1446
Οσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, η Μέριλιν Μονρόε εξακολουθεί να θεωρείται ως η «απόλυτη ξανθιά», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό | Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image

Τα θανάσιμα όπλα μιας ξανθιάς σεξοβόμβας

Protagon Team Protagon Team 6 Σεπτεμβρίου 2025, 15:01
Οσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, η Μέριλιν Μονρόε εξακολουθεί να θεωρείται ως η «απόλυτη ξανθιά», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό
|Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image

Τα θανάσιμα όπλα μιας ξανθιάς σεξοβόμβας

Protagon Team Protagon Team 6 Σεπτεμβρίου 2025, 15:01

Τα ξανθά μαλλιά ενίοτε θεωρούνται ένδειξη αθωότητας. Μια ξανθιά γυναίκα μπορεί να σαγηνεύσει πιο εύκολα έναν άνδρα, αλλά αυτός στο τέλος θα παντρευτεί μελαχρινή. Οι μύθοι για τις ξανθιές είναι αμέτρητοι και από το «καλό κορίτσι της Αμερικής» μέχρι την παγωμένη πλατινέ βασίλισσα, και από την Τζιν Χάρλοου μέχρι τη Σίντνεϊ Σουίνι, η ξανθιά «σεξοβόμβα» υπήρξε μια πολυδιάστατη –και αμφιλεγόμενη– φιγούρα στην ποπ κουλτούρα.

Σύμφωνα με ανάλυση του BBC, τα μαλλιά των γυναικών έχουν από παλιά φορτιστεί με μια σχεδόν μεθυστική δύναμη – από τη Μέδουσα της ελληνικής μυθολογίας, με τα φίδια στο κεφάλι, που με την όψη της πετρώνει τα θύματά της, μέχρι τις βικτωριανές ζωγραφιές με γυναίκες-πειρασμούς και γοτθικές «επιθετικές» φιγούρες με ατίθασες μπούκλες.

H Σίντνεϊ Σουίνι αποτελεί ένα από τα πρότυπα της ήρεμης ξανθιάς, που μπορεί όμως να γίνει πολύ επικίνδυνη (Taylor Hill/FilmMagic/Getty Images/Ideal Image)

Στον βωβό κινηματογράφο, η μελαχρινή βαμπ («βρικόλακας») – με χαρακτηριστικές φιγούρες τις Θέντα Μπάρα και Λουίζ Γκλάουμ – κυριαρχούσε στις ταινίες της δεκαετίας του 1920. Ομως η έλευση του ντεκαπάζ ανέτρεψε την εικόνα, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα νέο, εκτυφλωτικό σύμβολο: την πλατινέ ξανθιά, με το άψογο χτένισμα που έλαμπε στο ασπρόμαυρο φιλμ.

Ενα νέο βιβλίο, το «British Blonde: Women, Desire and the Image in Postwar Britain» («Η βρετανίδα ξανθιά: Οι γυναίκες, ο πόθος και η εικόνα στη μεταπολεμική Βρετανία») της ιστορικού, ειδικευμένης στον πολιτισμό, Λίντα Νιντ, εξετάζει πώς η ντεκαπαρισμένη ξανθιά έγινε ένα πολύπλοκο σύμβολο επιθυμίας αλλά και κινδύνου — από τις αμερικανικές ρίζες της, με πιο εμβληματική τη Μέριλιν Μονρόε, μέχρι τις βρετανικές εκδοχές της, όπως η Νταϊάνα Ντορς και η Μπάρμπαρα Γουίντσορ.

Διαφημιστική φωτογραφία της αμερικανίδας ηθοποιού Λάνα Τέρνερ (1921-1995), ντυμένης με ένα φόρεμα με χάντρες και λαιμόκοψη, καθώς ακουμπά σε έναν καναπέ, στη δεκαετία του 1940 (Archive Photos/Getty Images/Ideal Image)

«Το να είσαι ξανθιά έμοιαζε να είναι κάτι πολύ σημαντικό• δεν ήταν μια λεπτομέρεια που μπορούσες να αγνοήσεις. Μου φαινόταν ότι ήταν αυτό που όριζε αυτά τα γνώριμα πρόσωπα και τις εικόνες», υποστηρίζει η Νιντ, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Courtauld Institute of Art, στο BBC.

Σύμφωνα με την ίδια, η Δυτική κουλτούρα έχει κτίσει μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από τις ξανθιές γυναίκες –από τη θρησκευτική εικονογραφία και τα παραμύθια μέχρι την τέχνη και τη διαφήμιση– που αφηγείται συγκεκριμένες ιστορίες για το τι σημαίνει να είσαι ξανθιά. Στα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου, κωμωδίες όπως το «Platinum Blonde» (Πλατινέ ξανθιά, 1931) και το «Bombshell» (Σεξοβόμβα, 1933) με την Τζιν Χάρλοου καθιέρωσαν την ιδέα της εκθαμβωτικής, μοιραίας ξανθιάς στο πολιτιστικό λεξιλόγιο. «Η ιδέα ότι είσαι “σεξοβόμβα” είναι σχεδόν σαν να έχεις ένα όπλο», σημειώνει η Νιντ στο βρετανικό δίκτυο και προσθέτει ότι «από τη μία είναι ένα ιδανικό, αλλά από την άλλη είναι και απειλητικό».

Πριν από τη Χάρλοου υπήρχε και μια άλλη, πιο φυσική ξανθιά: η Μαίρη Πίκφορντ, της οποίας οι μελί μπούκλες τής χάρισαν τον τίτλο «Το καλό κορίτσι της Αμερικής». Ομως, ενώ η Πίκφορντ ενσάρκωνε την αθώα κοπέλα που περιμένει να τη σώσουν, η πλατινέ Χάρλοου ήταν πιο δυναμική, ανοίγοντας τον δρόμο για τις ξανθιές μοιραίες του φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ’40, όπως η Βερόνικα Λέικ και η Μπάρμπαρα Στάνγουικ: υποδύονταν σαγηνευτικές αλλά πονηρές γυναίκες, που χρησιμοποιούσαν τη γοητεία και την εξυπνάδα τους για να χειραγωγήσουν τους άνδρες.

Μία από τις πλέον διάσημες σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου, από την ταινία «Επτά χρόνια φαγούρα» με τη Μέριλιν Μονρόε (Bettman/Getty Images/Ideal Image)

Η ταινία «Blonde Ice» (1948), με τη Λέσλι Μπρουκς στον ρόλο μιας ψυχρής μοιχαλίδας, απατεώνισσας και δολοφόνου, εκμεταλλεύθηκε την επιτυχία του στερεότυπου της «ξανθιάς βασίλισσας του πάγου» – με το στεφάνι από χρυσά μαλλιά να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις σκοτεινές της προθέσεις. Η ιδέα αυτή επανήλθε στο θρίλερ «Basic Instinct» (Βασικό ένστικτο, 1992), όπου η Σάρον Στόουν υποδύεται την υπολογιστική Κάθριν Τραμέλ, ύποπτη σε υπόθεση φόνου, που καταφέρνει να σαγηνεύσει τον ανακριτή της.

Τα ξανθά μαλλιά, που συνήθως σκουραίνουν με την ηλικία, υποδηλώνουν λάμψη και μια παιδική αθωότητα που κάνει πιο εύκολη την εξαπάτηση από μια femme fatale. Στο «The Postman Always Rings Twice» (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές», 1946), για παράδειγμα, η Κόρα Σμιθ (Λάνα Τέρνερ) παρασύρει τον εραστή της να τη βοηθήσει να σκοτώσει τον άνδρα της, ενώ η άψογη λευκή γκαρνταρόμπα και τα ξανθά σαν μωρού μαλλιά της κρύβουν το πονηρό της σχέδιο.

Η Τζιν Χάρλοου (1911-1937), γνωστή ως «Blonde Bombshell» (Ξανθιά Σεξοβόμβα), ήταν η βασίλισσα του σεξ στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (Getty Images/Ideal Image)

Η Νιντ επισημαίνει στο BBC ότι «το να είσαι ξανθιά έχει παρουσιαστεί ως ιδανικό στους Δυτικούς όρους ομορφιάς», κάτι που –σε συνδυασμό με τις ιδεολογίες της φυλετικής ανωτερότητας των λευκών– είναι «βαθιά προβληματικό». Η εμφάνιση της ξανθιάς ηθοποιού Σίντνεϊ Σουίνι σε διαφήμιση της American Eagle, η οποία έκανε λογοπαίγνιο με τη λέξη genes («γονίδια») λέγοντας πως έχει «great jeans» («υπέροχα τζιν»), επικρίθηκε από κάποιους ως υπαινιγμός για την ευγονική – τη θεωρία ότι η ανθρώπινη φυλή μπορεί να «βελτιωθεί» μέσω επιλεκτικής αναπαραγωγής. Η εταιρεία απέρριψε τον ισχυρισμό, τονίζοντας ότι το σλόγκαν «ήταν και είναι μόνο για τα τζιν. Τα δικά της τζιν. Τη δική της ιστορία».

Παρά αυτές τις σκοτεινές αποχρώσεις, στη μεταπολεμική Βρετανία η βαφή ξανθών μαλλιών θεωρούνταν από πολλές λευκές γυναίκες διαβατήριο για έναν πιο λαμπερό υλικό κόσμο, που έμοιαζε απελευθερωτικός μετά από χρόνια λιτότητας. Η καταναλωτική κουλτούρα ήρθε από την Αμερική, με διαφημίσεις βαφής Clairol να τονίζουν τη δύναμη της ξανθιάς πάνω στους άνδρες και να καλούν τις γυναίκες να «αλλάξουν για να μαγέψουν», με συνθήματα όπως «Αν έχω μόνο μία ζωή, ας τη ζήσω ως ξανθιά».

Η ηθοποιός Νταϊάνα Ντορς σε σκηνή από την ταινία «Παντρεύτηκα μια γυναίκα» (Donaldson Collection/Getty Images/Ideal Image)
Πλασματική αθωότητα

Οι «ξανθiές από το μπουκάλι», δηλαδή όσες έβαψαν ξανθά τα μαλλιά τους, έπρεπε να καταβάλλουν συνεχή προσπάθεια για να διατηρήσουν το εντυπωσιακό τους look. Η αδιάκοπη ρουτίνα του βαψίματος ήταν μέρος της γοητευτικής διπλής φύσης τους, που συμβόλιζε «τόσο την απόλυτη αγνότητα όσο και την απόλυτη τέχνη», γράφει η Νιντ. «Η αμφισημία βρίσκεται στον πυρήνα της βρετανίδας ξανθιάς. Μια τέλεια επιφάνεια κρύβει, σαν σκιά, το απαγορευμένο και το επικίνδυνο, που γίνεται ορατό στις σκούρες ρίζες της βαμμένης ξανθιάς, αποκαλύπτοντας τη ρωγμή στη γυναικεία “μάσκα” της τέλειας θηλυκότητας».

Για τις βρετανίδες ξανθιές, όπως η ηθοποιός και σεξ σύμβολο Νταϊάνα Ντορς (1931-1984), το να ξεφύγουν από τη σκιά της Μονρόε ήταν δύσκολο. Αν και διαμόρφωσαν τη δική τους ταυτότητα, ήταν, όπως γράφει η Νιντ, «καταδικασμένες να έρχονται δεύτερες, μετά την αμερικανίδα ξανθιά».

Η πιο διάσημη σκηνή από την ταινία «Βασικό Ενστικτο» με τη Σάρον Στόουν (Carolco Pictures)

Η Μπάρμπαρα Γουίντσορ, η χαριτωμένη Λονδρέζα, γνωστή από τις σεξουαλικά πονηρές κωμωδίες «Carry On», ενσάρκωνε μια πιο αφελή και παιχνιδιάρικη ξανθιά. Την περιέγραψαν ως «ένα εντυπωσιακό μείγμα ψεύτικης αθωότητας και απροκάλυπτης σεξουαλικότητας». Αυτό το ύφος φαίνεται σε μια φωτογραφία προώθησης της κωμωδίας «Crooks in Cloisters» (1964), όπου η Γουίντσορ, με μάτια διάπλατα, φοράει ένα παιδικό νυχτικό και αφράτες παντόφλες, ενώ τα λευκόξανθα μαλλιά της είναι πιασμένα σε έναν πλούσιο κότσο.

Η αγάπη του κινηματογράφου για τη λεγόμενη «χαζή ξανθιά» δεν τον εμπόδισε να αμφισβητήσει το στερεότυπο. Στην αρχή του «Legally Blonde» (2001), η σχεδόν Μπάρμπι, Ελ Γουντς (Ρις Γουίδερσπουν) εγκαταλείπεται από τον φιλόδοξο σύντροφό της επειδή έχει χαμηλές προσδοκίες για εκείνη: «Αν θέλω να γίνω γερουσιαστής, πρέπει να παντρευτώ μια Τζάκι, όχι μια Μέριλιν». Ομως η κρίση του αποδεικνύεται εντελώς λάθος, καθώς η Ελ πετυχαίνει στις εξετάσεις της και διαπρέπει στη νομική σχολή.

Ακόμη και πολλοί ρόλοι της Μέριλιν Μονρόε υπαινίσσονται βάθος, δείχνοντας την ευαισθησία και την εξυπνάδα της. Στο «Gentlemen Prefer Blondes» («Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές», 1953), ο μέλλων πεθερός της μένει έκπληκτος: «Μου είπαν ότι είστε χαζή. Δεν ακούγεστε χαζή σε μένα!» «Μπορώ να είμαι έξυπνη όταν χρειάζεται», απαντά εκείνη. «Αλλά οι περισσότεροι άνδρες δεν το θέλουν αυτό».

Φαινομενικά γλυκιά και καλοσυνάτη, αλλά ουσιαστικά άκρως επικίνδυνη η Νικόλ Κίντμαν στην ταινία «To Die For»

Ισως επειδή οι ξανθές υποτιμούνται τόσο συχνά, να είναι οι ιδανικές μοιραίες γυναίκες, σημειώνει το BBC. Στο «To Die For» (1995) η Νικόλ Κίντμαν υποδύεται τη Σούζαν Στόουν, μια φιλόδοξη παρουσιάστρια καιρού. Η προσποιητή αφέλεια και η γλυκιά όψη της κρύβουν τη σκληρή φιλοδοξία της, αλλά όταν η αλήθεια βγαίνει στο φως οι εφημερίδες γράφουν τίτλους όπως «ξανθός πειρασμός» για να προειδοποιήσουν. Τελικά, η κουλτούρα μοιάζει να στέκεται με το μέρος της ξανθιάς, την οποία υποτιμούμε με δική μας ευθύνη. Οπως τραγούδησε και η Ντόλι Πάρτον το 1967, «αυτή η χαζή ξανθιά δεν είναι καθόλου ανόητη».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...