971
| REUTERS/ CreativeProtagon

Πώς ο Ντικ Τσέινι άνοιξε τον δρόμο στον τραμπισμό

Protagon Team Protagon Team 10 Νοεμβρίου 2025, 09:30
|REUTERS/ CreativeProtagon

Πώς ο Ντικ Τσέινι άνοιξε τον δρόμο στον τραμπισμό

Protagon Team Protagon Team 10 Νοεμβρίου 2025, 09:30

Ο Ντικ Τσέινι, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 84 ετών, μπορεί να θεωρήθηκε μετριοπαθής στα τελευταία του χρόνια λόγω της έντονης αντίθεσής του στον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αλλά κατηγορείται επίσης ότι έστρωσε τον δρόμο για τον δόγμα Τραμπ.

Με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τον οποίο σχεδίασε και προώθησε, υπονόμευσε την ανεξαρτησία των υπηρεσιών πληροφοριών και την προσήλωση των ΗΠΑ στο διεθνές Δίκαιο.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Τσέινι έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς αντιπροέδρους στην ιστορία των ΗΠΑ. Υπήρξε βασικός πρωταγωνιστής στην προσπάθεια εισβολής στο Ιράκ, καθώς και υποστηρικτής των βασανιστηρίων σε υπόπτους ως μέλη της Αλ Κάιντα, οι οποίοι κρατούνταν χωρίς κατηγορία στις υπεράκτιες «μαύρες τοποθεσίες» της CIA.

Με αυτόν τον τρόπο, σημείωσε ο Guardian, υιοθέτησε μια δυναμική άποψη για τις εξουσίες της προεδρίας σε σχέση με τους άλλους κλάδους της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι ο Λευκός Οίκος είχε περιοριστεί υπερβολικά από το Κογκρέσο μετά την κυβέρνηση Νίξον και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.

Ο Ντικ Τσέινι επισκέπτεται αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ, στη διάρκεια του δεύτερου Πολέμου του Κόλπου – EPA/Lt. Col. Frederick Wellman/HANDOUT

Παρ’ ότι υπήρξε σφοδρός επικριτής της κυβέρνησης Τραμπ, ο Τσέινι δεν απολογήθηκε για το παρελθόν του. Ισχυρίστηκε ότι ένας αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να έχει ελευθερία κινήσεων στην άσκηση της αμερικανικής εξουσίας στον πλανήτη, λέγοντας ότι η χώρα ήταν «η μεγαλύτερη δύναμη υπέρ του καλού που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος».

Υποστήριξε ότι η «ενισχυμένη ανάκριση», ο κατ’ ευφημισμόν όρος της κυβέρνησης Μπους για τη χρήση βασανιστηρίων, «κράτησε ασφαλείς» τις ΗΠΑ.

«Νομίζω ότι ευθύνεται άμεσα για το γεγονός ότι καταφέραμε να αποφύγουμε ή να αποτρέψουμε περαιτέρω επιθέσεις κατά της πατρίδας μας εδώ και επτάμισι χρόνια», είχε δηλώσει ο Τσέινι στους Washington Times το 2008.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η χρήση βασανιστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του διαβόητου εικονικού πνιγμού, οδήγησε στην αποτροπή περαιτέρω επιθέσεων, και η χρήση τους θεωρείται ότι έχει αλλοιώσει τις καταθέσεις υπόπτων σε αρκετές υποθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου που εκδικάζονται στο Γκουαντάναμο, καθιστώντας αδύνατη μια σωστή δίκη στις ηπειρωτικές ΗΠΑ.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκουαντάναμο είναι μια άλλη κληρονομιά της εποχής Μπους – Τσέινι, ένα διαρκές νομικό κενό που δύο επόμενες Δημοκρατικές κυβερνήσεις απέτυχαν να κλείσουν. Ο Τραμπ το χρησιμοποίησε ως κέντρο κράτησης απελαθέντων μεταναστών.

Μέχρι τον θάνατό του, ο Τσέινι συνέχισε να επιμένει ότι η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν η σωστή απόφαση, αν και πυροδότησε μια παρατεταμένη εμφύλια σύγκρουση που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ιρακινούς πολίτες και μία γενικότερη αναταραχή στη Μέση Ανατολή.

«Το Ιράκ του Σαντάμ ήταν ο πιο πιθανός σύνδεσμος μεταξύ των τρομοκρατών και των καταστροφικών όπλων που αναζητούσαν», έγραψαν ο Τσέινι και η κόρη του, Λιζ, στο βιβλίο «Exceptional» (Εξαίρετος).

Η αιτιολόγηση παρέβλεψε το γεγονός ότι τα όπλα μαζικής καταστροφής (ΟΜΚ), τα οποία ήταν το επιχείρημα για την έναρξη του πολέμου, δεν υπήρχαν. Το καθεστώς του Σαντάμ είχε τερματίσει τα προγράμματα ΟΜΚ πολλά χρόνια πριν.

Ο Κόλιν Πάουελ, τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και ο Ντικ Τσέινι με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, στο Οβάλ Γραφείο, το 2002 – EPA PHOTO AFPI/LUKE FRAZZA/lf/jim

Η κοινότητα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών ήταν αρχικά αμφίσημη σχετικά με τα στοιχεία για τα όπλα μαζικής καταστροφής κατά την προετοιμασία για τον πόλεμο στο Ιράκ.

Ο Τσέινι έπεισε τις υπηρεσίες να παρουσιάσουν εκθέσεις που συμφωνούσαν με την κυβερνητική εκδοχή ότι τα όπλα αυτά αποτελούσαν υπαρξιακή απειλή και επρόκειτο να πέσουν στα χέρια τρομοκρατών.

Για τον σκοπό αυτό, ο τότε αντιπρόεδρος ανέτρεψε τους κανόνες που προστάτευαν την ανεξαρτησία των υπηρεσιών πληροφοριών, πηγαίνοντας αυτοπροσώπως σε αρκετές περιπτώσεις στα κεντρικά γραφεία της CIA στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια, με προφανή στόχο να εκφοβίσει τους αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών.

«Ο Τσέινι ήταν βασικό πρόσωπο στη διαφθορά της σχέσης υπηρεσιών πληροφοριών – πολιτικής για να “πουλήσει” τον πόλεμο στο Ιράκ», δήλωσε στον Guardian ο Πολ Πίλαρ, ο οποίος ήταν ο αξιωματούχος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για την Εγγύς Ανατολή και τη Νότια Ασία στο Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών την περίοδο της εισβολής.

«Ο Τσέινι δήλωσε σε ομιλία του τον Αύγουστο του 2002 ότι “δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής” – εβδομάδες πριν οι υπηρεσίες πληροφοριών ξεκινήσουν τις έρευνες για το θέμα αυτό», είπε ο Πίλαρ.

«Μπορεί κανείς να φανταστεί την πίεση που θα ένιωθαν οι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών αν προσπαθούσαν να αντικρούσουν άμεσα μια τέτοια δημόσια δήλωση ενός ανώτερου υπευθύνου χάραξης πολιτικής. Ο Τσέινι επίσης επανειλημμένα παρότρυνε τις υπηρεσίες πληροφοριών να ερευνήσουν για τυχόν αναφορές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να υποδηλώσουν ότι υπήρχε συμμαχία μεταξύ του ιρακινού καθεστώτος και της Αλ Κάιντα», πρόσθεσε.

Ο Τσέινι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιβολή της ψήφισης του Πατριωτικού Νόμου, έξι εβδομάδες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο οποίος επέκτεινε σε μεγάλο βαθμό την ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας στη διεξαγωγή ερευνών και στην παρακολούθηση χωρίς εντάλματα στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, παρά τις αντιρρήσεις των υποστηρικτών των πολιτικών ελευθεριών που προειδοποίησαν ότι θα έβλαπτε απλούς αμερικανούς πολίτες.

Η κυβέρνηση Τραμπ, ακολουθώντας τα χνάρια του Τσέινι, χρησιμοποιεί σήμερα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας για να δικαιολογήσει την καταστολή της διαφωνίας, ακόμη και τη χρήση βίας εναντίον Αμερικανών από την ICE.

«Οταν ο Ντικ Τσέινι καταπατούσε το διεθνές και το εγχώριο Δίκαιο για να επεκτείνει την εκτελεστική εξουσία, να χτίσει τα στρατόπεδα στο Γκουαντάναμο και να ενδυναμώσει το αμερικανικό πρόγραμμα βασανιστηρίων, εμείς, οι δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προβλέψαμε ότι θα καταλήγαμε εκεί που βρισκόμαστε τώρα: με έναν πρόεδρο που χρησιμοποιεί την εξουσία του ονομάζοντας οποιαδήποτε αντιπολίτευση “τρομοκρατία” και οποιαδήποτε πολιτειακή ενέργεια “πόλεμο”, για να αποφύγει την ευθύνη», δήλωσε χαρακτηριστικά στον Guardian η Αλκα Πραντάν, δικηγόρος υπεράσπισης στα στρατιωτικά δικαστήρια του Γκουαντάναμο και επίκουρη καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.

«Κάθε επόμενος πρόεδρος, μέσω των μη επανδρωμένων αεροσκαφών ή των προγραμμάτων εκτάκτου επιτήρησης, έχει χτίσει πάνω στην κληρονομιά του Τσέινι για να φτάσει στην παρούσα στιγμή στην Ιστορία των ΗΠΑ».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...