2084
Η Τζούλι Αντριους έχει μείνει στη συλλογική μνήμη ως το «καλό κορίτσι» του σινεμά, η ίδια όμως ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό | ABC Photo Archives/Disney General Entertainment Content via Getty Images/Ideal Image

Πέντε ταινίες-σταθμοί στην καριέρα της Τζούλι Αντριους

Protagon Team Protagon Team 10 Οκτωβρίου 2025, 10:01
Η Τζούλι Αντριους έχει μείνει στη συλλογική μνήμη ως το «καλό κορίτσι» του σινεμά, η ίδια όμως ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό
|ABC Photo Archives/Disney General Entertainment Content via Getty Images/Ideal Image

Πέντε ταινίες-σταθμοί στην καριέρα της Τζούλι Αντριους

Protagon Team Protagon Team 10 Οκτωβρίου 2025, 10:01

Την 1η Οκτωβρίου, η ντέιμ Τζούλια Αντριους έκλεισε τα 90 της χρόνια. Οπως το έθεσε ο  Guardian, για τους Βρετανούς η Αντριους είναι «εθνικός θησαυρός», ισάξιος με την Τράπεζα της Αγγλίας· η εφημερίδα χαρακτηρίζει την ηθοποιό «ανεκτίμητη, σταθερή, αναντικατάστατη».

Οντως η Τζούλι Αντριους αγαπήθηκε ως η ενσάρκωση της αγνότητας και της τελειότητας και παραμένει αινιγματική, σχεδόν σαν «μια νταντά βγαλμένη από το Διάστημα». Από τις πιο αναγνωρίσιμες και αγαπητές ηθοποιούς που έβγαλε ποτέ το Νησί, συγκρίνεται σε διακριτικότητα μόνο με τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’, ενώ για δεκαετίες κρατούσε την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η ζωή της, πάντως, δεν ήταν εύκολη. Ως παιδί στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’40, που ακόμα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του πολέμου, ανέβηκε στις μουσικές σκηνές ενώ αντιμετώπιζε το διαζύγιο των γονιών της και την ταραγμένη οικογενειακή ζωή με έναν αλκοολικό πατριό, τονίζει το αφιέρωμα της βρετανικής εφημερίδας.

Οπως αποκάλυψε η ίδια στα απομνημονεύματά της, εκείνος είχε επιχειρήσει να τη βιάσει. Αργότερα έμαθε πως ο βιολογικός της πατέρας δεν ήταν αυτός που νόμιζε, αλλά ένας οικογενειακός φίλος με τον οποίο η μητέρα της είχε εξωσυζυγική σχέση. «Ενιωθα κάπως ξεχωριστή», έχει δηλώσει. «Και το τραγούδι μού έδωσε ταυτότητα».

Ο ρόλος της ως Μαίρη Πόπινς σφράγισε ανεξίτηλα την καριέρα της Τζούλι Αντριους (Bettman/Getty Images/Ideal Image)

Στη δεκαετία του ’60 έγινε το απόλυτο αστέρι του Χόλιγουντ. Ωστόσο, μετά την τεράστια επιτυχία των ταινιών «Μαίρη Πόπινς» και «Η Μελωδία της Ευτυχίας» δυσκολεύτηκε να βρει τον καλλιτεχνικό δρόμο της. Από κωμωδίες μέχρι θρίλερ, και αργότερα ως η «grand dame» των σύγχρονων κινουμένων σχεδίων («Shrek»), η Αντριους παραμένει ένα μυστήριο: το αγγλικό τριαντάφυλλο με τη διάφανα καθαρή φωνή, που κατάφερε να παραμείνει ουσιαστικά άγνωστο στην προσωπική του διάσταση.

Κοινό και κριτικοί την αντιμετώπιζαν πάντα ως ένα «εύθραυστο αλλά πεντακάθαρο βρετανικό ρόδο» (Bettman/Getty Images/Ideal Image)

«Μαίρη Πόπινς», 1964

Σκηνή από την ταινία «Μαίρη Πόπινς» με την Τζούλι Αντριους και τον Ντικ βαν Ντάικ (Donaldson Collection/Getty Images/ Ideal Image)

Προτού κατακτήσει το σινεμά, η Αντριους είχε ήδη αφήσει το στίγμα της στο Μπρόντγουεϊ, ως Ελάιζα Ντουλίτλ στο «Ωραία μου Κυρία» (1956) και ως Γκουίνεβιρ στο «Κάμελοτ». Το 1962, ο παραγωγός Τζακ Γουόρνερ την απέρριψε για την κινηματογραφική μεταφορά του «Ωραία μου Κυρία», επιλέγοντας την Οντρεϊ Χέπμπορν. Αυτή η απόφαση, βέβαια, αποδείχθηκε χρυσή ευκαιρία για τον Γουόλτ Ντίσνεϊ: το κινηματογραφικό της ντεμπούτο ως Μαίρη Πόπινς έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία του 1964.

Η Ντίσνεϊ την ανακάλυψε μετά από εμφάνισή της στο Ed Sullivan Show, ενώ για τον ρόλο είχαν προταθεί αρκετές ηθοποιοί, όπως η 55χρονη τότε Μπέτι Ντέιβις. Η συγγραφέας Π.Λ. Τράβερς, δημιουργός του «Μαίρη Πόπινς», βρέθηκε στο σετ ως σύμβουλος και, όπως λέγεται, ταλαιπώρησε όλη την παραγωγή με τις απαιτήσεις της. Η συνάντησή της με την Αντριους περιορίστηκε στο εξής σχόλιο: «Εχετε τη μύτη για τον ρόλο».

Η ταινία άγγιξε την τελειότητα. Ενας μαγικός συνδυασμός «σκηνών με ανθρώπους» με κινούμενα σχέδια, μουσικοχορευτικά νούμερα και μια ιστορία συμφιλίωσης που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο γλυκό και το μελό. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεσπόζει η Αντριους: απόμακρη, μυστηριώδης, αλλά γοητευτική.

Ακόμη και ο τότε σύζυγός της, ο σκηνογράφος Τόνι Γουόλτον, παρατήρησε: «Νομίζω πως η Μαίρη Πόπινς έχει μια μυστική ζωή… Εξωτερικά είναι πολύ αυστηρή, αλλά μέσα της λίγο ατίθαση». Ισως αυτή η διπλή όψη να συνοψίζει την ίδια την Τζούλι Αντριους.

«Η Μελωδία της Ευτυχίας», 1965

Το καστ της «Μελωδίας της Ευτυχίας», με τα παιδιά και το κεντρικό ζευγάρι, που ενσάρκωσαν η Τζούλι Αντριους και ο Κρίστοφερ Πλάμερ (Bettman/Getty Images/Ideal Image)

Οταν, το καλοκαίρι του 1964, η «Μαίρη Πόπινς» βγήκε στις αίθουσες, η Αντριους ήταν ήδη στα γυρίσματα της ταινίας «Η Μελωδία της Ευτυχίας». Οι προσδοκίες, τεράστιες: όλοι περίμεναν πως η δεύτερη ταινία της θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και την πρώτη.

Η Αντριους είχε έναν ιδιαίτερο δεσμό με τους ρόλους της. Από την Ελάιζα Ντουλίτλ στο θέατρο μέχρι τη Μαίρη Πόπινς και τώρα τη Μαρία φον Τραπ στο σινεμά, κάθε χαρακτήρας της έφερε μαζί του μικρές συμπτώσεις που έμοιαζαν σημαδιακές. Για παράδειγμα, μερικά από τα «γαλάζια πουλιά» στη «Μαίρη Πόπινς» τα είχε ντουμπλάρει η Μάρνι Νίξον, η ίδια που εμφανίστηκε αργότερα ως αδελφή Σοφία στο μοναστήρι της Μαρίας στη «Μελωδία της Ευτυχίας». Η Νίξον ήταν επίσης η φωνή πίσω από την Ελάιζα της Οντρεϊ Χέπμπορν στην κινηματογραφική εκδοχή του «Ωραία μου Κυρία» – τον ρόλο που η Αντριους θεωρούσε ως το δικό της χαμένο στοίχημα.

Και όμως, δεν κράτησε καμία πικρία. Στο σετ πλησίασε τη Νίξον με χαμόγελο, λέγοντάς της: «Μάρνι, είμαι τεράστια θαυμάστριά σου», μια ατάκα που λειτούργησε και ως φιλοφρόνηση, αλλά και ως… λεπτή αιχμή προς τη Χέπμπορν.

Με την Οντρεϊ Χέπμπορν, κρατώντας το Οσκαρ για τον ρόλο της στην ταινία «Μαίρη Πόπινς» (Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image)

Η ταινία έγινε κινηματογραφικός θρύλος. Ακόμη και σήμερα, περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι ταξιδεύουν κάθε χρόνο στο Σάλτσμπουργκ για να δουν τα μέρη όπου έγιναν τα γυρίσματα. Το εμβληματικό άνοιγμα της ταινίας, με την Αντριους να τραγουδά στην κορυφή του βουνού, ήταν το τελευταίο που γυρίστηκε. Ενα ελικόπτερο την πλησίαζε για λήψη, αλλά ο αέρας από τους έλικες την έριχνε ξανά και ξανά στο έδαφος. Παρά τις τούμπες, η σκηνή ολοκληρώθηκε με την εικόνα που έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία.

Τον Φεβρουάριο του 1965, έναν μήνα πριν από την πρεμιέρα της ταινίας, η Αντριους κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Α’ Γυναικείου Ρόλου για τη «Μαίρη Πόπινς». Στην ομιλία της ευχαρίστησε ειρωνικά τον Τζακ Γουόρνερ –τον παραγωγό που την είχε αποκλείσει από το «Ωραία μου Κυρία»– επειδή, άθελά του, την είχε σπρώξει στην πιο λαμπρή πορεία. Εναν μήνα αργότερα κατέκτησε και το Οσκαρ.

Με τη Μαρία φον Τραπ η Αντριους σφράγισε οριστικά τη θέση της, όχι μόνο στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, αλλά και στη συλλογική μνήμη του παγκόσμιου κοινού.

«Γλυκιά μου, Μίλι», 1967

Μια ταινία όπου η Αντριους προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να αποτινάξει τον ρόλο του «καλού κοριτσιού» (Bettman/Getty Images/Ideal Image)

Μετά την εκτόξευση που της χάρισαν οι δύο θρυλικοί ρόλοι της, η Αντριους πέρασε σε μια περίοδο πιο αβέβαιων επιλογών. Εμφανίστηκε στη «Χαβάη» του Τζορτζ Ρόι Χιλ και στο «Σχισμένο παραπέτασμα» του Αλφρεντ Χίτσκοκ – μια συνεργασία που αποδείχθηκε απογοητευτική, καθώς ο σκηνοθέτης βρισκόταν πλέον σε φθίνουσα πορεία.

Το 1967 ήρθε το «Γλυκιά μου Μίλι», μια μουσική κωμωδία που γνώρισε εμπορική επιτυχία, αλλά καλλιτεχνικά δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των δύο προηγούμενων αριστουργημάτων της Αντριους. Αν τα «Μαίρη Πόπινς» και «Η Μελωδία της Ευτυχίας» ήταν σαν τις δύο πρώτες ταινίες του «Νονού», αυτό ήταν σαν τον «Νονό 3».

Η ταινία ξεκινά με την Αντριους να τραγουδά δυναμικά «Goodbye, good-goodie girl, I’m changing and how» – μια δήλωση πρόθεσης να αποτινάξει την εικόνα της καλής κοπέλας. Ομως η προσπάθεια δεν έπεισε. Η πλοκή, γεμάτη κωμικές παρεξηγήσεις και μεταμφιέσεις τύπου Σαίξπηρ, πρόσφερε γέλιο αλλά δεν πρόσθεσε βάθος στο προφίλ της πρωταγωνίστριας.

Αν σήμερα η ταινία φαίνεται απλώς αθώα, τότε αντιμετώπισε και ένα επιπλέον πρόβλημα: τη διόλου πολιτικά ορθή απεικόνιση Κινέζων ως χαρακτήρων που απαγάγουν γυναίκες για «σκλαβιά». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες επιτυχίες της, η ταινία να μην παίζεται συχνά στην τηλεόραση.

Το 1967 το Χόλιγουντ άλλαζε δραματικά. Η παραδοσιακή εποχή κατέρρεε παραδίδοντας τη σκυτάλη στο Νέο Χόλιγουντ, με ταινίες όπως το «Μπόνι και Κλάιντ» και ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης».

Η πτώση επιβεβαιώθηκε το 1968, με το «Star!», τη βιογραφία της Γερτρούδης Λόρενς. Η ταινία αποδείχθηκε παταγώδης αποτυχία. «Η καριέρα μου είχε πάρει την κατιούσα», θα θυμόταν αργότερα η Αντριους. «Είχα γνωρίσει τεράστια επιτυχία, αλλά κάθε καριέρα είναι σαν γράφημα: ανεβαίνει και κατεβαίνει. Και τότε είχε αρχίσει να φθίνει. Ηταν καιρός να διαλύσω την παλιά μου εικόνα».

«Δέκα», 1979

Με τον σκηνοθέτη και σύντροφό της Μπλέικ Εντουαρντς (Ron Galella/Ron Galella Collection via Getty Images/Ideal Image)

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η προσωπική και επαγγελματική ζωή της Αντριους πήρε νέα τροπή. Οταν άρχισε να βγαίνει με τον σκηνοθέτη Μπλέικ Εντουαρντς (γνωστό από τα «Πρόγευμα στο Τίφανι» και «Ροζ Πάνθηρας»), εκείνος έλεγε στους φίλους του πως η Αντριους ήταν τόσο αγνή που «σίγουρα είχε για τρίχωμα… πασχαλιές». Η ιστορία λέει πως την επόμενη φορά που τον επισκέφθηκε, κρατούσε έναν θάμνο πασχαλιές για πείραγμα. Οι πασχαλιές έγιναν το μυστικό τους «σήμα κατατεθέν», με τον Εντουαρντς να της τις στέλνει συχνά για να θυμίζει το ξεκίνημα του έρωτά τους.

Η πρώτη τους συνεργασία ήταν το «Darling Lili» (1970), ένα μιούζικαλ κατασκοπείας που αποδείχτηκε εμπορικό ναυάγιο και στοίχειωσε τον Εντουαρντς για χρόνια. Παρά την αποτυχία, η Αντριους αποφάσισε να δουλέψει σχεδόν αποκλειστικά μαζί του τα επόμενα 16 χρόνια. Εκείνη την εποχή έδινε ατελείωτες συνεντεύξεις και σχεδόν όλες περιείχαν την ίδια ερώτηση: «Είναι αυτή μια προσπάθεια να ξεφύγετε από τη Μαίρη Πόππινς και τη Μαρία;» Η απάντησή της ήταν πάντα η ίδια: «Θα ήθελα απλώς να μου επιτρέπεται να κάνω και άλλα πράγματα».

Μπο Ντέρεκ, Ντάντλεϊ Μουρ και Τζούλι Αντριους σε σκηνή από την ταινία «Δέκα» (You Tube)

Στις συνεντεύξεις έδειχνε συχνά αμήχανη, λέγοντας ξανά και ξανά τα ίδια ανώδυνα ανέκδοτα, δίχως να αφήνει να φανεί κάτι πιο προσωπικό. Ηταν αδύνατο να καταλάβει κανείς αν βαριόταν, αν ενοχλούνταν ή αν απλώς προστάτευε με μανία την ιδιωτική της ζωή. Αυτό το προσωπείο δεν έπεσε ποτέ.

Και όμως, μια εξαίρεση υπήρξε: η ταινία «Δέκα» (1979). Στον ρόλο της Σαμάνθα, της γυναίκας του Ντάντλεϊ Μουρ, η Αντριους ήταν πιο αληθινή και απελευθερωμένη από ποτέ. Παρά την κωμική πλοκή, γύρω από έναν μεσήλικα συνθέτη που χάνει το μυαλό του κυνηγώντας την εκθαμβωτική Μπο Ντέρεκ σε μια παραλία στο Μεξικό, η Αντριους έδειξε πλευρές της ερμηνευτικής της δύναμης που σπάνια είχε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει.

Η εμβληματική σκηνή όπου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ξεκινά έναν άγριο καβγά με τον Μουρ αφού τον πιάνει να παρακολουθεί τους γείτονές τους στις ερωτικές τους περιπέτειες, θεωρείται από τις πιο δυνατές της στιγμές μετά τη Μαρία φον Τραπ.

Για πρώτη φορά η Αντριους έμοιαζε πραγματικά αισθησιακή, αποτινάζοντας οριστικά τις σκιές της Μαίρης και της Μαρίας. Η Σαμάνθα είχε μια γοητευτική μελαγχολία που έκανε το κοινό να αναρωτιέται γιατί ο Μουρ κυνηγούσε την Ντέρεκ όταν μπορούσε να έχει δίπλα του την πιο συναρπαστική εκδοχή της Τζούλι Αντριους που είχαμε δει ποτέ.

«Βίκτωρ/Βικτώρια», 1982

Η ερμηνεία της στο «Βίκτωρ/Βικτώρια» εξέπληξε τους πάντες, εκτός ίσως από την ίδια (SGranitz/WireImage/Getty Image/Ideal Image)

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η συνεργασία της Αντριους με τον Μπλέικ Εντουαρντς πήρε μια πιο προκλητική τροπή. Το 1981 δημιούργησαν το «S.O.B.», μια καυστική, σχεδόν εκδικητική σάτιρα του Χόλιγουντ. Σε αυτήν η Αντριους υποδύεται την «καθαρή» σύζυγο ενός χαοτικού παραγωγού και, σοκάροντας το κοινό, εμφανίζει το στήθος της στην οθόνη. Το σενάριο την ήθελε ντοπαρισμένη πριν από μια παράσταση, ώστε να φωνάζει: «Θα δείξω τα στήθη μου!» – μια σκηνή που σφράγισε το φιλμ, όχι γιατί ήταν αστεία, αλλά επειδή έσπασε το στερεότυπο της «άσπιλης» Τζούλι Αντριους.

Ομως η πραγματική ανατροπή ήρθε την επόμενη χρονιά, με το «Βίκτωρ/Βικτώρια». Η Αντριους ερμήνευε μια άνεργη τραγουδίστρια στο Παρίσι του 1934 που παριστάνει τον drag καλλιτέχνη, δηλαδή μια γυναίκα που παριστάνει έναν άνδρα που παριστάνει πως είναι γυναίκα… Ενα τριπλό παιχνίδι ταυτότητας που δοκίμασε τα όρια της ίδιας αλλά και του κοινού. «Ο ρόλος με άφησε άναυδη», είπε αργότερα. «Ηταν σαν να προσπαθείς να χαϊδεύεις το κεφάλι σου και να τρίβεις την κοιλιά σου ταυτόχρονα».

Σκηνή από την ταινία «Βίκτωρ/Βικτώρια», με την Τζούλι Αντριους και τον Ρόμπερτ Πρέστον (Getty Images/Ideal Image)

Η ταινία, γεμάτη ζεστασιά και χιούμορ, έδωσε την ευκαιρία στην Αντριους να δείξει μια πλευρά της που ποτέ πριν δεν είχε επιτρέψει να φανεί: παιχνιδιάρα, σέξι, γεμάτη αυτοσαρκασμό. Η ατάκα «Θα κοιμηθώ μαζί σου για ένα κεφτεδάκι» έγινε κλασική, ενώ οι μουσικές ερμηνείες της αποκάλυπταν μια φωνή με βαθύτερη, πιο ώριμη χροιά. Δυστυχώς, λίγα χρόνια αργότερα, μια αποτυχημένη χειρουργική επέμβαση στις φωνητικές της χορδές θα έδινε τέλος στην καριέρα της ως τραγουδίστριας.

Η αντίδραση του Τύπου τότε ήταν αποκαλυπτική. Σε μια συνέντευξη, ο κριτικός Μπόμπι Γουάιγκαντ της είπε ευθέως: «Μετά το «Βίκτωρ/Βικτώρια», αν δεν σπάσει η εικόνα της Μαίρης Πόπινς, τότε καλύτερα να ανοίξετε… μια πιτσαρία». Η Τζούλι Αντριους, πάντα ευγενική, χαμογέλασε, αλλά για μια στιγμή φάνηκε να της τσακίζεται η ψυχή.

Ηταν το τίμημα της «τέλειας εικόνας». Οταν έχεις ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα που είναι «πρακτικά τέλειος κάθε στιγμή», ο κόσμος αρχίζει να πιστεύει πως το ίδιο ισχύει και για εσένα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...