1441
| Reuters/Aaron Schwartz/ CreativeProtagon

Ποιος τολμάει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ;

Λένα Παπαδημητρίου Λένα Παπαδημητρίου 21 Δεκεμβρίου 2025, 09:30

Ποιος τολμάει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ;

Λένα Παπαδημητρίου Λένα Παπαδημητρίου 21 Δεκεμβρίου 2025, 09:30

Eίμαι πεπεισμένη ότι η ταφόπλακα στην οποιαδήποτε προοπτική να ταξιδέψω ξανά στις Ηνωμένες Πολιτείες μπήκε στην πρώτη θητεία, όταν ανήρτησα στο Facebook ένα πλαστικό anti-stress μπαλάκι με τη φάτσα του Ντόναλντ Τζ. Τραμπ. Ηξερα από τότε ότι δεν ήταν συνετή κίνηση· υποθέτω, βέβαια, ότι και όσοι μου έκαναν like θα έχουν παρόμοια τύχη με τη δική μου, ειδικά κάποιος που ανερυθρίαστα σχολίασε: «Ναι, αλλά σε πιγκάλ δεν τον έχεις!».

Το μπαλάκι αυτό (που το ζουλάς και θεραπεύεσαι για λίγο από το γεωπολιτικό στρες) το έχω σήμερα καταχωνιασμένο σε ένα συρτάρι. Γιατί σε αυτή τη δεύτερη θητεία ποτέ δεν ξέρεις από που θα σού ‘ρθει. Καμιά φορά έχω εφιάλτες ότι θα μπουκάρουν στο σπίτι άνθρωποι του ΙCE, θα μου το κάνουν φύλλο και φτερό, θα ανακαλύψουν το μπαλάκι και θα με στείλουν σούμπιτο σε ένα κελί του Ελ Σαλβαδόρ.

Οπως και να ‘χει, η ανάρτησή μου αυτή –την οποία δεν είχα καν τη σωφροσύνη να σβήσω– θα είναι εκεί να με στοιχειώνει στο διηνεκές. Διότι, όπως θα έχετε πιθανότατα ήδη ακούσει, οι πολίτες χωρών που δεν χρειάζονται βίζα για να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ θα καλούνται σύντομα να παρουσιάζουν το ιστορικό αναρτήσεων που έχουν κάνει στα social media σε βάθος πενταετίας. Με άλλα λόγια, ένα λάθος σαν το δικό μου και πάπαλα.

Ταξίδι πάνω σε σπασμένα γυαλιά

Ομολογώ πως όταν το πρωτάκουσα νόμιζα ότι επρόκειτο περί –εξαιρετικά κακόγουστης– πλάκας. Αρχικά μου το ανέφερε στα τέλη Σεπτεμβρίου μια παλιά φίλη νομικός, που σχεδίαζε να ταξιδέψει για επαγγελματικούς λόγους στην Ουάσινγτον Ντι Σι.

Διάφοροι φίλοι της –νομικοί και διπλωμάτες– την είχαν προειδοποιήσει να προσέχει. Τής είπαν π.χ. να σβήσει τυχόν «τζιζ» σχόλια για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, να μην πάρει μαζί της το smartphone, αλλά ένα παλιό τηλέφωνο με κουμπάκια (στο οποίο, όμως, να έχει κάνει κάποιες κλήσεις τις τελευταίες μέρες για να μην «καρφωθεί») και άλλα πολλά. Με έζωσαν τα φίδια γιατί η φίλη αυτή είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστη. Ομως σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος είναι πιο ομιχλώδη από ποτέ, αρνιόμουν να το πιστέψω.

Και όμως, τα σημάδια ήταν όλα εκεί. Παραδείγματος χάριν, μια συνάδελφος που σχεδίαζε να ταξιδέψει για επαγγελματικούς και προσωπικούς λόγους στη χώρα του Τραμπ, φρόντισε προηγουμένως να «καθαρίσει» το ιστορικό της. «Δεν είχα και τίποτα το ιδιαίτερο ποστάρει, γιατί γενικώς τα διεθνή τα αποφεύγω σαν τον διάολο», μού εξήγησε. «Μόνο ένα meme έσβησα, που είχα κάνει στη διάρκεια της πανδημίας. Ενα που διακωμωδούσε τον πρόεδρο, τότε που συμβούλευε να πάρει ο κόσμος χλωρίνη για την Covid-19».

Το αποκορύφωμα –και το πιο εύκολο ρεπορτάζ της ζωής μου– ήταν ένα πρωί προ μηνός, που βρέθηκα να περιμένω σε μια μεγαλούτσικη για τα δεδομένα της εποχής ουρά σε ένα ΑΤΜ στο Κολωνάκι. Eκεί που στεκόμουν στην ουρά ενθυμούμενη μέρες του 2015, είδα δύο μέτρα πιο πίσω μια γνωστή μου κυρία, φίλη των γονιών μου. Χαιρετηθήκαμε θερμά και, χωρίς να μετακινηθώ από τη θέση μου, τη ρώτησα τι κάνει ο γιος της που ζει στη Βοστώνη με την οικογένειά του.

Αμέσως μετά σχολίασα μεγαλοφώνως: «Πολύ θα ήθελα να ήξερα τι λέει ο Σ. (ο γιος της) για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στις ΗΠΑ». «Και εγώ πολύ θα ήθελα να γνωρίζω τι σκέφτεται», μου απάντησε με νόημα εκείνη. «Τι εννοείτε; Δεν μιλάτε;» «Τέτοιες εποχές, και στο τηλέφωνο όταν μιλάς καλό είναι να προσέχεις».

Δεν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση της και δύο άνθρωποι από την ουρά πετάχτηκαν, ο ένας μετά τον άλλον, να συνεισφέρουν τη δική τους ιστορία. Μια κατηφής κυρία ήξερε κάποιον που πήγε να πάρει την Πράσινη Κάρτα για να ζήσει στις ΗΠΑ με την ελληνίδα σύντροφό του («γνωστής, μάλιστα, οικογενείας») που ζούσε ήδη εκεί, και του ζήτησαν φωτογραφίες από τα social media των τελευταίων δύο ετών που να τους δείχνουν μαζί. Eνας άλλος κύριος έλεγε για τον φίλο του που δέχtηκε στο αεροδρόμιο συστάσεις από τo ιμιγκρέισιον «να μην είναι επικριτικός με την κυβέρνηση». «Μα, εγώ είμαι ευρωπαίος πολίτης!», τόλμησε να σηκώσει κεφάλι εκείνος. «Ναι, αλλά εδώ στις ΗΠΑ ισχύουν άλλα».

Κοίταξα αποσβολωμένη την ουρά. Στους επτά οι τέσσερις είχαμε μια τραυματική ιστορία made in USA να διηγηθούμε.

Eνα λάθος meme και… πάει

Οι μαρτυρίες από όλον τον πλανήτη είχαν από καιρό αρχίσει να συσσωρεύονται και να τρομάζουν. Οπως εκείνη του γάλλου επιστήμονα που «έφαγε πόρτα» και απελάθηκε τον περασμένο Μάρτιο, όταν ταξίδεψε για συνέδριο στο Χιούστον του Τέξας ως απεσταλμένος του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS). Ο ερευνητής κατηγορήθηκε ότι είχε γράψει κείμενα που «αντανακλούν μίσος προς τον Τραμπ και μπορούν να χαρακτηριστούν ως “τρομοκρατία”».

Οπως δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο (και αναδημοσιεύθηκε από τη Le Monde), ο γάλλος υπουργός Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας, Φιλίπ Μπατίστ, «αυτό το μέτρο προφανώς ελήφθη από τις αμερικανικές αρχές επειδή το τηλέφωνο του ερευνητή περιείχε ανταλλαγές μηνυμάτων με συναδέλφους και φίλους του, στις οποίες εξέφραζε την προσωπική του άποψη για την ερευνητική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ».

«Η ελευθερία της έκφρασης», συνέχισε ο γάλλος υπουργός, «η ελευθερία της έρευνας και η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι αξίες που θα συνεχίσουμε περήφανα να υποστηρίζουμε. Θα υπερασπιστώ το δικαίωμα όλων των γάλλων ερευνητών να παραμείνουν πιστοί σε αυτές, σεβόμενοι παράλληλα τον νόμο».

Τι να πει δηλαδή και ο δύστυχος Νορβηγός στον οποίο αρνήθηκαν την είσοδο στη χώρα επειδή εντόπισαν στα κοινωνικά του δίκτυα ένα meme που παρωδούσε τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς (κοινό από καταβολής κόσμου όλων εκείνων που ρέπουν προς τον απολυταρχισμό: η έλλειψη χιούμορ). Βέβαια, η αμερικανική Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων (CBP) το αρνήθηκε. Επέμεινε ότι ο πραγματικός λόγος ήταν η «δηλωμένη» από τον τουρίστα «χρήση ναρκωτικών ουσιών». Λίγο ακόμα και θα δούμε σκηνικά α λα «Εξπρές του Μεσονυχτίου».

Ποιος θα πατήσει το πόδι του;

Από τότε πέρασε καιρός, τα «Δεν ξαναπάω Αμερική με τίποτα» πολλαπλασιάζονται, οι δε ιστορίες φρίκης ετοιμάζονται να γίνουν «επίσημα μέτρα» για τους πολίτες 42 χωρών (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) που θέλουν (ακόμη) να πατήσουν το πόδι τους στις ΗΠΑ.

Στο πλαίσιο της πολιτικής «Να διασφαλίσουμε ότι δεν θα εισέλθουν στη χώρα μας τα λάθος άτομα», ο υποψήφιος ταξιδιώτης θα καλείται σύντομα, σύμφωνα με το BBC, να δίνει τους αριθμούς τηλεφώνου και τις διευθύνσεις email που χρησιμοποίησε τα τελευταία πέντε και δέκα χρόνια αντίστοιχα, αλλά και περισσότερες πληροφορίες για την οικογένειά του (ακόμα και για δείγμα DNA κάτι πήραν τα αφτιά μου, αλλά δεν έχω το κουράγιο να ψάξω αν και αυτό είναι αλήθεια).

Στόχος, λέει, να εντοπίζονται όσοι «συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ». Αναρωτιέμαι ειλικρινώς τι θα γίνει με τους χιλιάδες επισκέπτες που θα συρρεύσουν το 2026 στη χώρα για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ανδρών (το φιλοξενούν οι ΗΠΑ μαζί με τον Καναδά και το Μεξικό), αλλά και για τους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες το 2028.

Διόλου τυχαίο ότι οι ταξιδιώτες από τη Γηραιά Ηπειρο προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν τον Μάρτιο του 2025 αισθητά σε σχέση με τον ίδιο μήνα το 2024: 12% κατά μέσο όρο· από τη δε Νορβηγία, τη Γερμανία και την Ιρλανδία η πτώση ήταν πάνω από 20% (σύμφωνα με δεδομένα της International Trade Administration, υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ). Γιατί, αλήθεια, να θέλεις να πας κάπου όπου θα νιώθεις χωρίς κανένα λόγο ένοχος; Οπου θα νομίζεις ανά πάσα στιγμή ότι περπατάς πάνω σε γυαλιά, ότι έχεις γράψει κάτι λάθος ή ότι θα ξεστομίσεις κάτι λάθος;

Με την ευκαιρία, η (προαναφερθείσα) φίλη που πήγε τελικά στην Ουάσινγκτον Ντι Σι –αφού έδωσε τους λογαριασμούς της Facebook και Instagram στην ηλεκτρονική αίτηση για την ESTA (Electronic System for Travel Authorization)– κατάφερε να… επιβιώσει. Τη συμπάθησαν, λέει, κάπως γιατί ήταν Ελληνίδα («και η Ομογένεια στηρίζει φουλ Τραμπ»). Βέβαια, την κατηγόρησαν ως «too eurocentric» («υπερβολικά ευρωκεντρική»).

Το χειρότερο, νομίζω –εκτός από το ότι δεν ανοίγει μύτη με όλα αυτά–, είναι η παραίτηση που διαγιγνώσκω πλέον και σε πολλές εγχώριες αναρτήσεις. Αλλιεύω μία που διάβασα με αφορμή τη δολοφονία του σκηνοθέτη Ρομπ Ράινερ και της συζύγου του: «Ο Τραμπ έχει βαρέσει πια μπιέλες για να φτάσει να μιλάει έτσι για δύο ανθρώπους που δολοφονήθηκαν από το ίδιο τους το παιδί. Τα γράφω αυτά, βέβαια, εκ του ασφαλούς, γιατί δεν σκοπεύω να πατήσω πόδι στις ΗΠΑ».

Το μόνο που απεύχεται κανείς είναι να συμβεί κάτι που θα τον κάνει να νοσταλγήσει τρελά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν μπορεί, ο καθένας όλο και κάποια «αδυναμία» θα έχει. Κάτι που θα τον κάνει να ξεχνάει προς στιγμήν τα αυξανόμενα δεινά της δεύτερης θητείας.

Για μένα προσωπικά είναι το skyline της Νέας Υόρκης έτσι όπως αναδύεται μέσα στο σούρουπο, λίγες αναμνήσεις, σελίδες και κάδρα από βιβλία και ταινίες, κάποιοι φίλοι που ζουν διάσπαρτοι στις ΗΠΑ.

Και βέβαια, η αγάπη που μού κληροδότησε για τη χώρα αυτή ο πατέρας μου, που σπούδασε και δούλεψε εκεί ως γιατρός τη δεκαετία του ’50, όταν πρόεδρος ήταν ο Αϊζενχάουερ και στα σινεμά πρωτοαντίκριζες τον Τζέιμς Ντιν.

Τότε που, όπως μου έλεγε, εξιδανικεύοντας αναμφίβολα, αλλά και με τον πραγματισμό κάποιου που έχει ανδρωθεί στην Κατοχή: «Aν εργαζόσουν σκληρά, σε σέβονταν από όπου και να κρατούσε η σκούφια σου».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...