1177
Η Αννα Φιλιώτου σε ομιλία της με την ιδιότητα της συγγραφέως (αριστερά), και παλαιότερα, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως αιματολόγος | Creative Protagon

Μια συγγραφέας με ιατρική στολή… και ενσυναίσθηση

Ράνια Ζώκου Ράνια Ζώκου 7 Μαρτίου 2023, 16:04
Η Αννα Φιλιώτου σε ομιλία της με την ιδιότητα της συγγραφέως (αριστερά), και παλαιότερα, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως αιματολόγος
|Creative Protagon

Μια συγγραφέας με ιατρική στολή… και ενσυναίσθηση

Ράνια Ζώκου Ράνια Ζώκου 7 Μαρτίου 2023, 16:04

Η Αννα Φιλιώτου έμαθε με τα χρόνια να γράφει τη νύχτα. «Δεν γράφω κάθε μέρα, όχι, γράφω όμως κάθε βράδυ. Για να πάρω μπροστά πρέπει να φτάσει περίπου μεσάνυχτα. Εχω μάθει από την ιατρική και πάντα διαβάζω τη νύχτα, αφού τότε μεγάλωνα και τα παιδιά. Εγώ τη νύχτα την αγαπάω». 

Οι νύχτες της δεν ήταν πάντα έτσι. Οταν ακόμα εργαζόταν, ήταν μοιρασμένες ανάμεσα στην προετοιμασία μαθημάτων για τους φοιτητές Αιματολογίας στην Ιατρική Σχολή, στις εφημερίες στη Β’ Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, της οποίας διετέλεσε διευθύντρια, και στον χρόνο που κατόρθωνε να βρει για να διαβάζει, να ακούει μουσική, να βλέπει θέατρο.

Οι νύχτες της μετατράπηκαν σε ζώνη δημιουργίας από τη στιγμή που συνταξιοδοτήθηκε· από τότε μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να γράψει και να εκδώσει 11 βιβλία (η τελευταία της νουβέλα με τίτλο «Γυναίκες μόνες…» πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Μάρτη από τις εκδόσεις Λεξίτυπον).

Στις σελίδες των βιβλίων της κυρίας Φιλιώτου δεν θα βρει κανείς εκλαϊκευμένα μυστικά του αίματος, αλλά χαρακτήρες γεμάτους επιθυμίες, όπως και η ίδια. Γιατί η διακεκριμένη αιματολόγος από παιδί είχε μία επιθυμία: να γράφει.

«Τη λογοτεχνία τη λάτρευα από μαθήτρια», ανακαλεί η ίδια. «Δηλαδή, η βαθύτερη επιθυμία μου ήταν να σπουδάσω φιλολογία. Αλλά δεν ήθελε η μητέρα μου, που ήταν φιλόλογος, δεν της άρεσε. Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας να σπουδάζεις στο Πολυτεχνείο, να γίνεσαι πολιτικός μηχανικός. Εμένα δεν μου άρεσαν αυτές οι δουλειές και μπόρεσα και ξέφυγα και πήγα στην Ιατρική, που τη θεωρούσα μια μέση λύση».

Στιγμιότυπο από τα παιδικά χρόνια στο Ρέθυμνο. Με τη μητέρα και τον αδελφό της, Διονύση

Η κυρία Φιλιώτου έδωσε εξετάσεις για την Ιατρική στα κρυφά. «Οταν πια άρχισα να φοιτώ στην Ιατρική, συμφιλιώθηκαν όλοι με την ιδέα. Και συμφιλιώθηκαν κι εγώ. Ηταν ωραία επιστήμη». Της άρεσε αρκετά ώστε να την υπηρετήσει ακούραστα για 40 χρόνια, χτίζοντας μια διακριτή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία σε θέσεις μεγάλης ευθύνης. Αφιερώθηκε στους ασθενείς της όσο αφιερώθηκε στους φοιτητές και τους ειδικευόμενούς της.

Η σταδιοδρομία της, όμως, την ανάγκασε να περιθωριοποιήσει την αγάπη της για τη γραφή. «Το νοσοκομείο δεν έφευγε ποτέ από το μυαλό. Είχα και δύο παιδιά που τα μεγάλωνα και πάθαινα αυτό που έχω ακούσει και άλλες γυναίκες να παθαίνουν: όταν ήμουν στο νοσοκομείο είχα τύψεις που άφηνα τα παιδιά μου και όταν γύριζα σπίτι είχα τύψεις που είχα αφήσει τους αρρώστους. Πάντα αισθανόμουν ότι ήμουν δύο κομμάτια».

Εβγαλε την πρώτη ποιητική συλλογή της, «Δια μέσου άνοιξης» (εκδ. Λεξίτυπον) το 2012, αφού συνταξιοδοτήθηκε και απελευθερώθηκε χρονικά. Με αυτήν έβγαλε τη λογοτεχνία, τόσο συμβολικά όσο και κυριολεκτικά, από το περιθώριο στο επίκεντρο. «Την πρώτη μου ποιητική συλλογή δεν την έγραψα, ουσιαστικά. Μάζεψα ό,τι στίχους είχα στα περιθώρια των βιβλίων από εδώ κι από εκεί, σε σημειωματάρια και χαρτάκια από το νοσοκομείο. Αυτό ήταν το πρώτο μου βιβλίο».

Μετά από αυτό, η κυρία Φιλιώτου σιγά σιγά δείχνει να απομακρύνεται από το άμεσο περιβάλλον του νοσοκομείου και να σκαρφίζεται άλλου τύπου ιστορίες. Γράφει ένα μυθιστόρημα για έναν έλληνα πιανίστα που αυτοεξορίζεται στο Λονδίνο στη διάρκεια της δικτατορίας («Ενα πιάνο στην παράγκα», εκδ. Λεξίτυπον, 2015) και κερδίζει μια θέση στην Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών. Ανακαλύπτει και οργανώνει 3.000 γράμματα των γονιών της, συνθέτοντας τη βιογραφία τους μέσα από την οκτάχρονη αλληλογραφία τους, καθώς ζούσαν μακριά ο ένας από τον άλλον («Σπύρος και Δανάη Φιλιώτη. Δυο θάλασσες που σμίγουν», εκδ. Μέλισσα, 2017). Γράφει για τη σταδιοδρομία μιας γυναίκας στην κεραμική και τις περίπλοκες σχέσεις μητέρας – κόρης («Το Εργαστήριο της Οδού Πανόρμου», εκδ. Βεργίνα, 2020).

Ομως, δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τις θεματικές που σμίλεψαν τη ζωή της. Σε πολλά έργα της η ασθένεια παίζει καταλυτική σημασία, όπως και στη ζωή όλων, αλλά στη δική της ακόμη περισσότερο. Ο φίλος του πρωταγωνιστή στο «Ενα πιάνο στην παράγκα» προσβάλλεται από λευχαιμία και πηγαίνει άρρωστος στην κλινική όπου εργαζόταν η κυρία Φιλιώτου. Ετσι, της δίνεται η ευκαιρία (επειδή το ήθελε) να αφηγηθεί την ιστορία του τμήματός της.

Παρουσίαση του μυθιστορήματος «Ενα πιάνο στην παράγκα», στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνoυ, το 2016

«Η εμπειρία στο νοσοκομείο έχει επιδράσει στην ψυχή μου. Πάντα τη θυμάμαι, γιατί όταν έφυγα από τη δουλειά μου στεναχωριόμουν πάρα πολύ. Οταν πήρα σύνταξη νομίζω ότι αυτή η αγάπη που είχα για τις τέχνες και για τη λογοτεχνία με έβγαλε από ένα λούκι πολύ άσχημο. Μου έδωσε κάποιο νόημα στη ζωή μου, γιατί ξαφνικά, ξέρεις, φεύγεις από τη δουλειά ύστερα από 40 χρόνια και νιώθεις… δεν είναι καλό. Και μάλιστα, στην Ελλάδα είναι πολύ κακό, γιατί σε άλλα μέρη του κόσμου, άμα είσαι καθηγητής, κρατάς το γραφείο σου, δεν φεύγεις ποτέ από το πανεπιστήμιο. Εδώ, από την πρώτη μέρα που θα συνταξιοδοτηθείς, όλοι θέλουν να φύγεις».

Το συνεκτικό στοιχείο αυτών των δύο πεδίων, της λογοτεχνίας και της ιατρικής, είναι η ενασχόληση με τα ανθρώπινα πάθη. Αλλά η Αννα Φιλιώτου δεν ήταν η μοναδική που τα συνδύασε. «Οι γιατροί πολύ συχνά είναι λογοτέχνες. Μη σου φαίνεται τόσο περίεργο. Ο Αντον Τσέχοφ ήταν γιατρός. Αλλά είναι και πολλοί στην Ελλάδα, υπάρχει μάλιστα και Εταιρεία Ιατρών Καλλιτεχνών. Εκεί, άλλοι ζωγραφίζουν, άλλοι παίζουν μουσική… διότι, ξέρεις, η ιατρική τούς φέρνει πολύ κοντά στα συναισθήματα του ανθρώπου. 

»Αν δεν θέλεις, δεν τον πλησιάζεις τον άνθρωπο και δεν τον ρωτάς. Αλλά αν τον πλησιάσεις, τότε βλέπεις μια άλλη διάσταση του ανθρώπου μέσα από την αρρώστια. Στη δική μας ειδικότητα έβλεπες πράγματα που δεν τα χωράει ο νους. Εβλεπες τον ίδιο τον άρρωστο, τις οικογένειες, τις μανάδες… Είναι μια περιπέτεια μυαλού αυτή».

Η κυρία Φιλιώτου, λόγω της ειδικότητάς της, έχει δει με το μικροσκόπιο τις ιδιαιτερότητες κάθε ανθρώπινης ιστορίας και κάθε ασθένειας ξεχωριστά, από μεγάλη εγγύτητα. «Εγώ στην κλινική που ήμουν είχε αποκλειστικά βαριές αρρώστιες, κακοήθειες, λευχαιμίες, λεμφώματα. Και όταν το 1980 ξέσπασε το AIDS, τότε εντάχθηκε στην αιματολογική μονάδα ένα τμήμα που ασχολήθηκε με το AIDS, το οποία διηύθηνα». 

Στην ερώτηση πώς κατάφερνε να αντέχει αυτή την εμπειρία σε καθημερινή βάση, απάντα: «Δεν το άντεχα. Κατά βάθος δεν το αντέχεις, αλλά προσπαθείς. Δηλαδή αυτό που λένε ότι “ο γιατρός συνηθίζει” δεν είναι σωστό. Δεν συνηθίζεις, δεν το αντέχεις». Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που στην τελευταία της νουβέλα, «Γυναίκες μόνες…», αφηγείται σε μια νεαρή συνάδελφό της, μέσω ενός πολυσέλιδου γράμματος, τις δύσκολες προσωπικές ιστορίες επτά γυναικών, δικών της ασθενών, που συνάντησε στα χρόνια της στο νοσοκομείο.

Αυτό μπορεί να έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η κυρία Φιλιώτου, παρά τις σκληρές καταστάσεις που έπρεπε να αντιμετωπίζει καθημερινώς, κατάφερε να διατηρήσει μια ευάλωτη και συμπονετική ματιά, ασύμβατη με το ψυχρό βλέμμα του γιατρού που φανταζόμαστε και συχνά έχουμε συναντήσει. Με αυτό το βλέμμα βλέπει τους χαρακτήρες της, όπως έβλεπε παλαιότερα και τους ασθενείς της.

«Μια ολόκληρη ζωή σκέφτεσαι την ιατρική, σκέφτεσαι και τους ανθρώπους. Σκέφτεσαι τις συνθήκες· μετά σκέφτεσαι τους άλλους ανθρώπους που ζούνε σε άλλα μέρη, τι κάνουν, πώς ζούνε. Είναι ένα είδος καλλιέργειας της ενσυναίσθησης αυτό το πράγμα, να συμμετέχεις, ας πούμε, στο πάθος του ανθρώπου. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο γιατρός που θέλει να βγάλει χρήματα. Αν αρχίσεις και συμμετέχεις στα πάθη των ανθρώπων και σε αυτά που τραβάνε, δεν μπορείς να τους πάρεις λεφτά. Πώς να το κάνεις αυτό; Θα τους κάνεις ακόμα πιο δυστυχισμένους».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...