Ενύπνιον επιστροφής
Ενύπνιον επιστροφής
…Κι εναλλασσόταν το σκοτάδι με το φως και δεν ήξερες αν ήταν μέρα ή νύχτα. Μακριά, όχι πολύ, σε κάποια γειτονιά, άνθρωποι έπεφταν νεκροί και τους αράδιαζαν στη σειρά κατάχαμα, παιδιά και στρατιώτες και κάτι αντάρτες με παράξενα ονόματα κι από ένα μεγάφωνο μια ελληνική μελωδία παιζόταν ξανά και ξανά. Πού ήταν αυτό το παράξενο μέρος και ‘γω τι παρίστανα περπατώντας ανάμεσα σε σπασμένα αρχαία αγάλματα, κολυμπώντας στον Νείλο ποταμό και βγαίνοντας μετά στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα στην Πρέβεζα;
…Και τότε μια μικρή αλεπού, στάθηκε απέναντί μου και μου ζήτησε να την εξημερώσω. Την κοίταξα παράξενα και μου εξήγησε: «Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ΄ αγοράζουν όλα έτοιμα από τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις έναν φίλο, εξημέρωσέ με».*
…Ξαφνικά μια πορεία οργισμένων ανθρώπων πέρασε από μπροστά μου, φώναζαν ότι χάνουν τα σπίτια τους, το τελευταίο που τους είχε απομείνει, τη μια έλεγαν συνθήματα, την άλλη τραγουδούσαν δυνατά, μερικοί ήταν ακόμη με τα μαγιό των διακοπών, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, δεν είχα σπίτι για να φοβάμαι μην το χάσω κι ό,τι είχα το είχα ήδη χάσει. Η πορεία στον δρόμο σταμάτησε σ΄ ένα καφενείο κάτω από ένα τεράστιο γέρικο πλατάνι, ήπιε τσίπουρα, τσούγκρισε τα ποτήρια κι ένα «γεια μας» ακουγόταν από παντού.
…Ύστερα σκέφτηκα «την Ατζέντα. Πρέπει να γράψω την Ατζέντα για το protagon». Και δεν καταλάβαινα πού ήμουν, ανατολικά ή δυτικά, αν υπήρχε εκεί γύρω ένα ίντερνετ καφέ να επικοινωνήσω, να ρωτήσω τι γίνεται τις μέρες που λείπω, τις μέρες που εγώ λέω τα δικά μου- που ποιον νοιάζουν, κιόλας;- εδώ ο κόσμος καίγεται… όχι εδώ, αλλά δίπλα μας, στη γειτονιά μας, αλλά κι εδώ ο κόσμος γύρισε ανάποδα, κανένας δεν ξέρει ποιος είναι, ποιος νόμιζε ότι ήταν και ποιος τελικά θέλει να γίνει σ΄ αυτή τη νέα κατάσταση πραγμάτων.
…Μια φωνή με έκανε να θυμηθώ ότι είχα πάει ταξίδι στα γενέθλια γυάλινα Γιάννενα. Η φωνή της μάνας μου, που έλεγε σαν να μονολογούσε, καθώς έφτιαχνε έναν καφέ, «τους άτιμους, εξόντωσαν έναν λαό… να τους πεις εσύ που γράφεις, εγώ δεν έφαγα τίποτα μαζί με κανέναν… τους άτιμους». Και μετά το πλάνο ανοίγει και μπαίνουν μέσα φίλοι κι ακούγονται γέλια και ξαπλώνουμε σε καυτή άμμο και κάνουμε διαγωνισμό ποιος θα πει το πιο τρελό σενάριο για το τι θα γίνει και κάπου μακριά ακούγονται καμπάνες, που κανένας δεν καταλαβαίνει αν είναι χαρμόσυνες ή πένθιμες.
Όνειρο ή εφιάλτης; Απλά το τέλος του ταξιδιού, σε συνδυασμό με ένα δελτίο ειδήσεων, οι εικόνες και τα πρόσωπα μπερδεύτηκαν, η Αίγυπτος, η Συρία, τα Γιάννενα, η Πρέβεζα… το αλεπουδάκι που συνάντησα και μου θύμισε τον Μικρό Πρίγκηπα του Σαιντ Εξυπερύ*… η αγωνία που συνοδεύει μόνιμα πια τις λίγες ανέμελες στιγμές, παρέα με την ανάγκη που γίνεται όλο και μεγαλύτερη να ξεχαστούμε και να παραστήσουμε ότι η ζωή είναι κανονική – και όχι κάτι που ζυγίζεται κάθε μέρα και βγαίνει όλο και πιο λειψό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
