Απελευθέρωση σε ερείπια
Απελευθέρωση σε ερείπια
Και άρχισε η εκεχειρία. «Την πρώτη μέρα θα αφεθούν τρεις όμηροι». Τρία κορίτσια. Τρία κορίτσια που μια μέρα ξεκίνησαν για ένα πάρτι. Θα διάλεγαν τι θα φορέσουν, αν θα είναι «εκείνος» εκεί, πώς να χτενίσουν τα μαλλιά τους, με την αγωνία να τα αφήσουν κάτω ή να τα πιάσουν, θα είχαν την έξαψη των νέων. Θα μετρούσαν τον χρόνο, όπως τον μετράνε και δεν τον μετράνε οι νέοι.
Ανυπόμονα για πολλά και βραδυκίνητα για άλλα τόσα. Και βρέθηκαν όμηροι. Βρέθηκαν εμπόρευμα. Ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους εμπόρευμα. Και άρχισαν όλα: 470 ημέρες, 15 μήνες πολέμου. «Μεταξύ των Ισραηλινών είναι και ο Κφιρ Μπίμπας, που σήμερα είναι δύο ετών, και ο αδελφός του Αριέλ, που είναι πέντε ετών. Είναι μαζί με τη μητέρα τους, Σίρι, 33 ετών».
Τους κλαίω αστραπιαία, περισσότερο αυτούς, έτσι όπως τους διαβάζω ανάμεσα σε άλλους τριάντα τρεις, που βλέπω φωτογραφίες τους, με τίτλο «Αυτοί που θα αφεθούν ελεύθεροι». Μετά τρομάζω από τύψεις. Φρικτά τρομάζω από τον εαυτό μου. Πώς μπόρεσα και όλα τα συναισθήματα τόσων ομήρων τα ξεπέταξα σε αυτό το γρήγορο casting της ματιάς μου και έβγαλα «νικητή» πόνου; Ανθρωποι, μωρέ!
Γιατί μπερδεύτηκα έτσι; Ενας ανακατεμένος πόνος. Ακόμα και για αυτά τα δύο μικρά παιδάκια, την ίδια ώρα που τα συμπόνεσε η ψυχή μου παρεμβλήθηκαν εικόνες από ένα σωρό παιδιά της άλλης πλευράς. Ετούτα είχαν τη μαμά τους μαζί. Υπάρχουν πολλά, πολλά, πολλά παιδιά ορφανά πια. Ανάπηρα. Που δεν έχουν κανέναν να παρηγορήσει το κλάμα τους. Πώς θα τα βγάλει πέρα η ψυχή τους;
Πόσο εύκολο θα είναι εργαλεία να αναπαράγουν μίσος στο μίσος. Θα βρεθούν άνθρωποι να τους βαδίσουν σε μονοπάτι αγάπης; Και πόσα νεκρά! Γιατί, όμως, μπήκα σε συγκρίσεις; Πώς μου το επιτρέπω; Πώς ύπουλα εισχώρησαν μέσα μου και μου «απλώνουν» την εικόνα; Με βάζουν σε πολιτικές αναλύσεις. Αν πιάσω κλωστή να μοιράσω δίκιο και άδικο, πού θα φτάσω; Εργαλεία κατάντησαν τους ανθρώπους, εκατέρωθεν. Επικαλύψεις συμφερόντων. Επιχωματώσεις.
«Τώρα θα πέσουν λεφτά πολλά», διατείνονται. Ντρέπεσαι και να το ακούς. Ντρέπεσαι και να το ακούς! Μελετάω εικόνες. Με ματώνει εκείνο το πλήθος που επιστρέφει σε ερείπια. Ερείπια όλη η γη τους. Μα είναι σπίτι τους. Σπίτι τους. Τι απροσδιόριστη έννοια το Σπίτι για τον άνθρωπο! Δεν χωράει σε λόγο. Κάποτε, είχα ακούσει έναν άνδρα να λέει σε μια γυναίκα «Είσαι το σπίτι μου».
Τι απροσδιόριστη, μα απολύτως ψυχής προσδιορισμένη έννοια το σπίτι για τον άνθρωπο! Ακόμα και στα ερείπια μυρίζει η ψυχή τους σαν σκύλος το σπίτι. Τους βλέπω… Πλήθος ανθρώπων να επιστρέφουν. Τις βλέπω… Τρεις γυναίκες-κορίτσια να επιστρέφουν… Δύο πλευρές στα σπίτια τους. Δεν πάτε στον διάολο, μωρέ! Που θα με χωρίσετε σε «πλευρές»; Η συνείδησή μου με καθοδηγεί να κλάψω τον κάθε άνθρωπο. Οχι σαν υπεκφυγή αλλά ως συνείδηση.
Τον κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως πλευράς. Το κάθε εργαλείο, εκατέρωθεν. Ετσι όπως ανοίγει τα χέρια και χώνεται σε αγκαλιά! Η αγκαλιά είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων μας. Τα ανοιγμένα χέρια που μαγνητίζονται από τη ζέστα του απέναντι. Δικού του. Δικού του ανθρώπου! Και σφίγγονται, σφίγγονται, σφίγγονται. Και όταν ξεκολλάνε έχουν πάρει όλη τη δύναμη του κόσμου όλου. Την αληθινή ανάσα δεν την παίρνει ο άνθρωπος από τη μύτη, την παίρνει από την αγκαλιά. Πόσοι ακόμα… Πόσο ακόμα;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
