Ο πόλεμος του Μάο κατά των σπουργιτιών
Ο πόλεμος του Μάο κατά των σπουργιτιών
Στην Κίνα του 1958 ο Μάο Τσετούνγκ πίστεψε ότι μπορούσε να νικήσει τη φύση. Στο πλαίσιο του «Μεγάλου Αλματος προς τα Εμπρός», ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος διέταξε την εξόντωση τεσσάρων «παρασίτων»: των μυγών, των κουνουπιών, των αρουραίων και των σπουργιτιών.
Οπως σημειώνει ο Economist, η εκστρατεία αυτή, που ξεκίνησε για να προστατεύσει τη γεωργική παραγωγή, κατέληξε σε οικολογική και ανθρωπιστική καταστροφή. Εξοντώθηκαν δισεκατομμύρια πουλιά, τα έντομα πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα και η πείνα που ακολούθησε εξολόθρευσε εκατομμύρια ανθρώπους. Πρόκειται για μια ιστορία παράνοιας, προπαγάνδας και άγνοιας των φυσικών ισορροπιών.
Το 1958, λοιπόν, υπό την εξουσία του Μάο, η Κίνα εγκαινίασε μια τετραετή προσπάθεια μεταμόρφωσης, από αγροτική χώρα σε βιομηχανική υπερδύναμη. Αντί για άλμα, όμως, ακολούθησε πτώση. Η εκβιομηχάνιση απέτυχε και η συλλογική αγροτική παραγωγή οδήγησε σε μια από τις χειρότερες περιόδους λιμού που έχουν καταγραφεί ποτέ. Υπολογίζεται ότι από 15 έως 50 εκατομμύρια Κινέζοι έχασαν τη ζωή τους.
Σύμφωνα με τον Economist, μια από τις πιο σκοτεινές πτυχές εκείνης της περιόδου ήταν η «εκστρατεία κατά των τεσσάρων παρασίτων»: μύγες, κουνούπια, αρουραίοι, σπουργίτια. Για τα τρία πρώτα είδη υπήρχε η λογική της δημόσιας υγείας. Για τα σπουργίτια, όμως, η απόφαση βασίστηκε σε μια παρεξήγηση: οι αγρότες κατηγορούσαν τα πουλιά ότι έτρωγαν το σιτάρι τους.
Οι επιστήμονες προσπάθησαν να προειδοποιήσουν. Ο βιολόγος Ζου Σι υπενθύμισε στον Μάο ότι μια παρόμοια εκστρατεία στην Πρωσία τον 18ο αιώνα είχε καταλήξει σε οικολογική καταστροφή. Αλλά κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει τον ηγέτη.
Οπως αναφέρει η βρετανική επιθεώρηση, η εκστρατεία εφαρμόστηκε με φανατισμό: οι πολίτες κατέστρεφαν φωλιές και χτυπούσαν κατσαρόλες και τύμπανα για να κρατούν τα σπουργίτια διαρκώς στον αέρα, μέχρι να πεθάνουν από εξάντληση. Μέσα σε δύο χρόνια, περίπου δύο δισεκατομμύρια πουλιά είχαν σκοτωθεί.
Αν και τα σπουργίτια πράγματι τρώνε σιτηρά, τρέφονται επίσης με έντομα που καταστρέφουν τις καλλιέργειες — ακρίδες και άλλα μικρότερα. Οταν τα σπουργίτια εξαφανίστηκαν, τα έντομα αυτά πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα. Οπως σημειώνει ο Economist, πολλές περιοχές της Κίνας γνώρισαν τεράστιες προσβολές από παράσιτα, που κατέφαγαν ό,τι είχε απομείνει από τις σοδειές.
Η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη εξαιτίας της κρατικής ανακατανομής της παραγωγής. Το καθεστώς θεωρούσε ότι η εξόντωση των σπουργιτιών θα αύξανε τη σοδειά και, ως εκ τούτου, συγκέντρωνε περισσότερο σιτάρι από τις περιοχές όπου είχαν εξολοθρευτεί περισσότερα πουλιά. Ετσι, οι τοπικές κοινωνίες που υπάκουσαν με ζήλο βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον λιμό. Επαρχίες όπως η Ανχουέι στα ανατολικά και η Γκουϊτζόου στον νότο υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες.
Σύμφωνα με έρευνα του περιβαλλοντικού οικονομολόγου Εγιαλ Φρανκ του Πανεπιστημίου του Σικάγο, οι επιστήμονες υπολόγισαν τη δυνατότητα της «φιλοξενίας» κάθε κινεζικής κομητείας για σπουργίτια με βάση κλιματικά δεδομένα, όπως η θερμοκρασία και οι βροχοπτώσεις. Οπως αναφέρει η βρετανική επιθεώρηση, οι κομητείες με συνθήκες πιο ευνοϊκές για τα σπουργίτια υπέστησαν και τις μεγαλύτερες συνέπειες μετά την εξόντωσή τους: πτώση στη γεωργική παραγωγή, αύξηση των θανάτων και μείωση των γεννήσεων.
Τα αποτελέσματα, σημειώνει ο Economist, υπήρξαν τραγικά. Μόνο η εκστρατεία κατά των σπουργιτιών εκτιμάται ότι προκάλεσε το 20% της συνολικής μείωσης παραγωγής τροφίμων κατά τη διάρκεια του λιμού. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι η απώλεια αυτή, ενισχυμένη από την ανακατανομή των καλλιεργειών, οδήγησε άμεσα στον θάνατο περίπου δύο εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ 400.000 γεννήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ εξαιτίας υποσιτισμού.
Οταν η ζημιά κατέστη πια προφανής, ακόμη και για τους ανώτερους αξιωματούχους του Κόμματος, ο Μάο αναγκάστηκε να αλλάξει στάση. Το 1960 τα σπουργίτια αφαιρέθηκαν από τη λίστα των «τεσσάρων παρασίτων» και αντικαταστάθηκαν από… κοριούς. Αλλά ήταν ήδη αργά. Τα σπουργίτια είχαν σχεδόν εξαφανιστεί και η Κίνα χρειάστηκε να εισαγάγει 250.000 πουλιά από τη Σοβιετική Ενωση για να αποκαταστήσει τον πληθυσμό τους.
Η καταστροφή των σπουργιτιών δεν ήταν απλώς ένα επεισόδιο οικολογικής τύφλωσης. Ηταν η απόδειξη για το πώς ένα αυταρχικό καθεστώς μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του πάνω στη φύση και στους ανθρώπους χωρίς επιστημονικό αντίλογο. Οπως υπενθυμίζει ο Economist, το πραγματικό «παράσιτο» δεν ήταν τα πουλιά, αλλά η αλαζονεία της εξουσίας, που πίστεψε ότι μπορούσε να επέμβει στη φύση «από τα πάνω», σαν ένα ακόμα πενταετές πλάνο.
Η Κίνα εγκατέλειψε τον μαοϊκό κεντρικό σχεδιασμό τη δεκαετία του 1980 και δεν βίωσε ποτέ ξανά λιμό τέτοιας κλίμακας. Σήμερα τα σπουργίτια έχουν επιστρέψει στις πόλεις και στα χωριά, φτερουγίζοντας γύρω από τις ίδιες αγορές όπου άλλοτε χτυπούσαν κατσαρόλες για να τα εξοντώσουν.
Η ιστορία του πολέμου του Μάο στα σπουργίτια είναι, κατά τον Economist, ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα του πώς η ιδεολογία μπορεί να καταστρέψει την οικολογία και μαζί της εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Η φύση, όμως, έχει μεγαλύτερη αντοχή. Τα σπουργίτια επέστρεψαν, οι άνθρωποι επιβίωσαν, ενώ το τίμημα εκείνης της «τρέλας» μελετάται ακόμη και μένει χαραγμένο ως προειδοποίηση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
