754
| Wikimedia Commons / Creative Protagon

Οταν η Νέα Υόρκη πέθανε και ξαναγεννήθηκε

Protagon Team Protagon Team 24 Αυγούστου 2025, 11:15
|Wikimedia Commons / Creative Protagon

Οταν η Νέα Υόρκη πέθανε και ξαναγεννήθηκε

Protagon Team Protagon Team 24 Αυγούστου 2025, 11:15

Ο Μάικ Μπλούμπεργκ είχε πει κάποτε ότι η Νέα Υόρκη ήταν «ένα προϊόν πολυτελείας». Ο πρώην δήμαρχος εννοούσε ότι οι επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση οι εργαζόμενοί τους έπρεπε να είναι διατεθειμένοι να αντέξουν υψηλότερο κόστος, προκειμένου να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της ζωής σε μια μητρόπολη.

Ωστόσο, γράφει ο Economist, πολλοί ψηφοφόροι θέλουν τον θόρυβο του Μανχάταν με το κόστος ζωής της αμερικανικής επαρχίας. Αυτός είναι ένας λόγος που οι Δημοκρατικοί της πόλης στήριξαν πρόσφατα έναν νεαρό, χαρισματικό, εξαιρετικά αριστερό υποψήφιο δήμαρχο, τον Ζόραν Μαμντάνι, του οποίου τα σχέδια για μείωση του κόστους ζωής (με μέτρα όπως το πάγωμα των ενοικίων) πιθανότατα θα επιδεινώσουν τα πράγματα, αποθαρρύνοντας την κατασκευή νέων κατοικιών.

Επειδή η Νέα Υόρκη διοικείται σχετικά καλά από τη δεκαετία του 1990, σημειώνει ο Economist, κάποιοι Νεοϋορκέζοι έχουν ξεχάσει πόση ζημιά μπορεί να προκαλέσει μια αναποτελεσματική δημοτική αρχή.

Η πόλη βρέθηκε κοντά στη χρεοκοπία το 1975, μετά από δεκαετίες οικονομικής κακοδιαχείρισης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι συνέπειες της εγκληματικότητας και της φτώχειας ήταν εμφανείς. Κλέφτες τρομοκρατούσαν τους οδηγούς προσποιούμενοι ότι καθάριζαν τα παρμπρίζ. Βάνδαλοι και καλλιτέχνες γκράφιτι κατέστρεφαν δημόσιους χώρους χωρίς κανέναν έλεγχο. Η αστυνομία ήταν ανίκανη και κάποιες φορές διεφθαρμένη. Μεταξύ 1986 και 1989, κατά μέσο όρο 1.760 άνθρωποι δολοφονούνταν κάθε χρόνο στη Νέα Υόρκη, σχεδόν πέντε φορές περισσότεροι από το 2024. Το AIDS, η χρήση κρακ, οι φυλετικές εντάσεις, οι απάτες στις κοινωνικές παροχές και η κομματική εύνοια ενίσχυαν το αίσθημα του χάους.

Το βιβλίο «Οι θεοί της Νέας Υόρκης» (The Gods of New York), του Τζόναθαν Μάλερ, αναδεικνύει τη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία η πόλη αναγενήθηκε μέσα από κρίσεις, αναταραχές και πρωτοφανείς αλλαγές.

Το βιβλίο καταγράφει την εποχή κατά την οποία εμφανίστηκαν στη δημόσια σφαίρα πολλοί μετέπειτα πρωταγωνιστές. Ανάμεσά τους, ο Ντόναλντ Τραμπ, γνωστος για το θράσος και τις υπερβολές του, τις αμέτρητες σπατάλες του στα καζίνο του Ατλάντικ Σίτι και τη σχέση του με τη Μάρλα Μέιπλς, ενώ ήταν παντρεμένος με την Ιβάνα.

Αλλά και  ο Αλ Σάρπτον, ένας δημαγωγός που ηγείτο διαδηλώσεων στους δρόμους, αρκετά διαφορετικός από τον σοβαρό τηλεοπτικό εαυτό που εμφανίζει σήμερα. Ή ο Ρούντι Τζουλιάνι, με «την εμφάνιση νεκροθάφτη και τη φλυαρία δικηγόρου», όπως τον είχε περιγράψει κάποιος αρθρογράφος, που έκανε τότε την πρώτη του ανεπιτυχή προσπάθεια να γίνει δήμαρχος. Και ένας φιλόδοξος νέος γιατρός, ο Αντονι Φάουτσι (ο μετέπειτα επικεφαλής της διαχείρισης της πανδημίας στις ΗΠΑ), ο οποίος δεχόταν έντονη κριτική από ακτιβιστές ΛΟΑΤΚΙ για την υπερβολικά προσεκτική αντίδρασή του απέναντι στην εξάπλωση του AIDS.

Ο Μάλερ χρωματίζει το πορτρέτο μιας πόλης που βρισκόταν αντιμέτωπη με πολλαπλές κρίσεις. Το AIDS αρχικά δεν ήταν μόνο θανατηφόρο αλλά και τρομακτικά μυστήριο, καθώς υγιείς νέοι άνδρες ασθενούσαν και πέθαιναν μέσα σε σύντομο διάστημα.

Η Νέα Υόρκη συγκέντρωνε το ένα τρίτο των θανάτων από AIDS στις ΗΠΑ μέχρι τον Μάρτιο του 1987, και η αντίδραση της πόλης ήταν ελλιπής, με λίγα κρεβάτια, περιορισμένες εξετάσεις και δημόσια νοσοκομεία που αρνούνταν ασθενείς, φοβούμενα τη νόσο. Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της αστεγίας ήταν εξίσου ανεπαρκείς.

Οι φυλετικές σχέσεις ήταν τραγικές. Μαύροι δολοφονούνταν καθώς περνούσαν από «λευκές» γειτονιές σε Μπρούκλιν και Κουίνς. Πέντε έφηβοι μαύροι και Λατίνοι καταδικάστηκαν άδικα για επίθεση και βιασμό μιας γυναίκας στο Σέντραλ Παρκ. Ο Τραμπ ζητούσε την επαναφορά της θανατικής ποινής. Το 1984, ένας πολίτης αθωώθηκε για απόπειρα δολοφονίας αφού πυροβόλησε τέσσερις μαύρους έφηβους που πίστευε ότι τον λήστευαν και έγινε ήρωας για πολλούς λευκούς Νεοϋορκέζους.

«Κεφαλή» της πολης ήταν ο Εντ Κοχ, ο οποίος εξελέγη δήμαρχος το 1977. Αντιπαθητικός, μαχητικός και ακούραστος, φιλοδοξούσε να είναι «δήμαρχος για πάντα», γράφει ο Economist.

Ο Μάλερ αφηγείται την πολιτική του πτώση. Ηταν το σύμβολο μιας παλαιότερης Νέας Υόρκης, εργατικής, υπό τον πολιτικό έλεγχο των «λευκών εθνοτικών» (κυρίως Ιταλών, Ιρλανδών και Εβραίων) και δεν κατάλαβε, όπως εξηγεί ο Economist, τις αλλαγές που συντελούνταν στην πόλη. Εξελέγη για τρίτη φορά το 1985 και έχασε το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος το 1989, από τον Ντέιβιντ Ντίνκινς, ο οποίος έγινε ο πρώτος μαύρος δήμαρχος της πόλης.

Η οικονομία άλλαξε επίσης: η βιομηχανία είχε εξαφανιστεί, και η άνθηση της Wall Street τη δεκαετία του 1980 προμήνυε την άνοδο των χρηματοοικονομικών, του κλάδου της ασφάλισης και των ακινήτων, που θα καθοδηγούσε την ανάπτυξη της πόλης στη δεκαετία του 1990 και μετά. Καθώς η κρίση του κρακ υποχώρησε και η αστυνόμευση βελτιώθηκε υπό τον Τζουλιάνι (1994-2001), η Νέα Υόρκη έγινε ασφαλέστερη. Τα ενοίκια εκτοξεύτηκαν με την εισροή πληθυσμού.

Το βιβλίο του Μάλερ, καταλήγει ο Economist, είναι δεξιοτεχνικά δομημένο και ζωντανά γραμμένο. Ο συγγραφέας αποφεύγει την παγίδα της νοσταλγίας του παλιού Νεοϋορκέζου. Οπως σε όλες τις μεγάλες πόλεις, πράγματα πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται συνεχώς.Οποιος θέλει ηρεμία και στατικότητα μπορεί να αποσυρθεί σε ένα ελληνικό νησί.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...