773
H κυβέρνηση ζητεί από το 70% των πολιτών που δηλώνει πιεσμένο να παραδειγματιστεί με το ζόρι από το ανέμελο ζευγάρι της φωτογραφίας | Shutterstock

Γιατί το «ευτυχείτε» της κυβέρνησης είναι μυωπικό

Αλέκος Παπαναστασίου Αλέκος Παπαναστασίου 12 Οκτωβρίου 2025, 19:14
H κυβέρνηση ζητεί από το 70% των πολιτών που δηλώνει πιεσμένο να παραδειγματιστεί με το ζόρι από το ανέμελο ζευγάρι της φωτογραφίας
|Shutterstock

Γιατί το «ευτυχείτε» της κυβέρνησης είναι μυωπικό

Αλέκος Παπαναστασίου Αλέκος Παπαναστασίου 12 Οκτωβρίου 2025, 19:14

Αυτό ήταν ωραία τακτική στην αρχή. Τον Ιούλιο του 2019 η ΝΔ εξελέγη με το σύνθημα «Για μια καλύτερη ζωή». Οι πολίτες ήταν εξουθενωμένοι μετά από δέκα χρόνια μνημονίων, υπερφορολόγησης και περικοπών. Ο κόσμος χρειαζόταν μια ένεση αισιοδοξίας, να πιστέψει ότι κάτι αλλάζει. Και όντως, μετά τις πρώτες μειώσεις φόρων (ΕΝΦΙΑ κ.λπ.) και την ομοψυχία κατά το πρώτο lockdown της πανδημίας –όταν η έγκαιρη απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη έφερε την Ελλάδα στις χώρες με την καλύτερη αντίδραση στην Covid-19– συνέβη η αλλαγή στο κλίμα. Ξαφνικά, μετά από δέκα χρόνια που τρώγαμε σφαλιάρες ως το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, ακούσαμε για πρώτη φορά καλά λόγια για κάτι που πετύχαμε όλοι μαζί μένοντας στα σπίτια μας.

Τα πράγματα άλλαξαν με το δεύτερο και τρίτο κύμα της πανδημίας, όταν φάνηκε η «γύμνια» των περιφερειακών νοσοκομείων. Και πάλι, όμως, η υποδειγματική οργάνωση των εμβολιασμών έδειχνε ότι υπάρχει κάτι νέο στον τρόπο που λειτουργεί το κράτος και ότι το νέο μπορεί να νικήσει το παλιό.

Το πρόβλημα όμως στη χώρα είναι ότι το παλιό αντιστέκεται. Είναι επίμονο. Και αυτό που ονομάζουμε «αθάνατη Ελλάδα» στην κρατική μηχανή έχει εκδικηθεί ουκ ολίγους πρωθυπουργούς, ιδίως μετά τα πρώτα χρόνια της θητείας τους. Στην περίπτωση του Μητσοτάκη συνέβη με τα Τέμπη και τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Αν συνυπολογίσει κανείς τις ευθύνες της κυβέρνησης για τις δύο αυτές υποθέσεις (σύμβαση 717, απουσία ελέγχου των επιδοτήσεων) και την αργή πρόοδο στη δημόσια Υγεία και στην Παιδεία, εξηγείται το πώς η αρχική αισιοδοξία ότι «κάτι μπορεί να αλλάξει» παραχώρησε πολύ χώρο στο «τίποτα τελικά δεν αλλάζει». Στο νέο κύμα απογοήτευσης για τη χώρα, το οποίο εκφράζει σήμερα ένα ποσοστό άνω του 70% των πολιτών στις μετρήσεις κοινής γνώμης.

Μέχρι τις εκλογές του 2023, με την αντιπολίτευση του Τσίπρα που εξαντλούσε τη στρατηγική της σε ανοιχτές ή κεκαλυμμένες ύβρεις και ψεύδη («ύφεση Μητσοτάκη» η παγκόσμια ύφεση της πανδημίας, «#ΝΔ_Παιδεραστές» κ.ο.κ.), η βελτίωση που έφερε η κυβέρνηση οδήγησε σε εκλογικό θρίαμβο.

Ποιος θα περίμενε, ωστόσο, ότι η μυωπική τακτική του Τσίπρα –που συσπείρωνε μόνο τους δικούς του και τελικά έχασε ακόμη και αυτούς, πέφτοντας στο 17%– θα «μετανάστευε» στο κυβερνητικό στρατόπεδο; Στην τακτική τού «ευτυχείτε», που θεωρεί κριτήριο τις απόψεις που εκφράζονται στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ και απευθύνεται σε πεπεισμένους. Σε όσους δηλαδή ήδη ευτυχούν και αποτελούν ένα τμήμα της μεσαίας και κυρίως της ανώτερης τάξης. Η τακτική, δε, αυτή ξεδιπλώνεται και εντείνεται αφότου η ΝΔ έχει ήδη υποχωρήσει από το 41% στο 28% στις ευρωεκλογές του 2024 και σήμερα λαμβάνει 24% στην πρόθεση ψήφου των δημοσκοπήσεων. Τη στιγμή δηλαδή που έχει περισσότερο ανάγκη να ανοίξει την περίμετρο.

Αντί για αυτό, και εν μέσω μιας σοβαρής κρίσης του κόστους ζωής, τα «ρόδινα ακρογιάλια», που χαροποιούν τους πεπεισμένους υποστηρικτές της ΝΔ, συνεχίζουν να απωθούν τους υπόλοιπους. Αλλά και να μειώνουν την απήχηση των ανακοινωμένων μέτρων όπως οι φοροελαφρύνσεις της ΔΕΘ, που δεν κούνησαν τη βελόνα στις δημοσκοπήσεις. Η βιωμένη αισιοδοξία του 2020, το 2025 έχει δώσει τη θέση της στην επικοινωνία μιας πλαστικοποιημένης αισιοδοξίας, που παραπέμπει στα κλισέ των CEO τη δεκαετίας του 1990. Και κυρίως μοιάζει απολίτικη.

Γιατί άραγε δεν έχει νόημα να επικοινωνεί η κυβέρνηση ως καθημερινό της στίγμα τους επαίνους των ξένων ειδικών ή του ΣΕΒ, ξανά και ξανά, παρότι τα στοιχεία είναι υπαρκτά και δανειζόμαστε φτηνότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία; Το έχει εξηγήσει σε ένα προφητικό άρθρο του στους Times του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 2024 ένας έμπειρος επικοινωνιολόγος, ο αμερικανός Σταν Γκρίνμπεργκ (έχει συνεργαστεί και με την ελληνική κυβέρνηση). Το άρθρο του απευθυνόταν στον Μπάιντεν, ο οποίος υποτιμούσε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και επέμενε στους δείκτες, για να του επισημάνει ο Γκρίνμπεργκ ότι εκείνη η τακτική οδηγούσε σε ήττα.

Ο Γκρίνμπεργκ τόνιζε, λοιπόν, το 2024 ότι ο Μπάιντεν «πρέπει να ξαναβρεί τον “blue-collar Joe” (όρος που περιγράφει την εργατική τάξη και ευρύτερα τους μη προνομιούχους των ΗΠΑ) και να ξεφύγει από τη φούσκα της ελίτ». Και προειδοποιούσε ότι ο Τραμπ «έχει (καταφέρει να) δείξει ότι καταλαβαίνει πόσο θυμωμένος είναι ο κόσμος για την εκτόξευση των τιμών και για τις ελίτ που γίνονται πλουσιότερες».

Σημειώνεται ότι ο πολύπειρος πολιτικός επιστήμονας συνδέεται εδώ και δεκαετίες με τους Δημοκρατικούς και ουδόλως θεωρούσε λύση τον Τραμπ· απλώς χτυπούσε το καμπανάκι. Και αποδείχθηκε, λίγους μήνες αργότερα, ότι είχε δίκιο, καθώς στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2024 οι Δημοκρατικοί συνετρίβησαν από τον Τραμπ.

Βεβαίως, οι Δημοκρατικοί είχαν αντίπαλο: το φαινόμενο Ντόναλντ Τραμπ. Στην Ελλάδα, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, που προηγείται εδώ και δέκα χρόνια στις δημοσκοπήσεις και έχει κερδίσει τρεις εθνικές εκλογές, δεν έχει απέναντί της ένα πρόσωπο που αποτελεί αντίπαλον δέος. Εχει όμως απέναντί της ένα 70% των πολιτών που δηλώνει απογοητευμένο. Και αντί να το προσεγγίσει, μοιάζει να θέλει να το εκνευρίσει, παρουσιάζοντας μια εικόνα ευημερίας που δεν τη βιώνει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...