1066
Η Εμανουέλ Ριβά στην ταινία «Amour». Μία συγκλονιστική ταινία του Μάικλ Χάνεκε για τον θάνατο, την ανημποριά και την αξιοπρέπεια | CreativeProtagon/Les Films du Losange

Κάνοντας babysitting στη μαμά μου

Η Εμανουέλ Ριβά στην ταινία «Amour». Μία συγκλονιστική ταινία του Μάικλ Χάνεκε για τον θάνατο, την ανημποριά και την αξιοπρέπεια
|CreativeProtagon/Les Films du Losange

Κάνοντας babysitting στη μαμά μου

Περπατώ με τη μητέρα μου στη Λεωφόρο της Κολάσεως για την τρίτη ηλικία, τη σπαρμένη σαμπανιέρες και τραπεζοκαθίσματα οδό Καψάλη στο Κολωνάκι. Σε ένα από τα απανωτά ζιγκ-ζαγκ στο πεζοδρόμιο συναντάμε τον γιο ενός αγαπημένου οικογενειακού φίλου. «Ο πατέρας μου μπήκε στο γηροκομείο», μας πληροφορεί χαμογελαστά. «Είναι πολύ ευχαριστημένος», σπεύδει να εξηγήσει, μπροστά στα ελαφρώς σκοτεινιασμένα βλέμματά μας. «Εγώ τρέχω όλη μέρα με τα παιδιά και τη δουλειά. Ο Σπύρος και η Χρύσα (τα αδέλφια του) το ίδιο. Ηταν η πιο καλή… Ηταν η μόνη λύση».

Είναι η σιωπηλή επιδημία των τελευταίων ετών. Ασθμαίνοντα, κατά κανόνα 40+ μεσήλικα τέκνα σε απόγνωση για τη μαμά ή τον μπαμπά που βρίσκεται σε προκεχωρημένη ηλικία και έσπασε το ισχίο/έπαθε άνοια/αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί/νιώθει σα να χάνει όλα του τα φύλλα (όπως σπαρακτικά το εξέφρασε ο Αντονι Χόπκινς στο φιλμ «Ο πατέρας» του Φλοριάν Ζελέρ). Δεν έχουν σταματημό τα μηνύματα στο messenger από γνωστούς και φίλους: «Ξέρεις καμια καλή “γυναίκα;”», «Ψάχνω για μια αποκλειστική για δέκα μέρες, μέχρι να επιστρέψω», «Εχεις ακούσει κανέναν ειδικό για την οστεοπόρωση;».

Είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες της ζωής (αν είσαι, φυσικά, από τους τυχερούς): η φθορά και το επικείμενο τέλος του ανθρώπου που σε ανάστησε. Και όμως, τίποτα και κανείς δεν σε προετοιμάζει γι’ αυτό. Για τον μόχθο, το οικονομικό άγχος, τα logistics και την υπαρξιακή αγωνία τού να φροντίζεις τον ηλικιωμένο γονιό σου. Tίποτα εκτός από τις διάφορες, συχνά φρικώδεις, μακριά-από-εμάς ιστορίες «παθόντων» που, όσο το προσδόκιμο ζωής επιμηκύνεται με το ζόρι («η ανηθικότητα της σύγχρονης ιατρικής», μου λέει μαινόμενος ένας γιατρός) και όσο το κράτος πρόνοιας για τους ηλικιωμένους παραμένει ανύπαρκτο, διαρκώς πολλαπλασιάζονται.

Είναι ο φίλος που, μετά από κάποια χρόνια ταλαιπωρίας με τη μητέρα του, αναγκάστηκε να τη «βάλει» στο γηροκομείο και ζει έκτοτε με τις ενοχές του ότι δεν ήταν «άξιος» να τη φροντίσει. Είναι η μεσήλικη κόρη στην απέναντι πολυκατοικία που, χωρίς ίχνος βαρυγκόμιας, «κράτησε» επτά χρόνια την ανοϊκή μητέρα της στο σπίτι μαζί με τον άνδρα της, δύο εφήβους και έναν σκύλο («Με καθησύχαζε που κάθε πρωί άνοιγα την πόρτα και την έβλεπα, και ας ήξερα ότι δεν είχε ιδέα ποια ήμουν»). Είναι η συνάδελφος  που ψάχνει μαζί με τα αδέλφια της ένα «μοντέλο διαφυγής» προκειμένου να «σώσουν» την 77χρονη μητέρα που ζει στα όρια της τρέλας, γιατροπορεύοντας όλη μέρα και όλη νύχτα τον 90χρονο, «συχνά επιθετικό», πατέρα τους.

Η οδύσσεια του τέκνου-φροντιστή

Ούτε καν σου περνάει από το μυαλό τι σε περιμένει σε αυτό το σκληρό μονόπρακτο –με τις εβδομαδιαίες θήκες χαπιών και τις πάνες ενηλίκων– που, ό,τι και να κάνεις, δεν θα έχει χάπι έντ. Είναι πολλά τα ζητήματα. Από τα πιο συνήθη, η οδύσσεια για την ανεύρεση της  «γυναίκας» εμπιστοσύνης που δεν θα «κακομάθει» και δεν θα φτάσει να σε εκβιάζει να της γράψεις ένα διαμερισματάκι για να μη σε αφήσει σύξυλο. Ή η ανάγκη να ανταπεξέλθεις ταυτόχρονα σε δεκάδες υποχρεώσεις, ειδικά αν ανήκεις στην περίφημη «γενιά σάντουιτς» (οι έχοντες, ταυτόχρονα με τους ηλικιωμένους γονείς, και μικρά παιδιά). Είναι, ακόμα, η οικονομική αφαίμαξη, όποιον δρόμο και αν ακολουθήσεις.

Να σημειωθεί εδώ ότι η κατ’ οίκον φροντίδα προβάλλεται συχνά ως η μοναδική λύση σε αυτό το μεσογειακό οικογενειακό μοντέλο με τις  υποστελεχωμένες ή και «ύποπτες» μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων (για πολλούς, δυστυχώς, ο «οίκος ευγηρίας» έχει ταυτιστεί με τα «κολαστήρια» της εποχής Covid-19).

«Ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο σε όλη αυτή την ιστορία», μου λέει οργισμένη μια γιατρός με τρία παιδιά και δύο ογδοντάρηδες γονείς. «Ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να έχει επιλογές, να έχει ο ίδιος λόγο στο πώς θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά και πώς  θα πεθάνει. Υπάρχουν κάποια καλά κέντρα που τους παρέχουν, μεταξύ άλλων, κοινωνικοποίηση. Η επαφή με τους συνομηλίκους τους μπορεί να είναι πολύ καλύτερη από τον εγκλεισμό στο σπίτι με μια “γυναίκα”. Δεν είναι μόνο οικονομικοί οι λόγοι που δεν το επιλέγουμε. Είναι το ελληνικό σύνδρομο “Να μείνει στο σπίτι και να πεθάνουμε όλοι μαζί”. Από την κόπωση!»

Νοσηλεία  και αψιμαχίες στο σπίτι

Τίποτα, βέβαια, δεν σε προετοιμάζει και για τον υπαρξιακό ανεμοστρόβιλο που θα βιώσεις φροντίζοντας έναν ηλικιωμένο γονιό. Τις σουβλιές για την αδυναμία σου να «νταντέψεις» σωστά και χωρίς να σιχτιρίζεις τον άνθρωπο που σε μεγάλωσε, και να αποδεχτείς ότι από εδώ και εμπρός, όχι, δεν θα είναι αυτός που ήταν. Ή το άγχος για τον έτερο γονιό, αν υπάρχει.

Μια απαυδισμένη κόρη μού μιλάει για την επιδημία γυναικών τρίτης ηλικίας που φροντίζουν μέχρι και 15 χρόνια τους γηραιότερους συζύγους τους: «Είναι αυτή η παλιά γενιά της αυτοθυσίας. Γνωρίζω μια τέτοια γυναίκα που το μόνο που κάνει για τον εαυτό της είναι να κεντάει δίπλα από το κρεβάτι του. Οι περισσότερες που ξέρω τη βγάζουν με αντικαταθλιπτικά».

Αλλά και για την απύθμενη μοναξιά, αν τυγχάνεις μοναχοπαίδι (ή αν ο αδελφός σου είναι σε κάποιο μακρινό μέρος του πλανήτη και δεν θα είναι εκείνος που θα τρέξει όταν ο πατέρας βρεθεί πεσμένος στο πάτωμα με αίματα στο κεφάλι). Ή τις αψιμαχίες για τον καταμερισμό των ευθυνών ανάμεσα στα αδέλφια (εξ όσων αφουγκράζομαι, οι ρόλοι είναι σχεδόν προκαθορισμένοι: o «ιερομάρτυρας», ο «ευθυνόφοβος», ο «κυνικός», ο «εγώ, ο πιο καλός ο φροντιστής από όλους», ο «δεν το αντέχω όλο αυτό, τριαλαρί, τριαλαρό» κ.τλ.)

Και βέβαια, σε όλο αυτό το υπέροχο πακέτο που σου επιφυλάσσει το εγχώριο μοντέλο στήριξης των ηλικιωμένων, δεν πρέπει να ξεχνάς τα  σκαμπίλια της δικής σου θνητότητας. «Μέχρι σήμερα ένιωθα νέος… Με το που μπήκε ο πατέρας μου τρεις μέρες στο νοσοκομείο ένιωσα για πρώτη φορά ότι είμαι 48 ετών», μου έλεγε τις προάλλες ένας φίλος.

Το πρόβλημα χωρίς  όνομα

Δεν είναι τυχαίο ότι το να είσαι «ερασιτέχνης» φροντιστής ηλικιωμένου είναι από μόνο του υψηλός παράγοντας κινδύνου για επιβαρυμένη σωματική και ψυχική υγεία, οικονομικά προβλήματα, δυσκολίες στην εργασία ή στην προσωπική σου ζωή. Πριν από κάμποσα χρόνια, ο δημοσιογράφος Τζόναθαν Ράους είχε περιγράψει στο «Atlantic» αυτό «το πρόβλημα που δεν έχει όνομα» (ο όρος «δανεικός» από το βιβλίο «Το γυναικείο μυστήριο», της Μπέτι Φρίνταν). Η Φρίνταν μιλούσε το 1963 για την «ενδημική μοναξιά και πλήξη της νοικοκυράς». Ο συντάκτης του Atlantic χρησιμοποιεί τον όρο για τα εκατομμύρια των μεσηλίκων στις ΗΠΑ που παλεύουν, αόρατοι και αβοήθητοι, να στηρίξουν τον μπαμπά ή τη μαμά στο γέρμα της ζωής τους.

Και στη σούπερ γερασμένη σημερινή Ελλάδα (με τους 139.296 «πολύ ηλικιωμένους», δηλαδή άνω των 90 ετών) «το πρόβλημα χωρίς όνομα» συνεχίζει να μαίνεται. Είναι επιτακτική ανάγκη η Πολιτεία να θωρακίσει τον χώρο της φροντίδας των ατόμων τρίτης και τέταρτης ηλικίας, εξασφαλίζοντάς τους γεράματα με ποιότητα ζωής και αξιοπρέπεια. Με τα παιδιά τους στο πλάι τους και όχι αγκαλιά με την «πάπια».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...