Το όνειρο που χάθηκε στην πλαζ της Βουλιαγμένης
Το όνειρο που χάθηκε στην πλαζ της Βουλιαγμένης
Κάποιες εικόνες επιμένουν να επιστρέφουν στη συλλογική μνήμη, όχι επειδή ήταν απαραίτητα μεγάλες στιγμές, αλλά επειδή μας θυμίζουν την υπόσχεση μιας ολόκληρης εποχής. Το πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, στις 25 Ιουλίου 1983, είναι μια τέτοια εικόνα. Ακόμη και αν δεν είχες πάει, το «θυμάσαι» και το νοσταλγείς. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι, με μαγιό, πετσέτες, παιδιά, μπίρες, μουσικές, χορό στην παραλία· ένα υπαίθριο πάρτι χωρίς εισιτήριο, χωρίς κάγκελα, χωρίς διαχωρισμούς. Μια ημέρα –και νύχτα– ελευθερίας, χαράς και συμμετοχής. Ηταν σαν να φώναζε μια ολόκληρη γενιά: «Είμαστε όλοι εδώ. Είμαστε μαζί. Και μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς».
Η Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του ’80 ήθελε, πράγματι, να ζήσει αλλιώς και πίστευε ότι μπορούσε. Ζούσαμε μια ετεροχρονισμένη εποχή των χίπις. Οι μεγάλες αλλαγές που σάρωσαν τη Δύση στα τέλη του ’60, η αντικουλτούρα, η αμφισβήτηση και ο πασιφισμός, με τη μουσική ως κυρίαρχη πολιτική έκφραση όλων αυτών, έφτασαν εδώ καθυστερημένα, και μέσα από το φίλτρο και την ευφορία της Μεταπολίτευσης.
Το πάρτι στη Βουλιαγμένη χαρακτηρίστηκε, εξάλλου, «ένα μικρό ελληνικό Woodstock», που έγινε, όμως, είκοσι χρόνια μετά το original. Η καθυστέρηση αυτή δεν έπαιζε, τότε, ρόλο για τους Ελληνες, που αισθάνονταν σαν να έβγαιναν από μια χρονοκάψουλα και προσγειώνονταν, επιτέλους, σε μια προοδευτική πραγματικότητα. Εάν το δεις σήμερα, από απόσταση, όμως, η αλήθεια είναι ότι το όνειρο που εμείς – διψασμένοι για αυτό – βλέπαμε τότε να έρχεται, είχε ήδη αρχίσει να τελειώνει στον υπόλοιπο κόσμο.
Το πάρτι του Κηλαηδόνη εξέφρασε την πιο αυθεντική, αλλά και ανώδυνη ουτοπία της Μεταπολίτευσης. Ηταν μια πολιτισμική στιγμή που πραγμάτωσε, χωρίς αυστηρή πολιτική γλώσσα, την κυριαρχία της Αριστεράς στο φαντασιακό της εποχής: συλλογικότητα, αλληλεγγύη, λαϊκή τέχνη, απόρριψη του αυταρχισμού και της εμπορευματοποίησης. Ο Λουκιανός, ο Σαββόπουλος, ο Νταλάρας, η Αφροδίτη Μάνου, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ο Βαγγέλης Γερμανός, με πολλούς ακόμη, ανέβηκαν στη σκηνή κι έδωσαν τον τόνο.
Το φαντασιακό αυτό, όμως, δεν άντεξε πολύ. Σε ελάχιστα χρόνια, οι ίδιοι άνθρωποι που βρέθηκαν στη Βουλιαγμένη, γοητεύτηκαν από τα lifestyle περιοδικά, τα δάνεια, την ιδέα της καλής ζωής όπως μας την παρουσίασε, με τη μορφή «Ευαγγελίου», ο Πέτρος Κωστόπουλος. Βγήκαν από το ιδεατό της λαϊκής έκφρασης και της «συμμετοχικότητας» και έπεσαν με τα μούτρα στην κατανάλωση. Η Μεταπολίτευση, υπό μια έννοια κρατάει ακόμη, υπό μια άλλη, όμως, τελείωσε πολύ νωρίς. Οι αφίσες με τον Θεοδωράκη και τον Ξυλούρη αντικαταστάθηκαν από εξώφυλλα με Armani, μοντέλα, χλίδα και «χρυσά» κοκτέιλ στο ηλιοβασίλεμα της Μυκόνου. Ανεξαρτήτως κόστους· κυριολεκτικού και μεταφορικού. Ακόμη και ο Λουκιανός, έμενε πλέον στο Παλαιό Ψυχικό.

Εν ριπή οφθαλμού, ο δημόσιος χώρος έγινε ιδιωτικός, και η συλλογικότητα έγινε ατομισμός. Ελάχιστοι διαμαρτυρήθηκαν, όσο το χρήμα έρρεε. Μας άρεσε η χλίδα. Οπως αποδείχθηκε, μας άρεσε πιο πολύ από το όνειρο. Κι αν το χρήμα συνέχιζε να ρέει, η πολιτική μας ιστορία, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχε πάρει πολύ διαφορετικό δρόμο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά έχασε ταχύτατα το έρεισμά της, πολιτιστικό και πολιτικό εξίσου, όχι επειδή ήρθε «ο νεοφιλελευθερισμός», ως εισβολέας, και την τσάκισε. Αλλά διότι το όνειρο που πρότεινε δεν είχε βάθος αντιστάσεων, αλλά ούτε και ρεαλισμό: Ο λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ συντήρησε για λίγα χρόνια μια ψευδαίσθηση συμμετοχής και ενδυνάμωσης, που τελικά μετατράπηκε σε ατομικό βόλεμα, μικροπρονόμια και αδιαφορία για οτιδήποτε συλλογικό.
Οταν, δεκαετίες αργότερα, μια άλλη γενιά προσπάθησε να ανασυστήσει αυτό το φαντασιακό μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, η διαδρομή δεν άλλαξε πολύ, απλώς το τέλος ήταν πιο πικρό και ίσως και πιο τελεσίδικο. Οι πλατείες, η αυταπάτη της αντίστασης, η «πρώτη φορά Αριστερά», όλα κατέληξαν σε μια θεαματική προσαρμογή και έναν ακόμη πιο θεαματικό, ηθικά απογυμνωμένο, κυβερνητισμό. Η απογοήτευση έγινε υπαρξιακή· ήταν η συνειδητοποίηση ότι το συλλογικό όνειρο δεν χάνεται όταν ηττάται, εκεί μπορεί να ανασυνταχθεί και να επιμείνει. Χάνεται κυρίως όταν ευτελίζεται από εκείνους που το επικαλούνται χωρίς να είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν για αυτό.
Σήμερα, κάποιοι νοσταλγούν την ημέρα του πάρτι, σαν τη «χαμένη μας αθωότητα». Μπορεί και να ήταν. Η «ξερή» νοσταλγία, όμως, που αγνοεί τα επόμενα κεφάλαια της ιστορίας, κινδυνεύει να μετατραπεί σε άλλοθι. Οχι για τις ίδιες τις συλλογικές μας ήττες, αλλά πιο πολύ για τη δική μας συνενοχή. Ο κόσμος γύρω μας, αυτός που με τόση μελαγχολία αντιπαραβάλουμε με το πάρτι του Λουκιανού, δεν ήρθε ουρανοκατέβατος. Εμείς τον φτιάξαμε. Εν πάση περιπτώσει, και εμείς.
Το πάρτι στη Βουλιαγμένη ίσως ήταν η μοναδική φορά που οι σύγχρονοι Ελληνες πίστεψαν, μαζικά και αθώα, και όχι βασισμένοι στον θυμό, ότι μπορούν να χτίσουν έναν πιο δίκαιο και ωραίο κόσμο για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Μια σύντομη στιγμή στον χρόνο, ο οποίος κυλούσε γύρω μας αδυσώπητα. Ισως για αυτό πονάει τόσο η μνήμη του.
Ή, ίσως, επειδή στο βάθος ξέρουμε, πλέον, ότι το όνειρο ήταν χαμένο «από χέρι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
