όποιες αλήθειες; Kαι ποιες εν τέλει είναι αυτές, σκόρπιες και σκοτεινές να αιωρούνται ανάμεσα στην Ιστορία και τις αφηγήσεις αυτών που πάλεψαν με τα ανείπωτα;

Το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό το βλέμμα του παππού μου, το γεμάτο λησμονιά. Σε κάθε μας αγκαλιά ή κουβέντα. Ακόμα και όταν μαζεύαμε φουντούκια, κάθε φορά που μου έπεφτε ένα από τα χέρια, ήταν σα να ξεγλιστρούσε και ένα δικό του δάκρυ. Ο κυρ-Γιάννης είχε πάντα ένα χαμόγελο σε όλο του το πρόσωπο ζωγραφιστό. Πολύ σπάνια έλεγε ''όχι'' και οι συμβουλές του έσταζαν σοφία από τις λίγες. Από αυτές, που σμιλεύονται από ζωή. Όλοι στο χωριό μου λέγανε ότι αυτός ο άνθρωπος, ακόμα και όταν φύγει από τη ζωή, φορεσιά του θα ΄ναι αυτή η ηδύτητα που ξεχειλίζει. Και έτσι και έγινε αγαπημένε μου παππού.

Μικρή δεν καταλάβαινα και πολλά, όταν μιλούσαν για εκείνα τα χρόνια του ξεριζωμού. Πέρασα μήνες κοντά στον παππού και τη γιαγιά και τα ποντιακά, έγινε η διάλεκτος-φυλακτό για τη ζωή μου στη πόλη. Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα, αυτά θυμάμαι πρώτα. Και μετά οι μικρές αφηγήσεις, μιας και με τα παδιά μπροστά πόσα να πεις; Aγρότης ο παππούς και τελετουργικός σε όλα του. Ο τρόπος που φρόντιζε τα χωράφια, τα ζώα μα και την οικογένειά του. Πολέμησε συνολικά περί τα εξήμισι χρόνια και αυτό που τον έσωσε αρκετές φορές από τον παγετό και τις χιονίστρες ήταν δυο γουλιές κόκκινο κρασί. ''Το κρασί πουλόπομ', είναι ευλογία, κόκκινο όπως το αίμα και την καρδία, σώζει και την ψυχή''. Σε αυτό δεν έκανε εκπτώσεις ο κυρ- Γιάννης, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί σε κάθε μεσημεριανό γεύμα του. Μυσταγωγικά το έπινε, γουλιά και αναπνοή.

''Περνούσαμε όμορφα εκεί στον τόπο μας, δεν μας επείραζε κανείς''. Κάθε φορά που άκουγα αυτό ''στον τόπο μας'' ακουγόταν και ένας γδούπος, εσωτερικός ήτανε, θα σας γελάσω. Με τον παππού μου, μιλούσαμε συνήθως για τη ζωή και το παρόν της. Έτσι τη ζούσε και αυτός. Και έγερνε στον ορίζοντα με αυτήν τη λησμονιά, που μέσα της κρυβόταν όλα τα αναφιλητά του κόσμου. Κάθε πρωϊ μαζί με τον ελληνικό του, έστριβε και ένα τσιγάρο με τον καπνό που έφτιαχνε ο ίδιος. Θυμάμαι ακόμα αυτά τα ροζ τσιγαρόχαρτα και το τακ τακ του κοψίματος των φύλλων. Θαρρείς και ήτανε και αυτό μέρος της ιεροτελεστίας του πρωινού. Με είχε συνεπάρει τόσο αυτή η τελετουργία, που στα δώδεκά μου θυμάμαι, προσπάθησα -με απόλυτη αποτυχία βέβαια-, να στρίψω και εγώ ένα τσιγάρο, κρυμμένη πίσω από τον καναπέ, στο σκέπαστρο της αυλής.

Μου έλεγε ότι και με τους Γερμανούς τα πήγαιναν μια χαρά στο Πορτοράζ. Ποτέ δεν έλεγε το χωριό Πρωτοχώρι (7 χλμ. από την Κοζάνη). Η αλήθεια είναι ότι πάντα Πορτοράζ το άκουγα απ' όλους τους κατοίκους και έτσι είναι μέσα μου γραμμένο πια. ''Ήτανε ένας Γερμανός, που κάθε βράδυ μετά την περιπολία του ερχόταν για ένα ποτήρι κρασί. Μιλούσαμε στη γλώσσα του ο καθένας, μα περίεργο πράμα, καταλάβαινε ο ένας τον άλλον''. Μου μιλούσε πολύ για τα χρόνια που πολέμησε. Αυτά του ξεριζωμού, τον μπούκωναν θαρρώ και δεν επέμενα. Έφερε μαζί του φωτογραφίες της μητέρας του, αυτό ήταν. Χάθηκαν αδέρφια και ξαδέρφια, στην Κρήτη έλεγε, αλλά πού να τους βρεις μετά. Δεν πήγε σε θάλασσα μετά από τον ξεριζωμό. Λες και η θάλασσα πήρε μαζί του και τις αναμνήσεις. Στα μάτια του τις διάβαζες, πιότερο από τα λόγια του.

Κάποιος είπε ότι ο Πυρρίχιος/Σέρρα ( Ποντιακός χορός, ο αρχαιότερος ελληνικός πολεμικός χορός) είναι «η αφήγηση της Ιστορίας του Πόντου, αλλά όχι με το σώμα, είναι ένας χορός ψυχής, δεν τον χορεύεις με τα πόδια».  ''Αν δεν τον νιώθεις τον χορό, μην το χορεύεις'', έλεγε ο κυρ' Γιάννης. Όταν πρωτοείδα να χορεύουν Πυρρίχιο, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα την καρδιά μου να ανεβαίνει στο στόμα μου. Σεισμός. Αυτό θυμάμαι σαν αίσθηση, ένας μικρός σεισμός γύρω μου και μέσα μου.

Η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακύρηξη της 19ης Μαϊου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου στις 24 Φεβρουαρίου 1994. Στις 19 Μαϊου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, όπου και ξεκίνησε η δεύτερη φάση του βίαιου αφανισμού του ποντιακού γένους. Πάνω από 350.000 οι νεκροί.

Νούμερα. Ημερομηνίες. Μα εγώ θα κρατώ σφιχτά στη χούφτα μου τα φουντούκια μας παππού, θα θυμάμαι μόνο αυτό το χαμόγελο σου και θα ονειρεύομαι το παιδί που έπαιζε στις γειτονιές του Πόντου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News