Μάικλ Σαντέλ: «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να είναι “πολίτες του πουθενά”»
Μάικλ Σαντέλ: «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να είναι “πολίτες του πουθενά”»
Ο Μάικλ Σαντέλ είναι ένας από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς πολιτικούς στοχαστές των καιρών μας, ένας «ροκ σταρ» της διανόησης, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ.
Τα γραπτά του –περί δικαιοσύνης, ηθικής, δημοκρατίας και αγορών– έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Ο κύκλος μαθημάτων του με τίτλο «Δικαιοσύνη» είναι ο πρώτος κύκλος μαθημάτων του κορυφαίου αμερικανικού πανεπιστημίου που διατέθηκε δωρεάν στο διαδίκτυο και στην τηλεόραση, με δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο να τον παρακολουθούν.
Συνομιλώντας με τον Φραντσέσκο Μπέι της Repubblica (ενόψει της συμμετοχής του σε μια διάλεξη με θέμα την έννοια της ισότητας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης) ο Μάικλ Σαντέλ ανέλυσε την κρίση της (Κεντρο)αριστεράς στη Δύση, προτείνοντας διεξόδους από τον αυταρχικό λαϊκισμό. Οπως συνοψίζει ο ιταλός δημοσιογράφος, η διάγνωση του Σαντέλ είναι τόσο σαφής όσο και άβολη: για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, η Κεντροαριστερά πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει και να διορθώσει τα λάθη της, αλλά και να ανακαλύψει ξανά την αξία της εθνικής κοινότητας.
«Παρατηρείται ένα παράδοξο στη σύγχρονη Δύση: δισεκατομμυριούχοι όπως ο Μασκ και ο Τραμπ φαίνεται να έχουν καταστεί πρωτεργάτες της μάχης κατά των ελίτ. Πώς είναι δυνατόν αυτό;», τον ρώτησε καταρχάς ο Φραντσέσκο Μπέι. «Μοιάζει αντιφατικό το γεγονός ότι εξαιρετικά πλούσιοι άνθρωποι, όπως ο Τραμπ, μπορούν να παρουσιάζονται ως αουτσάιντερ που εναντιώνονται στην ελίτ», αναγνώρισε ο Σαντέλ.
«Για να το κατανοήσουμε, θα πρέπει να εξετάσουμε τις τελευταίες δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και τις αυξανόμενες ανισότητες που προέκυψαν. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο η οικονομική ανισότητα, αλλά –και αυτό είναι κρίσιμο– και η ανισότητα από άποψη κοινωνικής αντίληψης, από άποψη σεβασμού. Οπως εξηγώ στο βιβλίο μου “Η Τυραννία της Αξίας”, η απάντηση που προσέφεραν τα κυρίαρχα κόμματα στην αυξανόμενη ανισότητα ήταν η εξής: “Αν θέλεις να είσαι ανταγωνιστικός και να κερδίζεις στην παγκόσμια οικονομία, πήγαινε στο πανεπιστήμιο. Ο,τι καταφέρνεις, εξαρτάται από εσένα”. Αυτό το μήνυμα ενείχε έναν κρυφό δηλητηριώδη υπαινιγμό: “Αν δεν τα καταφέρεις, είναι δικό σου λάθος”», εξήγησε ο αμερικανός στοχαστής.
Σημαίνει, άρα, αυτό πως η (υποστηριζόμενη και από κεντροαριστερές δυνάμεις) αξιοκρατία δημιούργησε μια νέα μορφή κοινωνικής ταπείνωσης; «Ακριβώς. Αυτό το αφήγημα έχει προκαλέσει βαθιά δυσαρέσκεια, όχι μόνο εναντίον όσων πλούτισαν υπερβολικά, αλλά και εναντίον των ελίτ που προωθούσαν μια απατηλή υπόσχεση: ότι η απάντηση στις απώλειες θέσεων εργασίας και στη στασιμότητα των μισθών ήταν απλώς το “βελτίωσε τον εαυτό σου αποκτώντας πτυχίο πανεπιστημίου”», απάντησε ο Σαντέλ.
«Κατά συνέπεια, το βαθύτερο χάσμα στην πολιτική σήμερα είναι μεταξύ εκείνων που έχουν και εκείνων που δεν έχουν πτυχίο πανεπιστημίου. Το διαπιστώσαμε αυτό μέσω της ψήφου υπέρ του Τραμπ, υπέρ του Brexit, αλλά και στις ιταλικές εκλογές [υπέρ των ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας]», πρόσθεσε.
Από αυτήν την άποψη η περίπτωση των δασμών είναι χαρακτηριστική: όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι βλάπτουν την εργατική τάξη μέσω του πληθωρισμού, ωστόσο πολλοί τους υποστηρίζουν επειδή δίνεται έμφαση περισσότερο στην εργασία τους παρά σε φθηνά αγαθά από το εξωτερικό. «Πώς μπορούμε ξεφεύγουμε από αυτή την παγίδα;», ρώτησε ο ιταλός δημοσιογράφος.
«Είναι αλήθεια ότι η πολιτική απήχηση των δασμών φαίνεται να βασίζεται στον ισχυρισμό “Νοιαζόμαστε για τους εργάτες μας”. Αυτή η έμφαση στην επανεπιβεβαίωση της πολιτικής και εθνικής σημασίας των συνόρων είναι που οδηγεί πολλούς στο να υποστηρίζουν τους δασμούς. Είναι ο ίδιος μηχανισμός που τροφοδοτεί τη μεταναστευτική πολιτική [του Τραμπ], η οποία είναι ένας άλλος τρόπος επιβεβαίωσης της σημασίας των συνόρων, που αμφισβητήθηκαν στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», απάντησε ο αμερικανός φιλόσοφος. «Αυτή η παγκοσμιοποίηση διακήρυττε ότι, ιδανικά, άνθρωποι και κεφάλαια θα έπρεπε να ρέουν ανεμπόδιστα. Αλλά αυτό βιώθηκε από πολλούς ως κάτι που τους αποδυνάμωνε και δεν αναγνώριζε την ευθύνη ενός κράτους απέναντι στους πολίτες του», συμπλήρωσε.
Επομένως, για να αναζωογονηθεί η Αριστερά θα πρέπει να γίνει προστατευτική ή ακόμα και εθνικιστική; «Νομίζω ότι η (Κεντρο)αριστερά έκανε λάθος αφήνοντας τον πατριωτισμό να γίνει προνόμιο της Δεξιάς. Επειδή υπάρχει μια θεμιτή επιθυμία για κοινότητα […] για ένα αίσθημα αλληλεγγύης, για την ιδέα ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτό και ότι έχουμε ειδικές υποχρεώσεις απέναντι στους συμπολίτες μας. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζουν σε έναν κόσμο όπου είναι “πολίτες του πουθενά”».
Ποια είναι η γνώμη του Μάικλ Σαντέλ για τον Ζόραν Μαμντάνι; Πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση ή η επιτυχία του υποδεικνύει μια ευρύτερη κατεύθυνση αλλαγής για την Αριστερά γενικά; «Νομίζω ότι είναι κάτι περισσότερο από μεμονωμένη περίπτωση. Δείχνει ότι υπάρχει μια δίψα για ένα νέο είδος πολιτικής. Οπως ακριβώς η Δεξιά μεταμορφώθηκε με τον Τραμπ, δίνοντας διέξοδο στην απογοήτευση του κόσμου, βλέπουμε μια παρόμοια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της κεντροαριστερής πολιτικής σε δημοκρατίες παντού στον πλανήτη. Αν οι δεξιοί λαϊκιστές έφεραν επανάσταση στην κεντροδεξιά πολιτική, τότε πρέπει να υπάρξει μια αντίστοιχη επανεξέταση του πολιτικού σχεδίου και της Αριστεράς. Αλλά η προϋπόθεση θα πρέπει να είναι να αναγνωρίσουμε ότι η κυρίαρχη Κεντροαριστερά των δεκαετιών του 1980 και του 1990 συνέβαλε στη διεύρυνση των ανισοτήτων του νεοφιλελευθερισμού», σημείωσε.
Οσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, «οι μειώσεις φόρων στις οποίες προέβη ευνοούν υπερβολικά τους πλούσιους και τις μεγάλες εταιρείες και πολύ λίγο την εργατική και τη μεσαία τάξη. Επιδίωξε να καταργήσει το Obamacare, στο οποίο βασίζονται πολλοί από τους υποστηρικτές του», είπε ο Μάικλ Σαντέλ.
«Ο Τραμπ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “πλουτοκράτης λαϊκιστής”. Λάβετε υπόψη το υπουργικό του συμβούλιο: είναι γεμάτο δισεκατομμυριούχους που καρπώνονται τα περισσότερα από τα οφέλη των φορολογικών περικοπών και της απορρύθμισης. Είναι, λοιπόν, μια ευκαιρία για την Αριστερά να επανακαθορίσει τον εαυτό της. Αλλά αυτό απαιτεί την εγκατάλειψη της νεοφιλελεύθερης νοοτροπίας που ασπάστηκε και η Αριστερά», επανέλαβε.
Περί τούτου ανέφερε, μάλιστα, πως αν το 2016 το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών το είχε κερδίσει ο Μπέρνι Σάντερς αντί της Χίλαρι Κλίντον, ο αεικίνητος και μαχητικός γερουσιαστής από το Βερμόντ θα μπορούσε να είχε νικήσει τον Τραμπ, επειδή είχε βρει και εκείνος έναν τρόπο να μιλάει σε ανθρώπους που αισθάνονταν, και σε μεγάλο βαθμό ήταν, θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
