Πώς «Τα Καλά Παιδιά» άλλαξαν το γκανγκστερικό φιλμ
Πώς «Τα Καλά Παιδιά» άλλαξαν το γκανγκστερικό φιλμ
Πριν την πρώτη προβολή της ταινίας «Τα Καλά Παιδιά» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, στις 9 Σεπτεμβρίου 1990, κυριαρχούσε ένας εκνευρισμός. Η προηγούμενη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, «Ο Τελευταίος Πειρασμός», βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, είχε προκαλέσει ακραίες αντιδράσεις στο ίδιο φεστιβάλ όταν προβλήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα.
Οι αντιδράσεις εντάθηκαν όταν η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες παγκοσμίως, καθώς 25.000 πιστοί διαμαρτύρονταν έξω από τα πλατό της Universal στο Λος Αντζελες, ένας κινηματογράφος στο Παρίσι όπου παιζόταν η ταινία πυρπολήθηκε, οι διαδηλώσεις έξω από τις αθηναϊκές αίθουσες οδήγησαν σε προσωρινή απόσυρσή της, ενώ ο ίδιος ο Σκορσέζε δεχόταν απειλές για τη ζωή του.
Οι οιωνοί για το «Goodfellas» ήταν εξίσου αποθαρρυντικοί. Οι δοκιμαστικές προβολές της Warner Bros είχαν πάει άσχημα, με αναφορές για πολλά άτομα που αποχώρησαν κατά τη διάρκεια της βίαιης εναρκτήριας σκηνής της ταινίας, στην οποία ο άγριος και ασταθής χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Τζο Πέσι μαχαιρώνει επανειλημμένα έναν τραυματισμένο γκάνγκστερ με μαχαίρι κουζίνας.
Αλλά ο Σκορσέζε, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε κανένα λόγο να ανησυχεί. Η ταινία έλαβε διθυραμβικές κριτικές, κέρδισε τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και απέσπασε έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ, κερδίζοντας το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του Πέσι ως Τόμι ντε Βίτο – βασισμένος στον πραγματικό γκάνγκστερ Τόμας ντε Σιμόνε.
Η ταινία θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του αμερικανικού και παγκόσμιου κινηματογράφου, και μια δεκαετία μετά την πρεμιέρα της επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ για ένταξη στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου ως «πολιτισμικώς, ιστορικώς ή αισθητικώς σημαντική».
Η ταινία βασίζεται στο μπεστ σέλερ του Νίκολας Πιλέτζι από το 1985 και έχει ως επίκεντρο τη χαρισματική κεντρική ερμηνεία του αείμνηστου Ρέι Λιότα. Καταγράφει την αληθινή ιστορία της ανόδου και της πτώσης του Ιρλανδοϊταλού Χένρι Χιλ στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Ξεκινώντας ως ένας έφηβος που κάνει παρέα με τους ντόπιους γκάνγκστερ του Μπρούκλιν, ο Χιλ ανεβαίνει σταδιακά στην ιεραρχία της μαφίας.
Ο Σκορσέζε έγινε γνωστός το 1973 με την ταινία του «Κακόφημοι Δρόμοι», όπου κατέγραφε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της εγκληματικότητας που βίωσε μεγαλώνοντας στη συνοικία Μικρή Ιταλία, στη Νέα Υόρκη. Τον Οκτώβριο του 1990, σε συνέντευξή του στον Μπάρι Νόρμαν του BBC είχε πει ότι αρχικά ήταν επιφυλακτικός σε μια δεύτερη επίσκεψή του στην «υποκουλτούρα των γκάνγκστερ».
«Οι “Κακόφημοι Δρόμοι” ήταν σημαντική ταινία για μένα και για τους παιδικούς μου φίλους, που μεγαλώσαμε παρατηρώντας αυτό τον τρόπο ζωής», είπε χαρακτηριστικά. Αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι «οι αναμνήσεις ή οι ιστορίες του Χιλ –ή όπως θέλετε να αποκαλέσετε την απίστευτη μαραθώνια αφήγηση που συνέταξε ο Πιλέτζι με όλες αυτές τις βιντεοκασέτες που είχε– διέθεταν μια υπέροχη ειλικρίνεια».
Αυτό που τράβηξε την προσοχή του ήταν ότι στο βιβλίο του ο Πιλέτζι –ο οποίος τελικά συνέγραψε το σενάριο– έδινε μια ζωντανή και αυθεντική, σχεδόν βιωματική απεικόνιση αυτού του κόσμου. «Διέθετε μια ακριβέστατη ματιά στο πνεύμα του τρόπου ζωής, του ντυσίματος, της ιεροτελεστίας του φαγητού των μαφιόζων – όλων όσα συνθέτουν μια ταινία που τους προσεγγίζει ως ανθρώπινα όντα», είχε πει στο BBC.
Ο σκηνοθέτης ήθελε η ταινία του να διαθέτει όσο το δυνατόν περισσότερη αυθεντικότητα. Μάλιστα, επέλεξε έναν πραγματικό εισαγγελέα των ΗΠΑ, τον Εντουαρντ ΜακΝτόναλντ, για να υποδυθεί τον εαυτό του και να μεταφέρει στην οθόνη την ίδια συζήτηση με τον Λιότα που είχε με τον αυθεντικό Χιλ. «Η πραγματική πρόκληση για όλους μας ήταν πώς θα ερμηνεύσουμε τους χαρακτήρες μας όσο το δυνατόν πιο αληθινά», έλεγε ο Λιότα στον Νόρμαν.
Η σαγηνευτική πλευρά του εγκληματικού τρόπου ζωής –το χρήμα, η εξουσία και η ειδική μεταχείριση, που προσέλκυσαν τον Χιλ– βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στις αρχές της ταινίας, ειδικά στο θρυλικό μονοπλάνο που ακολουθεί τον Χιλ και τη μέλλουσα σύζυγό του Κάρεν (την οποία υποδύεται η Λορέιν Μπράκο) από τον δρόμο και μέσα από τις κουζίνες του νυχτερινού κέντρου «Copacabana», σε ένα τραπέζι ειδικά διαμορφωμένο για αυτούς, μπροστά από τη σκηνή.
Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, που ερμηνεύει τον μέντορα του Χιλ, Τζίμι Κόνγουεϊ, και είναι βασισμένος στον πραγματικό μαφιόζο Τζέιμς Μπερκ, έλεγε το 1990 στον Νόρμαν του BBC ότι «οι γκάνγκστερ ήταν πάντα, με κάποιο διακριτικό τρόπο, αντικείμενα γοητείας, επειδή αψηφούσαν την εξουσία». Για να βεβαιωθεί ότι η ερμηνεία του ήταν αυθεντική, ο βραβευμένος ηθοποιός μιλούσε τακτικά στο τηλέφωνο με τον αυθεντικό Χιλ, ο οποίος εκείνη την εποχή ζούσε σε κρησφύγετα του FBI.
Η ταινία παρουσιάζει τόσο την επιφανειακή αίγλη της μαφιόζικης ζωής όσο και την απρόβλεπτη βία της – συχνά με εξίσου χιουμοριστικό όσο και τρομακτικό τρόπο. Η χαρακτηριστική σκηνή με το αστείο που λέει ο χαρακτήρας του Πέσι και μετατρέπεται σε απειλή για τον σκασμένο στα γέλια Λιότα, για παράδειγμα, δεν υπήρχε στο βιβλίο, αλλά βασίστηκε σε περιστατικό που συνέβη στον Πέσι όταν εργαζόταν ως νεαρός σερβιτόρος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σκορσέζε.
Ο ρυθμός αφήγησης που ακολουθεί η ταινία είναι ιλιγγιώδης, με την κάμερα να εναλλάσσει τα γρήγορα ζουμ με πλάνα τραβηγμένα με το χέρι. Ηταν συνειδητή επιλογή του Σκορσέζε, ο οποίος σχεδίαζε σχολαστικά κάθε σκηνή, ώστε να μεταδώσει τόσο τον ξέφρενο ενθουσιασμό των πρωταγωνιστών του, όσο και τον ρυθμό με τον οποίο τα γεγονότα ξεφεύγουν από τον έλεγχο – με την κάμερα συχνά να ακολουθεί τους χαρακτήρες την ώρα που συζητούν.
Το δραματικό εφέ της ταινίας ενισχύεται από το μοντάζ τής επί χρόνια συνεργάτιδος του Σκορσέζε, Θέλμα Σουνμέικερ, η οποία χρησιμοποιεί παγωμένα καρέ για να απεικονίσει κομβικές στιγμές της ζωής του Χιλ. Προς το τέλος του φιλμ το μοντάζ γίνεται πιο απότομο, πιο αγχωτικό, αντικατοπτρίζοντας τη χαοτική ψυχική κατάσταση του Χιλ λόγω της αυξανόμενης χρήσης ναρκωτικών, και του μανιακού φόβου του ότι η αστυνομία τον ακολουθεί με ελικόπτερο.
Η μουσική που χρησιμοποιούσε ο Σκορσέζε αντί του παραδοσιακού σάουντρακ αποδείχτηκε καταλυτική για την ταινία. Εθεσε έναν κανόνα: Τα τραγούδια κάθε σκηνής έπρεπε να παίζουν δυνατά, έτσι ώστε να ξεχωρίζουν από τους ήχους της δράσης και να βοηθούν τον θεατή να εντοπίζει την εποχή στην οποία διαδραματίζεται κάθε σκηνή. Ο Σκορσέζε είχε συνδυάσει τα πλάνα στο μυαλό του με τα συγκεκριμένα τραγούδια πολύ πριν από το ξεκίνημα των γυρισμάτων.
Συχνά τα έπαιζε δυνατά στο πλατό, ώστε να μπορεί να συγχρονίζει τέλεια τη σκηνή με τους ρυθμούς τους. «Στα γυρίσματα των σκηνών όπου ο Ντε Νίρο σκοτώνει όλους τους συμμετέχοντες στη μεγάλη ληστεία, ο Μάρτιν έπαιζε το “Layla” του Ερικ Κλάπτον [που χρησιμοποίησε και στο τελικό μοντάζ] στο πλατό, ώστε να συντονίζει τις κινήσεις της κάμερας με τον ρυθμό του τραγουδιού», αποκάλυψε η Σουνμέικερ στο BBC το 2017.
Τα τραγούδια αντικατοπτρίζουν και αυτά τις ψυχικές διαθέσεις των χαρακτήρων σε κάθε σκηνή. Στο ξεκίνημα της ταινίας ακούγεται το «Rags to Riches» του Τόνι Μπένετ, καθώς ο Χιλ αρχίζει να αφηγείται το ξεκίνημα της ζωής του στο έγκλημα. Το «Then He Kissed Me» των Crystals ακούγεται την ώρα του ραντεβού του Χιλ με την Κάρεν στο «Copacabana», δίνοντας έμφαση στον νεανικό τους έρωτα.
Το «Gimme Shelter» των Rolling Stones υπογράφει την απεγνωσμένη χρήση κοκαΐνης του Χιλ στο διαμέρισμα της γυναίκας με την οποία έχει εξωσυζυγική σχέση και τη χρησιμοποιεί ως βαποράκι. Ακόμα και η πανκ διασκευή του «My Way» από τον Σιντ Βίσιους στο τέλος της ταινίας συνοδεύει τα συναισθήματα του Χιλ, όταν μετανιώνει για τη βαρετή ζωή του στα προάστια, στην οποία αναγκαστικά υπόκειται λόγω του προγράμματος προστασίας μαρτύρων του FBI.
Η ταινία του Σκορσέζε και ο ρυθμός της ήταν μελετημένα μέχρι και τις μικρότερες λεπτομέρειές τους – χαρακτηριστικό της τελειομανίας που συνοδεύει τον μεγάλο σκηνοθέτη σε όλη του την πορεία. Σε αντίθεση με τον πραγματικό Χιλ, ο οποίος, δυσκολευόμενος να προσαρμοστεί με την επιλογή να γίνει πληροφοριοδότης του FBI, αποβλήθηκε από το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν συνελήφθη με κατηγορίες χρήσης ναρκωτικών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
