736
| Shutterstock/ CreativeProtagon

Η εκδίκηση της ομπρέλας

|Shutterstock/ CreativeProtagon

Η εκδίκηση της ομπρέλας

Οι μισοί Έλληνες δεν μπορούν να αντέξουν ούτε μία εβδομάδα διακοπές. Τάδε έφη Eurostat και δεν το είπε έχοντας ως αφετηρία τους δημοφιλείς προορισμούς της χώρας. Ο Ελληνας δυσκολεύεται να πάει οπουδήποτε, το πορτοφόλι του έχει στενέψει ακόμα και για μια βδομάδα σε λιγότερο τουριστικά μέρη.

Διαβάζοντας την είδηση καταλαβαίνεις και γιατί το διαδίκτυο έχει γεμίσει άδειες, οργανωμένες παραλίες. Τα βίντεο διαδέχονται το ένα το άλλο και αποτυπώνουν εκείνο που είναι λογικό και επόμενο με τέτοια οικονομική στενότητα: Ο Ελληνας δεν έχει να πληρώσει ούτε για ξαπλώστρα.

Και πώς να έχει; Και τα πολύ ακριβά να αποφύγει, εκεί όπου η ξαπλώστρα έχει όσο μια διαμονή σε πεντάστερο ξενοδοχείο, η μέση ελάχιστη χρέωση σε αρκετά σημεία της χώρας είναι εξίσου απαγορευτική για την πλειοψηφία. Και το φτηνό να βρεις, που υπάρχει, δηλαδή τέσσερα και πέντε ευρώ, επίσης δεν μπορείς να το αντέξεις σε διάρκεια.

Τί κάνεις, λοιπόν, προκειμένου να βρέξεις το κορμί σου στην θάλασσα; Παίρνεις την ομπρελίτσα σου και βρίσκεις δύο τετραγωνικά να κάτσεις δίπλα στις οργανωμένες παραλίες, αφήνοντας τις ξαπλώστρες τους άδειες.

Το φαινόμενο «επιστροφή στην ομπρέλα» το βλέπεις να παρελαύνει στα κοινωνικά δίκτυα με λεζάντες όπως «Ψάξτε τώρα να βρείτε πελάτες» και «Μείνετε με τις ακριβές σας ξαπλώστρες στο χέρι». Οι χρήστες τραβούν πλάνα από έρημες επιχειρήσεις και ευχαριστιούνται την αναδουλειά τους: «12 η ώρα το μεσημέρι και δεν έχει ψυχή, βάλτε λίγο πιο ακριβά τις ξαπλώστρες να δούμε κάτι», λέει γελώντας σαρδόνια ο λουόμενος tiktokεράς και γυρνώντας την κάμερα από την άλλη, δείχνει την άλλη μεριά της παραλίας που έχει γεμίσει λουόμενους και ομπρέλες.

Ενα ρεπορτάζ εκδικητικής παρατήρησης που ο κόσμος απολαμβάνει να κάνει, σε ένα πεδίο που τον πονάει, τις διακοπές του. Τα μπάνια του. Τα μπάνια του λαού, αυτό το καλοκαιρινό προνόμιο που ήταν για όλους, το είδαμε σταδιακά να μετατρέπεται σε προνόμιο των λίγων.

Από τη μια, η τουριστική ανάπτυξη ανέβασε το κόστος σε όλα και από την άλλη ήρθε η ακρίβεια. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα και στη μέση η θάλασσα που μετατράπηκε σε προϊόν το οποίο εσύ, ο ντόπιος, δυσκολεύεσαι να πλησιάσεις.

Είδες και αποείδες και τότε, θυμήθηκες την ομπρέλα θαλάσσης. Εκείνη που βαριόσουν να πάρεις γιατί «πού να κουβαλάς» και «πού να χώνεις τώρα καντάρια στην άμμο». Θυμήθηκες και τα ψυγειάκια, τα ταπεράκια, τα θερμός, όλα όσα σου παρέχουν τα απαιτούμενα για το μπάνιο σου. Αρχισες να δημιουργείς εσύ τις ανέσεις σου. Απλώς δεν έχεις τις υπηρεσίες, την έξωθεν περιποίηση, το «γεια σας, τί να σας φέρω;».

Και να τες πάλι οι παραλίες γεμάτες με ομπρέλες. Κοντές, ψηλές, χρωματιστές, μονόχρωμες, ομπρέλες ρετρό και άλλες μοντέρνες, συστήματα σκίασης που χωρούν από κάτω ολόκληρες παρέες. Να τος πάλι ο Έλληνας να καταφτάνει στην παραλία φορτωμένος όπως οι προγονοί του, με το ταπεράκι κεφτεδάκια που άλλοτε κορόιδευε και τα κοντάρια παραμάσχαλα.

«Πώς να στερεώσω καλά την ομπρέλα στην άμμο; » ρωτάει έντρομος ο νεαρός τον φίλο του. «Πού να ξέρω ρε;» απαντάει ο άλλος. Χάνονται και οι δύο στην οθόνη του κινητού διαβάζοντας τις οδηγίες του AI.

Ενας παππούς παραδίπλα, με την ομπρέλα του μπετόν αρμέ μπηγμένη στην άμμο, τους βλέπει να παιδεύονται και σχολιάζει ειρωνικά στη γυναίκα του. «Ούτε μία ομπρέλα δεν ξέρουν να βάλουν τα χαϊβάνια». «Σήκω να βοηθήσεις τα παιδιά», τον μαλώνει εκείνη που έχει βαρεθεί τον ξερόλα άντρα της και η ικανότητά του να βάζει καλά ομπρέλες στην άμμο δεν της λέει πια τίποτα.

Οι γενιές αλλάζουν, αλλά η ζωή κάνει κύκλους. Διανύει τεράστιες αποστάσεις για να καταλήξει πάλι στο ίδιο σημείο. Η ομπρέλα θαλάσσης κύλησε στο χρόνο και από το πορτ μπαγκάζ του Σκαραβαίου και του Fiat 500 των παππούδων μας βρέθηκε στα δικά μας αμάξια, να πηγαίνει στα τρέντι μέρη που προτιμάμε και να κατακλύζει την παραλία δίπλα στις οργανωμένες πλαζ.

Η μισή Ελλάδα βρέθηκε πάλι κάτω από μια ομπρέλα. Να παλεύει μαζί της, να αγχώνεται μην την πάρει ο αέρας, να βαριέται να τη βάζει και να τη βγάζει, να την ψάχνει απεγνωσμένα στα μικρά μάρκετ της επαρχίας όπου παραθερίζει.

«Μια τελευταία έμεινε», λέει η πωλήτρια στο ζευγάρι μπροστά μου και τους δίνει μια ομπρέλα θαλάσσης με λαχούρια. Είναι τριαντάρηδες και φανταχτεροί, με όλες τις τάσεις του Διαδικτύου πάνω τους. Από αυτούς που φαντάζεσαι να κάθονται πάνω σε μαξιλάρες και κάτω από μοντέρνες τέντες με κρόσσια, σε κάποιο beach bar όπου ο ήχος του κύματος μπερδεύεται με τα μπιτ του ηχείου.

Δεν τους φαντάζεσαι να κάθονται κάτω από μια ομπρέλα θαλάσσης με λαχούρια. Θα κάτσουν, όμως. Και κάποιος παλιός από δίπλα θα τους βοηθήσει να την μπήξουν στην άμμο.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...