Υπάρχει σήμερα «καλό» και «κακό» ΠΑΣΟΚ;
Υπάρχει σήμερα «καλό» και «κακό» ΠΑΣΟΚ;
Οσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης εμμένουν στην εισαγγελικού τύπου ρητορική και τους αντίστοιχους σχεδιασμούς τους, η κυβέρνηση γίνεται φανερό ότι επιχειρεί τη στρατηγική τους εξουδετέρωση.
Στο στόχαστρό της βρίσκεται κατά προτεραιότητα το ΠΑΣΟΚ, το οποίο τις τελευταίες ημέρες βρίσκεται αντιμέτωπο με «υβριδικού» τύπου επιθέσεις από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως αποσυντίθεται και δεν χρειάζεται «βοήθεια» σε αυτή τη διαδικασία.
Προφανώς και πρόκειται για μία συνειδητή επιλογή του Μεγάρου Μαξίμου. Και αφότου οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν και πάλι ενθαρρυντικά στοιχεία για την κυβέρνηση, η οποία δείχνει να ανακάμπτει και να εμφανίζει μία δυναμική προς το 30% ή και πιο ψηλά, έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει μία στρατηγική, με τις εκλογές να φαίνονται στον μακρινό (ή όχι και τόσο) ορίζοντα.
Με διαδοχικές δηλώσεις του των τελευταίων ημερών, ο Παύλος Μαρινάκης έχει βάλει το ΠΑΣΟΚ αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Είναι το καλό ΠΑΣΟΚ του 2012-2015 (του Βαγγέλη Βενιζέλου, δηλαδή) και το κακό ΠΑΣΟΚ του σήμερα (δηλαδή του Νίκου Ανδρουλάκη). Το ΠΑΣΟΚ που «έβαλε πλάτη» και έσωσε τη χώρα (μαζί με τη ΝΔ, την περίοδο 2012-2015) και το ΠΑΣΟΚ που έχει γίνει ουρά του ΣΥΡΙΖΑ και της Κωνσταντοπούλου.
Στην πραγματικότητα τέτοιου τύπου «υπαρξιακές» αναζητήσεις υπήρχαν πάντα στο ΠΑΣΟΚ. Είτε μεταξύ παπανδρεϊσμού και εκσυγχρονισμού, είτε μεταξύ Σημίτη και Τσοχατζόπουλου, είτε μεταξύ νεωτερικότητας του Γιώργου Παπανδρέου και πασοκικής ορθοδοξίας. Η μνημονιακή περίοδος που συνέπεσε με την ηγεσία του Βαγγέλη Βενιζέλου άλλαξε τους όρους και τα κριτήρια της συζήτησης. Και οι επιλογές ήταν άλλες στην περίοδο που το ΠΑΣΟΚ ήταν αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στη σκιά της ΝΔ, επί ηγεσίας της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά ή αντιπολίτευση στη ΝΔ, αλλά στη σκιά του ΣΥΡΙΖΑ, έως το 2023 και στην πρώτη περίοδο προεδρίας του Νίκου Ανδρουλάκη. Σήμερα το κόμμα είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, όμως δίχως καμία δυναμική εκλογικής επικράτησης.
Οι αναφορές του κυβερνητικού εκπροσώπου δεν χρειάζονται και πολλές ερμηνείες. Είπε μεταξύ άλλων την Τετάρτη στον ρ/σ Παραπολιτικά: «Το ΠΑΣΟΚ των προηγούμενων ετών ήταν ένα κόμμα που, παρά τις πολλές μας διαφωνίες και τις πολιτικές μας διαφορές, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων στα μεγάλα και συνέβαλε μαζί με τη ΝΔ στο να κρατηθεί η χώρα μας στην Ευρώπη. Το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη δυστυχώς διολίσθησε και συνέπραξε με τις πιο ακραίες φωνές του λαϊκισμού».
Ακολούθησαν κάποιες βαριεστημένες αντιδράσεις μέσω ανακοινώσεων από τη Χαριλάου Τρικούπη και ο Παύλος Μαρινάκης επανήλθε μία ημέρα αργότερα (15/5), κατά τη διάρκεια του briefing, λέγοντας:
«Το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη ακολούθησε μία λογική εντελώς αντίθετη με αυτή που το είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια της πάνω και της κάτω πλατείας. Διολίσθησε σε μία λογική και σε μία ρητορική, που νομίζω ότι αδικεί τη στάση που είχε τα προηγούμενα χρόνια, όταν μαζί με τους βουλευτές της ΝΔ, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, με τις πολλές διαφορές που έχουμε ως κόμματα και ως χώροι, κράτησαν τη χώρα στην Ευρώπη».
Η επιδίωξη της ΝΔ είναι προφανής. Οσο και αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει πολιτική πονηριά αυτό που κάνει, στην ουσία τοποθετεί μία βραδυφλεγή βόμβα στη Χαριλάου Τρικούπη, που δεν θα είναι εύκολο να εξουδετερωθεί.
Στον πυρήνα όλων αυτών εντοπίζεται ένα πραγματικό πρόβλημα.
Τι είναι το ΠΑΣΟΚ και τι θέλει;
Βρίσκεται σήμερα στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ένα εκλογικό ποσοστό οριακά στο 12% και ένα δημοσκοπικό λίγο υψηλότερα. Υπό αυτές τις συνθήκες λέει ότι θέλει να κερδίσει τις εκλογές, αλλά λέει και ότι δεν θα είναι τόσο κακό αποτέλεσμα η δεύτερη θέση. Για το πρώτο δεν πείθεται κανένας, δεν το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι· το δεύτερο μπορεί να χαρακτηριστεί κάτι μεταξύ ρεαλιστικής προσδοκίας και ηττοπαθούς επίγνωσης.
Ο συνδυασμός όμως είναι από καθαρά πολιτικής άποψης διαβρωτικός.
Στον πυρήνα της κυβερνητικής τακτικής επίθεσης βρίσκεται η διάγνωση ενός θεμελιώδους συμπτώματος της πασοκικής ψυχολογίας: Ουδέποτε υποστήριξαν οι διάδοχοι του Βαγγέλη Βενιζέλου στην ορθή της διάσταση την επιλογή του 2012-2015.
Παραλυμένοι από την εκλογική λεηλασία που υπέστησαν από το ΣΥΡΙΖΑ, παραδόθηκαν στο δόγμα «σώσαμε τη χώρα, αλλά αυτό μας κατέστρεψε». Θα όφειλαν να έχουν μία άλλη στρατηγική, να υποστηρίξουν σθεναρά την επιλογή εκείνη και να συμπεριφερθούν ως αυτό που – μέχρι εκείνη την περίοδο, τουλάχιστον – ήταν: μία κυβερνητική δύναμη. Δεν το έκαναν και γι’ αυτό σχεδόν κανείς δεν τους αντιμετωπίζει σήμερα έτσι.
Η κυβέρνηση από την άλλη, γνωρίζει πολύ καλά κάτι άλλο. Αν επρόκειτο να χάσει κάποιους ψηφοφόρους, το πιθανότερο είναι ότι θα (μπορούσε να) τους χάσει προς το ΠΑΣΟΚ, αφού οι απώλειές της προς τα δεξιά είναι λίγο πολύ γνωστές και μετρημένες. Προφανώς μιλάμε για τις περιβόητες κεντρογενείς ομάδες.
Με την τακτική που ακολουθεί σήμερα είναι φανερό τι επιδιώκει, με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας: είτε να συσπειρώσει τους όποιους ενδεχομένως αμφίθυμους, είτε και να προσελκύσει κι άλλους από το χώρο του Κέντρου, οι οποίοι όταν έλθει η ώρα της κάλπης θα ενδιαφέρονται για το αν η χώρα θα κυβερνηθεί και πώς.
Σε δεύτερο επίπεδο, μπορεί πίσω από αυτά τα κρύβεται και κάτι πιο πονηρό, αλλά όχι τόσο περίπλοκο τελικά.
Θα μπορούσε να είναι μία διασπαστική θρυαλλίδα, αφού στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να υπάρχουν στελέχη και πρόσωπα, που όχι απλώς δεν θα απέρριπταν μία συμμετοχή σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά θα την έβλεπαν και ως μία ευκαιρία πολιτικής αναγέννησης. Υπάρχει βέβαια για πολλούς άλλους το τραύμα του 2012-2015 και το συνακόλουθο δόγμα του «ποτέ ξανά».
Ολα αυτά οδηγούν σε δύο ενδεχόμενα, από τα οποία είναι πιθανό να προκύψει το κρίσιμο δίλημμα για το ΠΑΣΟΚ. Θα συμμετείχε σε μία κυβέρνηση συνεργασίας, εφόσον αυτό προέκυπτε ως ανάγκη από τις επόμενες εκλογές; Ή θα παραδινόταν και πάλι στην αυτολύπηση του 2012-2015;
Υπάρχει βέβαια πάντα και η δυνατότητα της ενεργητικής στρατηγικής, που φαίνεται ότι έχει λησμονηθεί. Αν την ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ, με την κατάλληλη επεξεργασία και στον ορθό χρόνο, θα μπορούσε να καταστρώσει μία προγραμματική πρόταση, να διεκδικήσει την ψήφο με αυτήν και να δεσμευτεί για την υλοποίησή της ως αξιόπιστος κυβερνητικός εταίρος.
Ολα βέβαια τα λύνει η ζωή και εξελίξεις που σήμερα ακούγονται αδιανόητες, μπορεί να επιβληθούν εκ των συνθηκών και των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Πάντως το δίλημμα για το ΠΑΣΟΚ στις προσεχείς εκλογές, τουλάχιστον στις πρώτες, είναι ήδη ορατό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
